Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

Βιβλιοκριτική της Ιωάννας Φωτοπούλου για τις Μικρές κόκκινες γυναίκες της Marta Sanz

 

Μια γυναίκα παλεύει για τη δικαίωση των θυμάτων του Ισπανικού Εμφυλίου

 

BookPress, 12 Φεβρουαρίου 2025

 

 

Για το μυθιστόρημα της Μάρτα Σανθ (Marta Sanz) Μικρές κόκκινες γυναίκες, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Carnívora, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

 

Γράφει η Ιωάννα Φωτοπούλου

 

Αν δεχτούμε ότι η λογοτεχνία είναι πρωτίστως τέχνη, τότε θα μιλήσουμε για την ελευθερία της έκφρασης, τις φροντισμένες λέξεις, τη μουσικότητα, τον ρυθμό και τη φωνητική διάσταση των φράσεων, την ιδιαιτερότητα του ύφους, την πρωτοτυπία, τη δημιουργία έντονων συναισθημάτων, τη διαισθητική ανίχνευση της εποχής, την καλλιτεχνική αποτύπωσή της και φυσικά την πολυσημία. Αν στην τέχνη προσθέσουμε και την πολιτική, με τη συνεπαγώμενη συγκρουσιακότητα που φέρει μια τέτοια διάσταση, τότε αποκτά, αν όχι βάθος και νόημα, τουλάχιστον λόγο ύπαρξης. Κι αν θέλουμε να δούμε πώς μπορεί κάτι τέτοιο να υλοποιηθεί υποδειγματικά, τότε δεν έχουμε παρά να διαβάσουμε τις Μικρές κόκκινες γυναίκες, αν όχι για να συμφωνήσουμε, τουλάχιστον για να απολαύσουμε τον τρόπο με τον οποίο το κάνει η Μάρτα Σανθ, πολυβραβευμένη και δημοφιλής στη χώρα της, Ισπανίδα συγγραφέας.

Οι Μικρές κόκκινες γυναίκες, αποτελούν το κλείσιμο μιας μυθιστορηματικής τριλογίας της, για πρώτη φορά εξαιρετικά μεταφρασμένης στα ελληνικά από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, Μάρτα Σανθ, που όμως διαθέτει αυθύπαρκτο νόημα και μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα. Η ιστορία αφορά στη διαδικασία ωρίμανσης μιας νεαρής γυναίκας, της Πάολα, που πηγαίνει σ’ ένα χωριό της Ισπανίας με σκοπό να αναζητήσει ομαδικούς τάφους από την εποχή του εμφυλίου πολέμου για να αποκαταστήσει τα δικαιώματα των θυμάτων της φασιστικής παράταξης, να αποδώσει τις ευθύνες και να τους προσφέρει μια αξιοπρεπή ταφή. Καταλήγει να εμπλέκεται ολοένα και περισσότερο με τους κατοίκους κι έτσι ξεδιπλώνεται το κουβάρι μιας ιστορίας δοσμένης με θάρρος και τόλμη.

«Θα μείνεις στήλη άλατος»

«Θα μείνεις στήλη άλατος», λέει η Καταλίνα στην Πάολα, παραπέμποντας στο βιβλίο της Γένεσης, καλώντας μας να αναρωτηθούμε τι είδε η γυναίκα του Λωτ, τι ήταν αυτό που δεν έπρεπε να δει. Η συγγραφέας τοποθετεί τον εαυτό της σε μια νεότερη γενιά τολμηρών στην προσέγγισή τους, ατίθασων, γλωσσούδων, ανυπότακτων Ισπανίδων συγγραφέων, που με τη γραφή τους ασκούν κριτική στα κοινωνικά στερεότυπα, δίνουν φωνή σε περιθωριοποιημένες ομάδες, σκιαγραφούν σύγχρονα κοινωνικά θέματα και χρησιμοποιούν τη λογοτεχνία ως μέσο κοινωνικής κριτικής.

Το βιβλίο, όπως η ίδια η συγγραφέας αναφέρει, γεννήθηκε από τον προβληματισμό της ως προς τη δυνατότητα που έχει η γλώσσα μιας ιστορίας να είναι βίαιη, στην περίπτωση που αυτή η ιστορία αφορά στη συλλογική μνήμη. Η βία του μυθιστορήματος δεν έχει να κάνει τόσο με τις βίαιες περιγραφές, αν και δεν λείπουν ούτε αυτές, όσο με την αλήθεια των λέξεων που εκφέρονται σχετικά με την ιστορική μνήμη, μια αλήθεια σκληρή που αρνείται τις ίσες αποστάσεις και λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Μιλά επίσης για τη βία που επιβάλλεται στο γυναικείο σώμα μέσα από τον έμφυλο λόγο – άλλωστε, η ίδια η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, η Πάολα, το όνομα της οποίας σημαίνει «μικρή», είναι μια μικροσκοπική γυναίκα, μια κενταυρίνα με ένα χωλό πόδι, με όλους τους συμβολισμούς που αυτό φέρει και προοικονομεί. Η βία αυτή κατά των γυναικών είναι λάγνα, διεστραμμένη, και από εκεί προκύπτει μια έξαψη που για τη συγγραφέα δεν είναι ασύνδετη με την ανάδυση της ακροδεξιάς που παρατηρείται τόσο στην Ευρώπη όσο και σε όλο τον κόσμο.

Η φωνή της Λουθ

Σε αυτό το πολυφωνικό, εξπρεσιονιστικό μυθιστόρημα κυρίαρχη είναι η φωνή της Λουθ, μητέρας του Θάρκο και φίλης της Πάολα, η οποία οργανώνει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του βιβλίου. Η Λουθ μιλάει στον Θάρκο συνέχεια και του αφηγείται την ιστορία, την οποία η ίδια γνωρίζει από τα γράμματα της Πάολα, ενώ ο Θάρκο απουσιάζει από το βιβλίο – αυτή η απουσία είναι σημαντική καθώς η Λουθ τον κατηγορεί ακριβώς για το γεγονός ότι είναι απών. Αυτό που χαρακτηρίζει την Πάολα είναι η τρομερή της ικανότητα να ψυχανεμίζεται το περιβάλλον της διαθέτοντας μια ιδιαίτερη συναισθηματική ευφυΐα. Σε ό,τι αφορά στο κεντρικό θέμα του βιβλίου, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό δεν είναι εντελώς ξένο για το ελληνικό κοινό, αφού το 2021 ο Πέδρο Αλμοδόβαρ στην ταινία του «Παράλληλες μητέρες», σπάζοντας τη σιωπηρή συμφωνία για τη λήθη του παρελθόντος, καταπιάνεται επίσης με το ζήτημα της εκταφής και αναγνώρισης των χιλιάδων αμάχων που εξαφανίστηκαν από τους φασίστες κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Ισπανία, ένα ζήτημα που επείγει καθώς όσο περνούν τα χρόνια, εκείνοι που μπορούν να τους αναγνωρίσουν φεύγουν από τη ζωή. Και στην ταινία, λοιπόν, όπως και στο βιβλίο, μια νεαρή γυναίκα με τη βοήθεια ενός ιατροδικαστή – αρχαιολόγου ξεθάβει έναν ομαδικό τάφο κοντά στο χωριό της, αναζητώντας τα λείψανα του προπάππου της ο οποίος σκοτώθηκε από τους φασίστες στον πόλεμο.

Όπως μαθαίνουμε από την ίδια τη συγγραφέα στην παρουσίαση του βιβλίου της στο πλαίσιο του φεστιβάλ ΛΕΑ, η Πάολα πρωτοεμφανίζεται στο πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας που έχει τον τίτλο Black black black ως η πικραμένη και πονεμένη γυναίκα ενός ντετέκτιβ ο οποίος δεν παραδέχτηκε ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του παρά μόνο σε πολύ μεγάλη ηλικία κι αυτό λόγω της βίας που υφίστατο και του φόβου. Εξαιτίας αυτού, νιώθει εξαπατημένη, αισθάνεται πως δεν είναι ελκυστική κι ότι δεν είναι επιθυμητή, πράγμα που δεν είναι καθόλου αλήθεια. Ο Θάρκο είναι ένας ντετέκτιβ ο οποίος δεν έχει καμία ερευνητική ικανότητα και η Πάολα είναι αυτή που τον γειώνει. Στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας μιλάει μόνο ο Θάρκο, που καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος ψάχνει την Πάολα η οποία όμως δεν εμφανίζεται. Το φάντασμα του δεύτερου μυθιστορήματος είναι η Πάολα, ενώ στο πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας είναι παρόντες και οι τρεις και υπάρχει αυτό το παιχνίδι των φωνών στην πλοκή και των τριών βιβλίων, οι οποίες εκφράζονται μέσα από άλλες φωνές. Η συγγραφέας, χωρίς να αρνείται την πλοκή, πριμοδοτεί τη φροντίδα της γλώσσας με την προσεκτικά επιλεγμένη χρήση του λόγου και του λεξιλογίου που φωτίζει την πραγματικότητα.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος -πέρα από την καταπληκτική μετάφραση που μας έδωσε, με τον αναγνώστη να νιώθει ότι δεν στερείται τίποτα από το πρωτότυπο-, λαμβάνοντας υπόψη ότι στην προσπάθειά μας να ερμηνεύσουμε ένα κείμενο μπορεί να χαθούμε σε χάσματα που έχουν να κάνουν με την ιστορία ή τον πολιτισμό, έχει κάνει μία εξαιρετική έρευνα ως προς τις παραπομπές που φωτίζουν το κείμενο και διευκολύνουν τον αναγνώστη. Οι παραπομπές στο πλάι του κειμένου, αποτελούν μια εξαιρετική επιλογή από τις εκδόσεις Carnívora, φιλική προς τον αναγνώστη.

Η επιλογή των ονομάτων

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στη χρήση των ονομάτων τα οποία, σύμφωνα με τη συγγραφέα, δεν είναι τυχαία, έχουν έναν λόγο ύπαρξης και αντανακλούν κάτι βαθύτερο. Μια αλητεία σε μια πινακίδα μετατρέπει την ονομασία του χωριού Σαφράν -που παραπέμπει στο φυτό με την όχι ιδιαίτερα ευχάριστη μυρωδιά- σε «σουφράν» – η Σανθ θεωρεί πως τέτοιου είδους πράξεις αποτελούν το φουκαριάρικο υποκατάστατο της διεκδίκησης. Κι ύστερα, υπάρχει ο Νταβίδ, ο υπερπροικισμένος, τέλειος γιος των ιδιοκτητών ενός καταλύματος, ο επί Γης αγιοποιημένος παππούς Χεσούς, με τη θρησκευτική σκληρότητα και τη μακάρια γλυκύτητα που ταιριάζουν στο προφίλ ενός δολοφόνου, τα αδέρφια Σαμουέλ και Λουίς, που τσακώνονται για την πατρική περιουσία παραπέμποντας στον Κάιν και τον Άβελ, ο θείος Φάουστους, οι αναφορές στον Δανιήλ και τον Ιώβ, το ίδιο το όνομα της οικογένειας Μπεάτο, που σημαίνει «μακάριος», «ευνοημένος». Κι απ’ την άλλη πλευρά, τα γυναικεία ονόματα, το όνομα της Πάουλι, που συμβολίζει τις γυναίκες και το πόσο μικρές αισθάνονται απέναντι στους άντρες, της Λουθ, που σημαίνει «φως», η αναφορά στην Ιουδίθ ως σύμβολο δύναμης, θάρρους και αντίστασης, στη Σωσάννα, η οποία σχετίζεται με θέματα που αφορούν στη σεξουαλική παρενόχληση, την κατάχρηση εξουσίας και την ανάγκη για δίκαιη κρίση, οι γυναίκες του Κυανοπώγωνα, η Βιρχινία, η παρθένα με τα τρία παιδιά. Η Καταλίνα που παραπέμπει στην αφρικανικής καταγωγής σκλάβα της Μάλαγα. Οι γυναίκες υπομένουν το βάρος των ονομάτων που φέρουν, είναι μικρές και κόκκινες, σύμβολα της επανάστασης και της θυσίας, ενώ σε ό,τι αφορά τα αντρικά ονόματα, το σημαίνον είναι αποκομμένο από το σημαινόμενο καθιστώντας τη χρήση τους ειρωνική, τονίζοντας μέσα από τον σαρκασμό τη σημειολογικά ανατρεπτική τους διάσταση και ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο το πολιτικό σχόλιο της συγγραφέως.

 

H Σανθ, λαμβάνοντας υπόψη τα διαγενεακά χάσματα και τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο ο σύγχρονος αναγνώστης διαβάζει, όχι για να προβληματιστεί, ούτε για να θυμηθεί ή να δημιουργήσει νέες συνάψεις στον εγκέφαλό του, μα με σκοπό την ψυχαγωγία και τη χαλάρωση, τον καλεί σε μια σύμβαση, σε έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης της ανάγνωσης. Τον παροτρύνει διαρκώς να διαβάζει αργά. Να ανατρέξει μέσω της προσωπικής του έρευνας στις μνήμες με τις οποίες είναι εμποτισμένες οι λέξεις, να αναζητήσει τα κρυμμένα νοήματα πίσω από αυτές, όχι μόνο τα ρητά αλλά και τα άρρητα στα οποία αποκτά κανείς πρόσβαση μόνο μέσω της διαίσθησής του. Να γνωρίσει το παρελθόν δημιουργώντας κοινούς κώδικες επικοινωνίας κι ενός είδους συνέχεια από γενιά σε γενιά. Κι αυτό έχει από μόνο του μια πολιτική διάσταση, πόσο μάλλον αν συνδυαστεί με τους αγνοούμενους του εμφυλίου και τη βία κατά των γυναικών.

Η ΙΩΑΝΝΑ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ είναι εκπαιδευτικός, κάτοχος Μεταπτυχιακού στη Δημιουργική Γραφή.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου