Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

Η κουνίστρα, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

 

Η κουνίστρα


Υπήρχε κάποτε μια εποχή αρχές δεκαετίας του ’70 που τα μεσημέρια τρώγαμε όλοι μαζί γύρω από το οικογενειακό τραπέζι και όλα έδειχναν ήρεμα, νορμάλ, κυρίως αυτό: νορμάλ.

            Αυτό το σκηνικό (γιατί περί σκηνικού επρόκειτο) ήρθε να το ανατρέψει, μια μέρα του Απρίλη του ’74, μια λέξη. Τη λέξη αυτή την πρόφερα εγώ, για την ακρίβεια: εγώ τη μετέφερα.

            «Μαμά, σήμερα στο σχολείο κάτι αγόρια της έκτης με είπανε κουνίστρα. Τι σημαίνει αυτό;». Πάντα ή σχεδόν πάντα τις ερωτήσεις μου, επί οποιουδήποτε θέματος, τις απεύθυνα στη μαμά, αλλά πάντα ή σχεδόν πάντα αυτός που έσπευδε να απαντήσει πρώτος ήταν ο μπαμπάς, άλλοτε για να με κατσαδιάσει για την άγνοιά μου, συχνά πυκνά για να με ειρωνευτεί για την αφέλειά μου, σπανίως για να απαντήσει-απαντήσει.

            Εκείνο το μεσημέρι, όμως, απλώς γούρλωσε τα μάτια και πριν προλάβει να πει κάτι (δεν ξέρω αν είχε τέτοια πρόθεση), τον προσπέρασε για πρώτη (και, απ’ ό,τι θυμάμαι, τελευταία) φορά η μαμά, όχι για να απαντήσει στο ερώτημά μου (αυτό δεν θα το έκαναν ποτέ) αλλά για να ρωτήσει εκείνη, με τη σειρά της, κάτι: «Ποια παιδάκια ήταν αυτά, Χρήστο μου;».

            Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα το νορμάλ στο σπίτι μας τελείωσε: τα βλέμματα άλλαξαν, οι, έτσι κι αλλιώς λακωνικές, συζητήσεις άλλαξαν, η στάση των σωμάτων στο τραπέζι άλλαξε. Άλλαξε και η ζωή μου: με έγραψαν σε μια ακαδημία τζούντο και, επί χρόνια, με πήγαινε ο πατέρας μου ανελλιπώς τρία απογεύματα την εβδομάδα. Το μισούσα το τζούντο (και τον πατέρα μου τότε, αλλά αυτό κατάφερα να το πω φωναχτά πολύ αργότερα), παρ’ όλα αυτά έφτασα να γίνω πράσινη ζώνη και να κερδίσω κάποιο έπαθλο σ’ ένα τοπικό πρωτάθλημα.  

            Πολύ περισσότερο καιρό μού πήρε να κερδίσω την αυτο-αποδοχή μου, αλλά αυτό ήταν ένα έπαθλο που επεδίωξα με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, αν και με πολύ λιγότερη (υπο)στήριξη.

1 σχόλιο: