Δευτέρα 3 Ιουλίου 2023

Ιπτάμενα μαχαίρια, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

 

Ιπτάμενα μαχαίρια

 

Αν έλεγα ότι ήταν η πρώτη φορά που βλαστήμησα εκείνη τη μέρα, θα έλεγα ένα μεγάλο ψέμα. Από το πρωί που μου έγινε η πρόταση, είχα τα νεύρα ανθρώπου που θέλει να πει όχι, αλλά δεν μπορεί. Αλλά τώρα, με τα μάτια δεμένα και τα μαχαίρια να σφυρίζουν γύρω από το σώμα μου, δεν μιλάμε για νεύρα, μιλάμε για τσαντίλα και πανικό, αλλά πλέον είναι αργά.

 

Η ερώτηση ήταν απρόσμενη, ο πατέρας του είχε να του κάνει πρόταση κοινής εξόδου από τότε που του είχε ζητήσει να τον πάει να δει (και να διασχίσει) τη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, «πριν κλείσω τα μάτια μου». Αυτή τη φορά η έξοδος συμπεριλάμβανε και άλλους: «Δεν παίρνουμε τα παιδιά να τα πάμε στο τσίρκο στο Κιάτο;»

 

Έπρεπε να είχα πει όχι. Πέρασαν από το μυαλό μου βασανισμένα ζώα, σαχλοί κλόουν, θλιβεροί ακροβάτες... Είπα: «Εντάξει».

 

Το σφίξιμο στο στομάχι του έγινε ακόμα μεγαλύτερο το απόγευμα, στο αυτοκίνητο, κατεβαίνοντας για την απογευματινή παράσταση (είχε και βραδινή). Αν ήταν προσεκτικός παρατηρητής και όχι τραγικός ομφαλοσκόπος θα είχε ψυχανεμιστεί τι επρόκειτο να επακολουθήσει πριν καν εισέλθουν στην τέντα του τσίρκου, θα είχε δει ότι ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα: ήταν ο μοναδικός άντρας στην ηλικία του (40άρης), όλο το υπόλοιπο κοινό ήταν παιδάκια, μαμάδες, παππούδες και γιαγιάδες.

 

Το ας το πούμε θέαμα άρχισε με έναν θλιβερό κλόουν να λέει αστειάκια στα ελληνικά με ιταλική προφορά. Έκανα μια ύστατη φιλότιμη προσπάθεια να μπω στο κλίμα. Όταν είδα, όμως, τον πατέρα μου, στην άλλη άκρη της παρέας (είχαμε τα παιδιά στη μέση), να απολαμβάνει σαν τρίχρονο την όλη κατάσταση, ένιωσα να χάνω κάθε όρεξη ένταξής μου στον χώρο.

 

Τρία τέταρτα αργότερα, και ενώ δύο σχοινοβάτριες ολοκλήρωναν μέσα σε θερμά χειροκροτήματα ένα νούμερο που εκείνου του φάνηκε επιπέδου σχολικής γιορτής (στο δημοτικό), εμφανίστηκε πάλι ο κλόουν με το ιταλικό αξάν, έκανε κορδωτός τον γύρο της αρένας και αφού ζήτησε, με υπερβολικά αμπλαούμπλικες χειρονομίες, να γίνει ησυχία, είπε: «cari amici θα ήθελα τώρα έναν volontario από το κοινό για το νούμερο με τα μαχαίρια».

 

Ήξερα ότι θα δείξει εμένα, με το που ολοκλήρωσε τη φράση του ήξερα ότι θα δείξει εμένα. Ακόμη και όταν κοιτούσε προς την απέναντι κερκίδα, ήξερα ότι θα δείξει εμένα. Γι’ αυτό δεν ένιωσα καμία έκπληξη όταν, αφού αγνόησε δύο τρία νήπια που σήκωναν σαν υστερικά το χέρι τους, είδα τα μάτια του να καρφώνονται στα δικά μου. Και τότε ακούω τον πατέρα μου να φωνάζει ενθουσιώδης: «Αυτόν, ναι, αυτόν!»

 

Κατευθύνεται προς τα παρασκήνια δίπλα στον κλόουν με την πορτοκαλί περούκα προσπαθώντας να δείχνει άνετος. Παρ’ όλα αυτά, οι γερμένοι ώμοι και τα ελαφρώς λυγισμένα πόδια μαρτυρούν ότι οι ιαχές του κοινού που φτάνουν μέχρι τα αφτιά του αντί να τον εμψυχώνουν τον κάνουν να νιώθει σαν να βρίσκεται στο Κολοσσαίο δευτερόλεπτα πριν ανοίξουν τα κλουβιά με τα λιοντάρια.  

 

Βγαίνω από τα παρασκήνια δεμένος πάνω σε έναν τεράστιο ξύλινο τροχό και τα μάτια καλυμμένα με ένα μαύρο πανί. Καταριέμαι τον κλόουν, καταριέμαι τα τσίρκα, καταριέμαι την Ιταλία ολόκληρη, καταριέμαι το σόι μου (κυρίως αυτό), αλλά πάνω απ’ όλα τα ’χω πάρει στο κρανίο με τον ίδιο μου τον εαυτό γιατί παρά τη δυσχερή μου θέση, ένα κομμάτι μου σκέφτεται πως δεν πρέπει να απογοητεύσω το κοινό. Τότε ακούγεται το πρώτο μαχαίρι να σκίζει τον αέρα και να καρφώνεται με πάταγο δίπλα από το αριστερό μου αφτί. Παγώνω.

 

Αν ένας πανταχού παρών και τα πάντα γνωρίζων αφηγητής τούς έβλεπε από ψηλά να παίρνουν, αργά το βράδυ πλέον, τις στροφές στον επαρχιακό δρόμο, μέσα στο λαχανί Πεζό 307, θα έλεγε με ύφος φωτεινού παντογνώστη: «Εκείνος οδηγούσε χαμένος στις σκέψεις του την ώρα που ο πατέρας του, από τη θέση του συνοδηγού, μιλούσε με τα παιδιά στο πίσω κάθισμα. Ξελιγωμένοι στα γέλια και οι τρεις, περιέγραφαν με απίστευτο κέφι, ξανά και ξανά, σκηνές από το απογευματινό θέαμα».

 

Στα πεντακόσια μέτρα από το χωριό δεν αντέχω. Γυρίζω όλος νεύρα προς τον πατέρα μου και, στα όρια της απελπισίας, του λέω: «Καλά δεν ντρέπεσαι; Οι μαλάκες στο τσίρκο παραλίγο να με κάνουν φέτες με τα μαχαίρια που μου πετούσαν κι εσύ χασκογελάς;». «Ποιος πετούσε μαχαίρια, αγόρι μου, κάτι κουζινομάχαιρα της κακιάς ώρας ήταν που τα κάρφωνε κάποιος από μηδέν απόσταση. Μην υπερβάλλουμε κιόλας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου