Κοιτάξτε πώς η κούραση νικάει τη σκέψη
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Πόσες
γλώσσες μιλάς;
Τρεις.
Πόσους
νεκρούς έχεις δει στη ζωή σου;
Τρεις.
Πόσοι
μένουν στο σπίτι σου;
Τρεις.
Πόσες
φορές προσπάθησες να κόψεις το κάπνισμα;
Τρεις.
Πόσοι
ήταν οι Nirvana;
Τρεις.
Πόσους
δίσκους αγόρασες τα τελευταία έξι χρόνια;
Τρεις.
Πόσα
πνευμόνια έχεις;
Δύο.
Ξέρεις
τι κάνει η τράπεζα με τα χρήματά σου;
Όχι.
Πιστεύεις
ότι τα παιδιά είναι αθώα;
Όχι.
Όταν
βλέπεις έναν αστυνομικό νιώθεις ασφάλεια;
Όχι.
Πιστεύεις
ότι η τιμωρία είναι ένας καλός τρόπος για μην ξανακάνει κανείς κακές πράξεις;
Όχι.
Γεννήθηκες
με καισαρική;
Όχι.
Ξέρεις
ποιος ήταν ο σκηνοθέτης του Όσα παίρνει ο
άνεμος;
Όχι.
Θα
πήγαινες να ζήσεις στο Ισραήλ;
Δεν
ξέρω.
Πώς
βλέπεις το μέλλον σου;
Δεν
ξέρω.
Κοιτάς
τον άλλον στα μάτια όταν του μιλάς;
Δεν
ξέρω.
Γίνεται
να ανήκεις στην άκρα αριστερά και να έχεις πολλά χρήματα;
Δεν
ξέρω.
Ποια
είναι η μεγαλύτερη λίμνη στον κόσμο;
Δεν
ξέρω.
Ποια
είναι η πιο εξαπλωμένη ανθρώπινη φυλή;
Δεν
ξέρω.
Η
πρωτεύουσα της Μαδαγασκάρης;
Δεν
ξέρω.
Η
πρωτεύουσα της Λιθουανίας;
Δεν
ξέρω.
Η
πρωτεύουσα της Νέας Ζηλανδίας;
Δεν
ξέρω.
Η
πρωτεύουσα του Μπουτάν;
Δεν
ξέρω.
Η
πρωτεύουσα της Ανγκόλας;
Δεν
ξέρω.
Ποιος
έχει κάνει περισσότερες γραμμές στη ζωή του: ο Τζάκσον Πόλοκ ή ο Χάιμε ντε Μαριτσαλάρ;
Δεν
ξέρω.
Μια
ταινία τρόμου μπορεί να υπάρξει χωρίς μουσική τρόμου;
Δεν
ξέρω.
Το ότι
η Λάουρα Παουζίνι, ο Νεκ ή ο Έρος Ραμαζότι τραγουδούν τα τραγούδια τους στα
ισπανικά, σημαίνει ότι στοχεύουν να γίνουν διεθνές προϊόν;
Ναι.
Και το
ότι η Αμάια Μοντέρο, o Ντάνι Μαρτίν και οι Αμαράλ τραγουδούν τα τραγούδια τους
και στα καταλανικά, αυτό τι σημαίνει;
Δεν
ξέρω.
Το ότι
στην Ισπανία συνδέουν το ποδόσφαιρο με τους δεξιούς και το μπάσκετ με τους
λιγάκι πιο αριστερούς, έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Γκαρμπαχόσα, ο Ρούντι,
ο Καλδερόν, ο Ναβάρο και ο Πάου Γκασόλ έχουν μούσι, ενώ ο Στόικοφ, ο
Μιγιατόβιτς, ο Καμινέρο, o Κριστιάνο Ρονάλντο, ο Γκούτι ή ο Πικέ έχουν μαλλί με
ζελέ;
Δεν
ξέρω.
Πιστεύεις
ότι μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως η αισθητική ενός έργου τέχνης σχετίζεται με την εξωτερική εμφάνιση του
καλλιτέχνη;
Ναι.
Θεωρείς
τον εσωτερισμό ένα αμφιλεγόμενο πεδίο;
Ναι.
Θεωρείς
τον εσωτερισμό ως κάτι αμφιλεγόμενο, όμως σου ρίχνουν τα χαρτιά, το Ι-Τσινγκ ή
διαβάζεις το ωροσκόπιο και σκέφτεσαι «ωχ, με ’πιασαν στα πράσα»;
Ναι.
Μπορεί
να ισχυριστεί κανείς ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν την τέχνη για να μιλήσουν
για τη ζωή τους «όπως μπορούν», ενώ οι άντρες χρησιμοποιούν την τέχνη για να
μιλήσουν για τον κόσμο «όπως μπορούν»;
Ναι.
Θα
μπορούσαμε να πούμε ότι ένα καλό κούρεμα είναι μια πρώτη προσέγγιση σε μια
αλλαγή ζωής;
Ναι.
Πιστεύεις
στην αγάπη;
Ναι.
Πιστεύεις
στην παντοτινή αγάπη;
Ναι.
Πιστεύεις στην παντοτινή αγάπη για μια ολόκληρη ζωή αλλά
μοιρασμένη σε διάφορα άτομα κατά τη διάρκεια της ζωής;
Ναι.
Μπορείς να αγαπάς και να μισείς ένα
μέρος ταυτόχρονα;
Ναι.
Πιστεύεις ότι ένα κατοικίδιο μπορεί να
είναι αντίδοτο για τη μοναξιά;
Ναι.
Αληθεύει ότι στις 7 Αυγούστου του 2009,
αφού είδες το σωσία του Μάικλ Τζάκσον, το σωσία του Χαλκ Χόγκαν και τη Μαρία
Χεσούς με το ακορντεόν της να τρώνε μαζί χάμπουργκερ, είπες τη φράση: «Το
Μπενιδόρμ είναι ό,τι πιο κοντινό στον παράδεισο»;
Ναι.
Θυμάσαι την ταινία Τα σαγόνια του καρχαρία κάθε φορά που κάνεις μπάνιο στη θάλασσα;
Ναι.
Στα πρώτα σου μεθύσια ανακάτευες
ουίσκι, μπύρα, ρούμι και σαγκρία;
Ναι.
Προσευχήθηκες ποτέ τη νύχτα στην
Παναγία να σου κάνει τα μαθήματα για την επόμενη μέρα;
Ναι.
Γιατί όταν κάποιος ορκίζεται,
αμφιβάλλεις ακόμα περισσότερο γι’ αυτόν;
Γιατί έτσι.
Γιατί στο σχόλασμα τα παιδιά εκπέμπουν
περισσότερη αλήθεια απ’ ότι σε οποιοδήποτε άλλο σκηνικό;
Γιατί έτσι.
Γιατί όλος ο κόσμος παρατάει τη
γυμναστική στα 15 του για να ξεκινήσει το κάπνισμα και το ποτό;
Γιατί έτσι.
Γιατί ο Χριστός έκανε τρεις μέρες να
αναστηθεί και όχι δύο μέρες ή ένα βράδυ;
Γιατί έτσι.
Γιατί λέει κάποιος σε μια σχέση
«χρειαζόμαστε λίγο χρόνο χώρια» όταν εννοεί «μέσα σ’ ένα μήνα πηδάμε ό,τι
κινείται»;
Γιατί έτσι.
Γιατί έχουμε την τάση να υπακούμε;
Γιατί έτσι.
Γιατί;
Χέστα.
Μπορείς να μου περιγράψεις το πρώτο σου
φιλί;
Χέστα.
Τι πιστεύεις για την οικονομία της
ελεύθερης αγοράς;
Χέστα.
Πέτρα,
ψαλίδι ή χαρτί;
Χέστα.
Κρέας ή ψάρι;
Χέστα.
Ποια λέξη σου έρχεται στο μυαλό όταν
θυμάσαι την τελευταία ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ;
Χέστα.
Γιατί υπάρχουν απαίσιοι πίνακες μεγάλης
οικονομικής αξίας;
Πώς;
Έχεις σιγοτραγουδήσει το «I’m singing in the rain» μια βροχερή
μέρα;
Πώς;
Νιώθεις σύγχρονος;
Πώς;
Τι σου φέρνει στο νου η εικόνα τριών
ανθρώπων που συνοδεύουν έναν παράλυτο στο προσκύνημα της Παναγιάς της Λούρδης;
Πώς;
Υπάρχει κάτι στο παρελθόν σου για το
οποίο ντρέπεσαι πολύ;
Φυσικά.
Έχεις σκεφτεί ποτέ να φύγεις από τη
χώρα σου;
Φυσικά.
Τρως με την οικογένειά σου τα
Χριστούγεννα;
Φυσικά.
Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η υψηλή
κουζίνα του Φεράν Αντριά είναι σε επίπεδο «γαστρονομικής τέχνης» μια σπέκουλα;
Φυσικά.
Θα σου άρεσε να αλλάξεις φύλο έστω και
για λίγο;
Φυσικά.
Περνάς περισσότερο χρόνο μπροστά σ’
έναν υπολογιστή απ’ ότι σ’ ένα βιβλίο;
Φυσικά.
Σου αρέσει ο Σοπέν;
Φυσικά.
Θέλεις να ακούσουμε κάτι από Σοπέν;
Φυσικά.
Λοιπόν, βάλε μουσική.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Θα ήθελα να σε ρωτήσω μερικά
πράγματα, να μου πεις την άποψή σου. Πώς θα όριζες την αγάπη μεταξύ δύο ατόμων;
Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα που μπορεί να οριστεί μόνο ως όλα τα συναισθήματα
που υπάρχουν, αλλά συνυπάρχοντας: είναι αντιφατικό, συγκεχυμένο και υπερβολικό.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι όλες οι αποχρώσεις του συναισθηματικού σύμπαντος
είναι εκεί μέσα, στην αγάπη. Επιπλέον, αγάπη είναι να προβάλλεσαι κατά τρόπο
αγνό και σκληρό στον άλλο και, σταδιακά, να αρχίζεις να ξεχνάς τον εαυτό σου.
Και εκεί είναι που αρχίζει το θεαματικό και το τραγικό της αγάπης.
Ποια είναι η γνώμη σου σχετικά
με την αφηρημένη ζωγραφική και τη διακοσμητική τέχνη;
Η αφηρημένη ζωγραφική δεν υπάρχει αφού όλες οι ζωγραφικές είναι αφηρημένες·
το να ζωγραφίσεις, για παράδειγμα, ένα δέντρο, σημαίνει ότι μεταφέρεις στον
καμβά, με τρόπο απολύτως τεχνητό, μια εικόνα που έχεις στο μυαλό σου. Γι’ αυτό
λέω ότι η αφηρημένη ζωγραφική είναι ένας απλός μηχανισμός τάνυσης των εννοιών
στον οποίο έχει συνεισφέρει η αναπαραστατική τέχνη. Από την άλλη, συν τω χρόνω,
έχει διαπιστωθεί πως ο πολίτης-θεατής, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της
τέχνης, προσλαμβάνει την αφηρημένη ζωγραφική απλώς ως «μ’ αρέσει πολύ αυτός ο μπλε
πίνακας γιατί πάει με τις κουρτίνες μου». Αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι ότι
σήμερα η αφαίρεση θέτει υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη της αλήθειας της μορφής με
τον πιο επικίνδυνο τρόπο. Εξηγούμαι: ένα δέντρο ζωγραφισμένο σε κάποιον πίνακα
είναι τελικά πολύ πιο οικείο από έναν ολόλευκο καμβά με μια μαύρη γραμμή, αν
και, όπως προείπα, είναι και τα δύο το ίδιο αφηρημένα. Αλλά το ζωγραφισμένο
δέντρο είναι τελικά πιο οικείο και ταυτόχρονα πιο επικίνδυνο για τον εγκέφαλο ο
οποίος πιστεύει πως αυτό το ζωγραφισμένο δέντρο είναι πιο αληθινό από τη μαύρη
γραμμή.
Υπάρχει κάτι που να σου
φαίνεται ακόμα εξωτικό;
Κοίτα, τις προάλλες βρέθηκα σ’ ένα τραπέζι με άτομα που δεν γνώριζα και
αρχίσαμε να μιλάμε για τις καταβολές και την καταγωγή του καθενός. Και ένας
τύπος πολύ συμπαθητικός μάς είπε πως η μητέρα του ήταν Γαλλίδα από την Προβάνς,
γιατί στη Γαλλία τα πάντα είναι «προβάνς» εκτός από το Παρίσι. Και μας είπε ότι
ο πατέρας του ήταν Καταλανός από το Πορτμπόου και ότι είχε ένα φορτηγό
αυτοκίνητο και πηγαινέλα με τα
εμπορεύματα γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν. Και μετά μια πολύ όμορφη κοπέλα μάς
είπε ότι ο πατέρας της ήταν από τη Μούρθια και έψαχνε δουλειά, και η μητέρα της
ήταν από τη Ριόχα και είχε δουλειά να δώσει. Και μια άλλη κοπέλα, πιο
λιγομίλητη αλλά πολύ ευχάριστη, μας είπε πως ο πατέρας της και η μητέρα της
γνωρίστηκαν γιατί η μητέρα της ήταν από τη Μάλαγα και πήγε να εργαστεί σ’ ένα
τεράστιο αγρόκτημα στο Μπαρακάλδο, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, και τελικά
παντρεύτηκε μ’ έναν από τους γιους του αφεντικού στο Μπαρακάλδο.
Και όταν ήρθε η σειρά μου
να πω από πού ήμουν εγώ, συνειδητοποίησα ένα πράγμα: όλα μα όλα τα άτομα στο
τραπέζι είχαν έρθει στον κόσμο από γονείς σε κοντραπούντο· από πατεράδες ή
μανάδες που κατέφθαναν σ’ έναν τόπο που δεν ήταν ο δικός τους, σ’ έναν τόπο
προσωρινό τον οποίο ήλπιζαν να εγκαταλείψουν το συντομότερο προκειμένου να
επιστρέψουν στον τόπο καταγωγής τους. Αλλά τότε συμβαίνει αυτό που είναι γνωστό
ως «ερωτεύομαι τρελά έναν ντόπιο». Και αυτά τα άτομα που ερωτεύτηκαν μια μέρα
σ’ έναν τόπο προσωρινό και που σκόπευαν αρχικά να αφήσουν το συντομότερο αυτόν
τον προσωρινό τόπο, αυτά τα άτομα, αντίθετα με όσα σκόπευαν να κάνουν αρχικά, αποφασίζουν
να μείνουν και να κάνουν να γεννηθεί κάποιο
άλλο άτομο σε εκείνο τον προσωρινό τόπο. Και τότε αυτό το άλλο άτομο που
γεννιέται, ύστερα από 30 χρόνια, καθώς τρώει με αγνώστους, λέει: «Εγώ γεννήθηκα
στο τάδε μέρος, αλλά ο πατέρας μου είναι από εκεί και η μητέρα μου από εκεί.
Και στις διακοπές πηγαίναμε να δούμε τους παππούδες στο τάδε μέρος και τους άλλους
παππούδες στο δείνα». Και τότε, τρώγοντας στο τραπέζι με τους αγνώστους, παιδιά
ο καθένας και η καθεμία του πατέρα του και της μητέρας του, κοιτάζω και
σκέφτομαι ότι η απόσταση ανάμεσα στο σπίτι που γεννήθηκε ο πατέρας μου και το
σπίτι που γεννήθηκε η μητέρα μου είναι μόλις 10 λεπτά ή 5 στενά. 10 λεπτά ή 5
στενά, εξαρτάται πώς θέλει να το δει ο καθένας.
Και επειδή μ’ έχεις ρωτήσει αν υπάρχει κάτι που να μου
φαίνεται ακόμα εξωτικό, σου εξομολογούμαι ότι εκείνη τη βραδιά εγώ ήμουν ό,τι
πιο εξωτικό υπήρχε στο τραπέζι.
Και τώρα μπορείς να μου κάνεις μια εξομολόγηση;
Ναι. Σήμερα είναι πολύ
πιο ελκυστικό, είναι πολύ πιο πρωτότυπο, πολύ πιο διασκεδαστικό, πιο παράτολμο,
πιο αυθεντικό να περάσεις τη νύχτα στην πόλη σου με μια πολύ προικισμένη
τρανσέξουαλ από το να πας ένα ταξίδι για τρεις μήνες στην Ινδία, να περπατήσεις
στο Σινικό Τείχος, να κολυμπήσεις στις παραλίες της Καραϊβικής, να πετάξεις
πάνω από την Παταγονία, να ταξιδέψεις με βανάκι στο Μαρόκο ή να νοικιάσεις ένα
θαλάσσιο ποδήλατο στην Κροατία. Σήμερα είναι πολύ πιο ελκυστικό, είναι πολύ πιο
πρωτότυπο, πιο παράτολμο και, πάνω απ’ όλα, πιο αυθεντικό να περάσεις τη νύχτα
στην πόλη σου με μια πολύ προικισμένη τρανσέξουαλ από το να γυρίσεις τον κόσμο
για να αποκτήσεις φωτογραφικές εμπειρίες σε χώρες κυριολεκτικά κατεστραμμένες.
Πολύ καλά. Και
μπορείς να μου πεις ένα χαρακτηριστικό της Ισπανίας;
Ναι. Ο φασισμός στη
Γερμανία, ο Εθνικοσοσιαλισμός του Χίτλερ, κράτησε από το 1933 ως το 1945.
Κράτησε 12 χρόνια. Ο φασισμός στην Ιταλία, το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα του
Μπενίτο Μουσολίνι, κράτησε από το 1922 ως το 1943. Κράτησε 21 χρόνια. Ο
φασισμός στη Ρουμανία με τη Σιδηρά Φρουρά του Αντονέσκου κράτησε από το 1940 ως
το 1945. Κράτησε 5 χρόνια. Ο φασισμός στη Βουλγαρία του βασιλιά Μπόρις του
Τρίτου αυτοπροσώπως, με τον πρωθυπουργό και στρατιωτικό Γκεόργκι Κιοσεϊβάνωφ,
κράτησε από το 1935 ως το 1944. Κράτησε 9 χρόνια. Στη Σλοβακία, από το 1939 ως
το 1944, για 5 χρόνια, επέβαλαν το φασισμό ο καθολικός ιερέας Γιόζεφ Τίσο και ο
Αντρέι Χλίνκα του κόμματος Εθνικής Ενότητας. Η Σουηδία, η Ιρλανδία και η
Ελβετία δεν είχαν φασιστικά καθεστώτα και έμειναν ουδέτερες κατά τη διάρκεια
του πολέμου. Ούτε η Αγγλία είχε ποτέ μια δικτατορία καθαρά φασιστική στην
Κυβέρνηση. Στο Βέλγιο, ο φιλο-ναζιστικός ρεξισμός κράτησε όσο κράτησε η
συνεργασία με τους Γερμανούς στον πόλεμο, από το 1940 ως το 1945. Κράτησε 5
χρόνια. Στην Ολλανδία, το Εθνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα των Κάτω Χωρών, έτσι
λεγόταν το φασιστικό κόμμα, κράτησε όσο κράτησε η συνεργασία με τους ναζί από
το 1940 ως το 1945. Κράτησε 5 χρόνια. Η Φινλανδία, η Δανία, η Εσθονία, η
Λετονία και η Πολωνία δεν είχαν κυβερνήσεις καθαρά φασιστικές πριν από τον
πόλεμο.
Ο
φασισμός στην Ελλάδα, με τον στρατηγό Ιωάννη Μεταξά και τον Τρίτο Ελληνικό
Πολιτισμό, κράτησε από το 1936 ως το 1941. Κράτησε 5 χρόνια. Ο φασισμός στην
Ουγγαρία με τον Φέρεντς Σάλασι και το κόμμα του, τα Σταυρωτά Βέλη, κράτησε από
το 1944 ως το 1945. Κράτησε μόλις 1 χρόνο. Ήταν σαν μια μικρούλα δοκιμή
φασισμού. Η Νορβηγία και η Γαλλία όπως η Ολλανδία και το Βέλγιο, εξαιτίας της
ναζιστικής κατοχής είχαν φασιστικές κυβερνήσεις που συνεργάστηκαν με τους ναζί.
Φασιστικές κυβερνήσεις πενταετίας. Ένα γευσιγνωστικό μενού, για να δουν αν τους
ενδιέφερε. Έρχεται ένας μάρτυρας του Ιεχωβά στο σπίτι σου, σου κάνει ένα μικρό
κήρυγμα περί Θεού, σου μιλάει γι’ αυτό που θέλει να σου πουλήσει και γυρίζει
σπίτι του ήρεμος, κι εσύ δεν έχεις αγοράσει απ’ αυτόν απολύτως τίποτα. Έτσι και
οι φασίστες στην Ευρώπη, σου θρονιάζονται σε μια χώρα για 5 χρόνια, σε πρήζουν
με τα δικά τους κι ύστερα, αν δεν ενδιαφέρεσαι, τους πετάς από το σπίτι σου.
Λοιπόν,
γιατί σου τα λέω όλα αυτά; Προς τι όλη αυτή η ιστορία με τις χώρες και τις
ημερομηνίες; Για να δω αν το πιάνεις. Κανείς δεν επιζεί από ένα καρκίνο επί 40
χρόνια. Κανένας. Μετά από 40 χρόνια με καρκίνο, αν επιζήσει κανείς, ζει άσχημα.
Κι αυτό το ξέρουν μέχρι και οι πέτρες, όπως έλεγε η γιαγιά μου. Ο δικός μας, ο δικός
μας φασισμός, κράτησε 40 χρόνια. Ο φασισμός στην Ισπανία κράτησε 40 χρόνια.
Ούτε 5 χρόνια, ούτε 12 χρόνια. Δεν ήταν μια μπυρίτσα και ένα σάντουιτς για πρόχειρο
φαγητό. Ήταν πλήρες γεύμα… φακές με τσορίθο για πρώτο πιάτο, μοσχάρι και
πατάτες μέσα στο λάδι για δεύτερο πιάτο, κι άφθονη σαλάτα, και κρασί με
γκαζόζα, και χαμόν και ελβετικά τυριά, και καλό ψωμί, και κρέμα καταλάνα, και
νερό για να μην λιγώνεσαι, και καφές με baileys, και
χαρτιά ή ντόμινο μετά το φαγητό, και λικέρ, κι άλλος καφές, και δύο σοκολατάκια
με ποτό από αυτά τα ξινούτσικα, κι ένα τζιν τόνικ, κι άλλο τζιν τόνικ λίγο πιο
δυνατό. Ο δικός μας φασισμός, ο ισπανικός, ήταν ένα γεύμα από εκείνα που αφού
έχεις περάσει πέντε ώρες τρώγοντας, πίνοντας και συζητώντας, πας σπίτι σου καλό
απόγευμα, σχεδόν βράδυ για να κοιμηθείς γιατί δεν καταλαβαίνεις τι σου γίνεται.
Για να δω αν το πιάνεις. 40 χρόνια χριστιανικής εκπαίδευσης, με στρατιωτικούς
στους δρόμους, με απογοητευμένες γυναίκες, με την άγνοια να κυριαρχεί, με έναν
καθολικισμό ξεθυμασμένο. 40 χρόνια. Και το γράφω με αριθμούς για να φαίνεται
περισσότερο.
Είναι
ξεκάθαρο ότι κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για όλα αυτά, αλλά επίσης είναι
ξεκάθαρο ότι όλα αυτά μας έχουν στιγματίσει. Έτσι, αποδεχόμενοι ότι
προερχόμαστε από έναν υπερ-καρκίνο 40 ετών, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα
τη σύγχρονη μεταδικτατορική ισπανική πολιτική μας κατάσταση και έτσι, λέω,
μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την καταστροφική, ολέθρια και μοιραία
εκατόμβη της μετά-Φράνκο εποχής στην οποία είμαστε βυθισμένοι, και τις άμεσες
συνέπειές της και έτσι να μπορέσουμε, κάποια μέρα, να ξεκινήσουμε από την αρχή.
Οι Καταλανοί θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους όλων. Οι
Βάσκοι κρύβονται πίσω από βουνά και μπαλακλάβες. Οι Βαλενθιάνοι είναι ό,τι πιο
ακραίο έχει δει ποτέ κανείς. Οι κάτοικοι των Καναρίων νήσων είναι πρώην
Αφρικανοί. Οι Μαδριλένοι έπαψαν να υπάρχουν εδώ και χρόνια. Οι Γαλικιανοί δεν
ξέρουν από πού τους έρχονται οι μπόρες. Κανείς δεν ξέρει να τοποθετήσει τη Λα
Ριόχα στο χάρτη. Στην Αστούριας και την Καντάμπρια ζουν όπως προ Χριστού. Οι
κάτοικοι της Μαγιόρκα μιλάνε σαν να είναι όλη τη μέρα μπουκωμένοι με γλυκά. Η
Αραγονία είναι η έρημος που χωρίζει τη Μαδρίτη από τη Βαρκελώνη. Ξέρει κανείς
τι πάει να πει Καστίγια-Λεόν και τι Καστίγια Λα Μάντσα; Είναι ντροπή να πεις
ότι είσαι από την Εξτρεμαδούρα ή τη Μούρθια. Οι Ανδαλουσιανοί… κοίτα… άσ’ τους
εκεί κάτω και ίσως καταλάβουν κάτι. Αλλά… πώς να μην είμαστε όλοι λίγο τρελοί
μετά από 40 χρόνια άσπρο - μαύρο;
Τι σου έρχεται στο μυαλό με τη λέξη Λονδίνο;
Δεν ξέρω κανέναν που να έχει
πάει να ζήσει κάποιο διάστημα στο Λονδίνο από χαρά.
Κανέναν.
Το
Λονδίνο είναι ένας κάδος αποτυχιών.
London calling.
Αυτός
που έχασε κάποιον δικό του πάει στο Λονδίνο.
Αυτός
που δεν βρίσκει δουλειά εδώ πάει στο Λονδίνο.
Αυτός
που τον παράτησε ο σύντροφός του πάει στο Λονδίνο.
Αυτός
που είναι άχρηστος και ο πατέρας του δεν ξέρει τι να τον κάνει πάει στο
Λονδίνο.
Αυτός
που απλώς έχει κάποιες αποταμιεύσεις και βαριέται, πάει για μια περίοδο στο
Λονδίνο.
London calling.
Όλα
αυτά τα προπλάσματα αποτυχίας ταξιδεύουν στο Λονδίνο για να ψηθούν και να
μετατραπούν σε ολοκληρωμένα γλυπτά αποτυχίας.
Γιατί
το να πας στο Λονδίνο ισοδυναμεί με την αποτυχία.
Και
κανείς δεν ξεφεύγει ζωντανός από αυτό τον κανόνα.
Κανένας.
Κυρίως
γιατί οι Άγγλοι είναι αυτοί που ασκούν τον πιο κτηνώδη προστατευτισμό του
κόσμου.
Κανείς
μελαχρινός και με όρεξη για ζωή δεν θα καταφέρει τίποτα παραπάνω στο Λονδίνο
από το να περπατήσει πολύ, να κρυώσει, να πιει ακριβά, να κοιμηθεί άσχημα και
να φάει χειρότερα.
London calling.
Το
κάλεσμα του Λονδίνου.
Και
όσοι το έχουν ζήσει και το ξέρουν, δεν αργούν να φτιάξουν βαλίτσες, να
επιστρέψουν σπίτι τους, να δουλέψουν πέντε μήνες σε μια καφετέρια-παγωτατζίδικο
κατά τη θερινή περίοδο και μετά να δοκιμάσουν την τύχη τους στο Βερολίνο, που
μετατρέπεται σε Λονδίνο αλλά του 21ου αιώνα.
Πρώτα
ήταν το Παρίσι, μετά το Λονδίνο και τώρα το Βερολίνο.
Και
πάει λέγοντας.
Λονδίνο
calling.
Βερολίνο
calling.
Και τώρα μπορείς να μου μιλήσεις για κάτι που να μην έχει
καμία σχέση με όσα έχεις πει;
Φυσικά. Θα σου μιλήσω
για την αρχαιολογία. Η αρχαιολογία είναι σημαντική γιατί μελετάει τον υλικό
πολιτισμό κοινωνιών που έχουν εξαφανιστεί. Η αρχαιολογία είναι σημαντική γιατί
ανακαλύπτει πώς ζούσε ο κόσμος παλιά, πολύ παλιά. Η αρχαιολογία είναι σημαντική
γιατί χάρη σ’ αυτή γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι με αξιώματα ζούσαν πάντα σε
σπίτια πιο μεγάλα από τον υπόλοιπο κόσμο, ότι οι θεοί δεν ήταν πάντα φτιαγμένοι
κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του ανθρώπου, ότι στην αρχαιότητα οι γυναίκες
φανέρωναν το στήθος τους χωρίς καμία αιδώ, ότι στα παιδιά πάντα άρεσε να έχουν
παιχνίδια και στους ενήλικες κοσμήματα. Ακόμη η αρχαιολογία ανακαλύπτει ότι ο
ευκατάστατος κόσμος ξόδευε πάρα πολλά χρήματα για τους νεκρούς του και οι
υπόλοιποι όσα μπορούσαν. Εν κατακλείδι,
η αρχαιολογία χρησιμεύει για να δούμε ότι οι έγνοιες είναι πάντα οι ίδιες.
Και
κάτι ακόμα, η αρχαιολογία είναι σημαντική γιατί βοηθάει στο πηγαινέλα των
τουριστών σε ορισμένες χώρες οι οποίες αν δεν συνέβαινε αυτό, δεν ξέρω πώς θα
τα έβγαζαν πέρα.
Εντάξει. Και τι θα
μπορούσες να μου πεις για τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην ιδέα της
«οικογένειας» και την ιδέα του «άλμπουμ με χαρτάκια»;
Tο έχω σκεφτεί πολλές φορές και,
πράγματι, υπάρχει μια σχέση. Η οικογενειακή τραγωδία είναι ένα επαναλαμβανόμενο
χαρτάκι σ’ ένα «άλμπουμ με χαρτάκια». Η οικογένεια είναι, σε μικρογραφία, η
αναπαράσταση της καταστροφής του κόσμου. Σε όλες τις οικογένειες
επαναλαμβάνονται πάντα οι ίδιες τραγωδίες. Και αυτός είναι ένας ισχυρισμός που
ήδη έχει συζητηθεί πολλές φορές και το
πιο εκπληκτικό είναι ότι το ξέρει όλος ο κόσμος. Αλλά δώσ’ του πάλι από την
αρχή, επαναλαμβανόμαστε όπως τα
«χαρτάκια». Θα σου πω όλα τα «χαρτάκια» που
συμπληρώνουν το άλμπουμ. Η συλλογή από χαρτάκια:
Χαρτάκι νούμερο 1: σε όλες
τις οικογένειες υπάρχει μια αυτοκτονία.
Χαρτάκι
νούμερο 2: σε όλες τις οικογένειες υπάρχουν δύο περιπτώσεις καρκίνου.
Χαρτάκι
νούμερο 3: σε όλες τις οικογένειες υπάρχει μια σεξουαλική κακοποίηση.
Χαρτάκι
νούμερο 4: σε όλες τις οικογένειες υπάρχουν δύο με τρεις περιπτώσεις προβλημάτων
με αλκοόλ.
Χαρτάκι
νούμερο 5: σε όλες τις οικογένειες υπήρξε, και το κρύβουν, μια περίπτωση
οικογενειακής βίας.
Χαρτάκι
νούμερο 6: σε όλες τις οικογένειες υπάρχει κάποιος που σπαταλάει χρήματα σε
πουτάνες.
Χαρτάκι
νούμερο 7: σε όλες τις οικογένειες υπάρχει ένας ομοφυλόφιλος που δεν εκδηλώνεται.
Χαρτάκι
νούμερο 8: σε όλες τις οικογένειες υπάρχουν πράγματα που είναι καλύτερο να μην
μαθευτούν ποτέ.
Και
όλα αυτά, όλα αυτά δημιουργούν μια φανταστική τοιχογραφία. Είναι πιθανό να
έχεις κάποια απ’ αυτά τα χαρτάκια. Αλλά επίσης είναι πιθανό να έχεις κάποια απ’
αυτά διπλά και τριπλά και να ψάχνεις κάποιον για να τα ανταλλάξεις. Είναι
πιθανό εδώ και λίγο καιρό να έχεις αρχίσει να μαζεύεις χαρτάκια για το άλμπουμ.
Είναι πιθανό εδώ και λίγο καιρό να ξέρεις ότι σου έχει δοθεί ένα άλμπουμ και
ότι κάθε οικογένεια συμπληρώνει ένα τέτοιο άλμπουμ με χαρτάκια. Είναι πιθανό να
έχεις ήδη συμπληρώσει ολόκληρο το άλμπουμ. Όταν κάποιος έχει συμπληρώσει
ολόκληρο το άλμπουμ έχει ήδη κερδίσει το παιχνίδι. Έχει κερδίσει το παιχνίδι.
Μπορείς να μου πεις κάτι για την ευτυχία;
Μπορείς να μου διηγηθείς κάτι που να έχει σχέση με το μίσος;
Μπορείς να μου πεις κάτι που να έχει σχέση με τα βουνά;
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
Ξαφνικά, ανακαλύπτει
κάποιος στα 14 του ότι μια μέρα είναι κουρασμένος και δεν θέλει να βγει από το
σπίτι. Εκείνη η μέρα, η μέρα που κάποιος ανακαλύπτει ότι δεν θέλει να βγει από
το σπίτι επειδή δεν έχει όρεξη, ακόμα κι αν εκείνη τη στιγμή δεν το ξέρει, εκείνη
η μέρα είναι το τέλος της παιδικής του ηλικίας. Από εκείνη τη μέρα η οποία
έρχεται αιφνιδιαστικά, συνειδητοποιεί
κανείς ότι είναι ζωντανός· και με αυτήν την ίδια ιδέα ότι είναι ζωντανός
του έρχεται η ιδέα ότι πρόκειται να πεθάνει. Και στα 14, αρχίζοντας από εκείνη
την κουρασμένη και φαινομενικά αθώα μέρα, σιγά σιγά εμφανίζονται κι άλλες
κουρασμένες μέρες, και στα 18 κι άλλες κουρασμένες μέρες, και στα 25 κι άλλες
κουρασμένες μέρες, και στα 40 κι άλλες κουρασμένες μέρες. Και τελικά αυτές οι
μέρες της κούρασης εμφανίζονται κάθε βδομάδα σαν τη μούχλα σε φαγητό ξεχασμένο
στο ψυγείο και το καλύπτουν όλο και στην ουσία κάνουν ολόκληρη τη βδομάδα να
σαπίσει. Αυτή η κούραση είναι η πιο μεγάλη ήττα που μπορεί να συμβεί σε
ανθρώπους σαν και μένα στους οποίους, θεωρητικά και κατά τα φαινόμενα, τα
πράγματα τους πάνε καλά. Και δεν εννοώ με όλα αυτά ότι η εμφάνιση της κούρασης
μπορεί να αποφευχθεί. Εννοώ ότι μπορεί κάποιος να το αντιληφθεί εγκαίρως και
ίσως έτσι να αμυνθεί λίγο καλύτερα. Κι αυτό που μια μέρα εμφανίστηκε ξαφνικά
στο κεφάλι ενός παιδιού 14 χρόνων, το οποίο δεν ήξερε να εξηγήσει το γιατί
εκείνη τη μέρα δεν είχε όρεξη να βγει από το σπίτι, να μην μετατραπεί σε διαρκή
θάνατο εν ζωή ενός κουρασμένου ανθρώπου.
Λοιπόν, αυτό που θέλω να
σου πω κατά βάθος με όλες αυτές τις ιδέες, με το Λονδίνο, τα χαρτάκια, την
αγάπη, τις οικογένειες, την αφηρημένη ζωγραφική, τα ταξίδια και τα υπόλοιπα
πράγματα για τα οποία σου μίλησα, αυτό που θέλω να σου πω είναι πως, ακόμα και
αν φαίνονται τυχαίες, ακόμα και αν μοιάζει να έχουν ειπωθεί χωρίς πολλή σκέψη,
ακόμα και αν προκαλούν λίγο γέλιο, ταυτόχρονα πονάνε πολύ. Γιατί η κούραση
πληρώνεται με λάθη. Γιατί όπως πολλοί από τους θανάτους σε αυτοκινητιστικά
δυστυχήματα είναι απλώς απροσεξίες που προκαλούνται από την κούραση του οδηγού,
με τον ίδιο τρόπο, λέω, ότι πολλά από τα λάθη, πολλές λάθος επιλογές,
προκαλούνται από την κούραση με την οποία τα χρόνια επιβαρύνουν το ρυθμό της
ζωής, μετατρέποντας σταδιακά τα πάντα σ’ ένα σωρό από σκατά.
Μπορούμε να θεωρήσουμε την προσέγγιση
ως ολοκληρωμένη;
Το έργο Observen cómo el cansancio derrota al pensamiento γεννήθηκε στις 16 Ιουλίου του 2011 στη La Porta της Βαρκελώνης από την Τάνια Μπεγελέρ, τον Σαβιέρ Μας, τον Αντρέου Μαρτίνεθ, τον Πάμπλο Χισμπέρτ και την κότα Πίνα, όμως ανέβηκε τελικά στη Μαδρίτη στο πλαίσιο του φεστιβάλ SISMO στις 8 Οκτωβρίου του 2011. Συμμετείχαν οι: Τσάλο Τολόθα–Φερνάντεθ, Θέλσο Χιμένεθ, Γκουθμάν Σάντσεθ, Κάρλος Ναβίο, Ρούφο Πλατέρο, Πάμπλο Χισμπέρτ, Τάνια Μπεγελέρ και η Μπάντα «Η Αλεγρία του Μόστολες».
Μπορείτε να παρακολουθήσετε το ανέβασμα του έργου στο Museo de Arte Contemporáneo (MUSAC) της Λεόν στις 11 Απριλίου του 2015 στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://vimeo.com/126359771
Ο Pablo Gisbert γεννήθηκε στο Οντινιέντ της Βαλένθια το 1982. Το 2010, στη Βαρκελώνη, ιδρύει, μαζί με την Τάνια Μπεγελέρ τη θεατρική ομάδα El Conde de Torrefiel [Ο Κόμης του Τορεφιέλ], ένα πρότζεκτ θεάτρου και ζωής που συνδυάζει τις πλαστικές τέχνες με τη σύγχρονη λογοτεχνία.
Η συλλογική μετάφραση του Κοιτάξτε πώς η κούραση νικάει τη σκέψη του
Πάμπλο Χισμπέρτ είναι προϊόν συλλογικής μετάφρασης. Μετέφρασαν οι Ελένη Βότση,
Αναστασία Γιαλαντζή, Μαρία Ζαγγίλη, Εύη Κύρλεση, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος,
Σοφία Φερτάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου