Στο
τρένο
Ο δούκας του Περγαμίνο, μαρκήσιος
της Νουμάνθια, κόμης της Πενιασαρίμπα, σύμβουλος του Οργανισμού Σιδηροδρόμων,
στενού και ευρέως εύρους γραμμών, πρώην Υπουργός Εξωτερικών και Υπερπόντιων
Κτήσεων… είναι πυρ και μανία και ακουμπά με τα χέρια τον ουρανό… της οροφής του
βαγονιού της πρώτης θέσης· κατά τη γνώμη του τον πνίγει το δίκιο. Φανταστείτε
ότι έρχεται από τη Μαδρίτη ολομόναχος, απλωμένος με την άνεσή του σ’ ένα πριβέ
κουπέ, στο οποίο υποχρεώθηκε να αρκεστεί, γιατί δεν υπήρχε στη διάθεσή του,
λόγω της ανικανότητας των εργαζομένων, ούτε βαγόνι με κουκέτες, ούτε κάτι
παρόμοιο. Και τώρα στην καλύτερη στιγμή του ύπνου, μέσα στα μεσάνυχτα, στη μέση
της Καστίλλης, ανοίγουν την πόρτα του κουπέ του και του ζητούν χίλια συγγνώμη…
γιατί πρέπει να ανεχτεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, την παρέα δύο ταξιδιωτών: μιας
γυναίκας μαυροφορεμένης, καλυμμένης με βαρύ βέλο, και ενός υπολοχαγού του
πυροβολικού.
Σε καμία
περίπτωση!!! Δεν χωράνε ευγένειες· ο αριστοκράτης Ισπανός είναι πολύ Εγγλέζος
όταν ταξιδεύει και δεν καταλαβαίνει από μεσαιωνικές αβρότητες: υπερασπίζεται το
home του κουπέ του ούτε λίγο ούτε
πολύ με το αθλητικό πνεύμα που έμαθε στο Ήτον, στην Αγγλία, ο ευγενής
καστιλλιάνος δούκας και άγγλος σπουδαστής.
Ένας σύμβουλος,
ένας γερουσιαστής, ένας δούκας, ένας πρώην υπουργός να επιτρέψει να μπουν δύο
άγνωστοι στο κουπέ του, και ενώ προηγουμένως έχει ήδη συμβιβαστεί με το να μην
έχει ιδιωτικό βαγόνι με κουκέτα, το οποίο μάλιστα δικαιούται! Αδύνατον!!! Δεν
μπαίνει ούτε κουνούπι!!!
Η κυρία με τα
μαύρα, ντροπιασμένη, σαστισμένη, επιχειρεί να εξαφανιστεί, να αναζητήσει
καταφύγιο σε οποιοδήποτε άλλο βαγόνι όπου θα ήταν δυνατόν να υπάρχουν ακόμα και
σκυλιά πιο καλότροπα… αλλά ο υπολοχαγός του πυροβολικού τής κλείνει το δρόμο
φράζοντας την έξοδο και με πολλή ηρεμία και καλούς τρόπους, υπερασπίζεται το
δικαίωμα και των δύο.
«Κύριε δεν αρνούμαι
το δικαίωμά σας να διαμαρτύρεστε για τις αβλεψίες του Οργανισμού αλλά εγώ, και
κατά πως φαίνεται αυτή η κυρία επίσης, έχω εισιτήριο πρώτης θέσης. Όλα τα άλλα
κουπέ αυτής της θέσης είναι γεμάτα. Σε αυτό το σταθμό δεν υπάρχει τρόπος να
προστεθούν οχήματα… εδώ υπάρχουν πολλές ελεύθερες θέσεις, άρα εδώ θα
καθίσουμε».
Ο σταθμάρχης
υποστηρίζει δειλά την αξίωση του υπολοχαγού. Ο δούκας κορώνει, ο σταθμάρχης
υποχωρεί… και ο υπολοχαγός φωνάζει έναν υπαρχιφύλακα της Πολιτοφυλακής ο
οποίος, αφού ενημερώνεται για το περιστατικό, εφαρμόζει το στρατιωτικό νόμο
στον κανονισμό λειτουργίας των σιδηροδρόμων και διατάζει όπως η χήρα (αυτός την
αποκαλεί χήρα) και ο υπολοχαγός της παραμείνουν στο κουπέ του δούκα, δίχως να
φέρουν ουδεμίαν ευθύνην σε περίπτωση που ούτος διαμαρτυρηθεί δια εξαπάτησιν
ενώπιον των αρμοδίων υπηρεσιών.
Ο Περγαμίνο διαμαρτύρεται· αλλά
τελικά ηρεμεί σε τέτοιο σημείο που προσφέρει ένα καταπληκτικό πούρο στον
στρατιωτικό, από τον οποίο μόλις έμαθε, τυχαία, ότι πηγαίνει με το εξπρές να
παρουσιαστεί στη μονάδα του που αναχωρεί για την Κούβα.
«Ώστε πηγαίνετε στις Υπερπόντιες Κτήσεις να
υπερασπιστείτε την ακεραιότητα της πατρίδος;»
«Μάλιστα κύριε, στην τελευταία κλήρωση[1],
είχα τύχη βουνό...»
«Γιατί το λέτε αυτό;»
«Αφήνω τη μητέρα μου και τη σύζυγο μου άρρωστες
καθώς και δύο παιδιά κάτω των 5 ετών».
«Όντως, είναι λυπηρό… Αλλά η πατρίδα, η χώρα, η
σημαία!»
«Ναι, φυσικά, κύριε δούκα. Αυτό είναι το πρωτεύον.
Γι’ αυτό πηγαίνω. Αλλά λυπάμαι που αποχωρίζομαι το δευτερεύον. Και εσείς κύριε
δούκα, για πού με το καλό;»
«Εεε, αρχικά στο Μπιαρίτζ, έπειτα στη βόρεια
Γαλλία… αλλά όλα αυτά είναι πολυσύχναστα μέρη· θα διασχίσω το κανάλι και θα
περάσω τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο στη νήσο Γουίτ, μεταξύ Κάουες, Βετνόρ,
Ράιντ και Όσμπορν…»
Η κυρία με τα μαύρα
και το βέλο κάθεται σιωπηλή σε μια γωνία του κουπέ. Ο δούκας δεν της δίνει
σημασία. Αφού ξεφυλλίσει μια εφημερίδα, συνεχίζει την κουβέντα με τον
πυροβολητή, ο οποίος είναι λιγομίλητος.
«Τα πράγματα εκεί είναι πολύ άσχημα. Όταν εγώ,
στην αρχή της υπουργικής μου σταδιοδρομίας, δέχτηκα να αναλάβω το χαρτοφυλάκιο
των Υπερπόντιων Κτήσεων, παθαίνοντας και μαθαίνοντας, πείστηκα ότι πρέπει να
πάρουμε δραστικά μέτρα για τη διοίκηση αυτών των εδαφών, αν θέλουμε να τα
περισώσουμε».
«Και εσείς δεν μπορέσατε να τα πάρετε;»
«Δεν είχα χρόνο.
Ανέλαβα Υπουργός Εξωτερικών, λόγω της αξίας και της προσφοράς μου. Επιπλέον…
υπάρχουν τόσα που πρέπει να γίνουν! Αλλά η ανόητη επανάσταση δεν θα
επικρατήσει! Οι ήρωές μας υπερασπίζονται τις κτήσεις μας σαν λιοντάρια·
κοιτάξτε πόσο μεγαλειώδης είναι ο θάνατος του στρατηγού Θουτάνο… θύμα της
ανδρείας του στην τάδε μάχη… Ο Θουτάνο και ο άλλος γενναίος, ένας λοχαγός… ο λοχαγός… και εγώ δεν ξέρω πόσοι
χάθηκαν εκεί επιδεικνύοντας την ίδια τόλμη και τον ίδιο πατριωτισμό που
επέδειξαν οι πιο ξακουστοί μάρτυρες του πολέμου. Ο Θουτάνο και ο άλλος, εκείνος ο λοχαγός αξίζουν
αγάλματα· χρυσά γράμματα σε αναμνηστική πλάκα στο Κοινοβούλιο… αλλά σε κάθε
περίπτωση η κατάσταση είναι πολύ άσχημη… Δεν έχουμε κρατική διοίκηση… Ώστε
εσείς κατεβαίνετε εδώ για να πάρετε το τρένο που θα σας πάει στο Σανταντέρ; Το
λοιπόν, καλή τύχη, πολλές δάφνες και λίγα τραύματα από σφαίρα… Και αν θέλετε
κάτι από εδώ… ξέρετε εσείς, υπολοχαγέ μου, το καλοκαίρι, στη νήσο Γουίτ:
Κάουες, Ράιντ, Βετνόρ, Όσμπορν…»
Ο δούκας και η
κυρία με τα μαύρα και το βέλο μένουν μόνοι στο κουπέ. Ο πρώην υπουργός
προσπαθεί, με σχετική διακριτικότητα, να πιάσει συζήτηση. Η γυναίκα απαντά
άλλοτε μονολεκτικά και άλλοτε με νοήματα.
Ο δούκας του
Περγαμίνο, απογοητευμένος, βαριέται.
Σε ένα σταθμό, η
μαυροφορεμένη γυναίκα κοιτά με ανυπομονησία από το παράθυρο.
«Εδώ, εδώ!» φωνάζει ξαφνικά· «Φερνάντο, Αντέλα,
εδώ…»
Ένα ζευγάρι, επίσης στα μαύρα, μπαίνει στο κουπέ:
η μαυροφορεμένη γυναίκα του βαγονιού τούς αγκαλιάζει και κλαίει πάνω στο στήθος
της άλλης γυναικάς, πνίγοντας τα αναφιλητά της.
Το τρένο συνεχίζει το ταξίδι του. Αποχαιρετισμός,
ξανά αγκαλιές, κλάμα…
Έμειναν ξανά μόνοι ο δούκας και η κυρία.
Ο Περγαμίνο, πεθαίνοντας από περιέργεια, το
διακινδυνεύει εισερχόμενος στο πεδίο της πιθανής αδιακρισίας. Θέλει να μάθει με
κάθε κόστος την πηγή αυτής της λύπης, την αιτία εκείνου του πένθους… Και
παίρνει, κρύα, ξερή, ειρωνική, μέσα σε λυγμούς, αυτή τη σύντομη απάντηση:
«Είμαι
η χήρα του άλλου… του λοχαγού
Φερνάντεθ».
[1] Στην Ισπανία, επί πολλές
δεκαετίες στρατευόταν, κατόπιν κλήρωσης, το ένα πέμπτο των νέων που ήταν σε
στρατεύσιμη ηλικία (Σ.τ.Μ.).
Ο
Leopoldo Alas, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Clarín,
γεννήθηκε στη Θαμόρα της Καστίλλης το 1852 και απεβίωσε στο Οβιέδο της
Αστούριας το 1901. Μαζί με τον Μπενίτο Πέρεθ Γκαλδός και την Εμίλια Πάρδο
Μπαθάν, θεωρείται από τους σημαντικότερους ισπανούς συγγραφείς του 19ου αιώνα.
Το έργο του ανήκει στο ρεύμα του Ρεαλισμού, ενώ έντονες είναι οι επιρροές που
διακρίνει κανείς από το Νατουραλισμό του Ζολά. Κυριότερο δημιούργημά του είναι
το μυθιστόρημα La Regenta (1884) το οποίο αποτελεί την
κορυφαία έκφραση του ισπανικού ρεαλισμού (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις
Εκδόσεις Αίολος, σε μετάφραση Λένας Φραγκοπούλου) και θεωρείται από τους
κριτικούς της λογοτεχνίας εφάμιλλο της Μαντάμ
Μποβαρύ του Φλωμπέρ· άλλωστε η σύγκριση των δύο μυθιστορημάτων είναι
αναπόφευκτη αφού αμφότερα έχουν ως πρωταγωνίστριες δύο νεαρές μεγαλοαστές που
ασφυκτιούν στο ανδροκρατούμενο επαρχιώτικο περιβάλλον της Ισπανίας και της
Γαλλίας αντίστοιχα των τελών του 19ου αιώνα.
Όσον
αφορά το παρόν διήγημα, ανήκει στη συλλογή διηγημάτων El gallo de Sócrates [O πετεινός του Σωκράτη] που εκδόθηκε το 1901.
Χρονικά, η πλοκή του αφηγήματος τοποθετείται λίγο πριν την εθνική καταστροφή
του 1898, όταν η Ισπανία χάνει τις τελευταίες αποικίες της (Κούβα, Πουέρτο
Ρίκο, Φιλιππίνες), απώλειες που σημαίνουν το τέλος της πάλαι ποτέ κραταιάς
αυτοκρατορίας.
Η
μετάφραση του διηγήματος είναι προϊόν συλλογικής δουλειάς στο πλαίσιο του
μαθήματος «Λογοτεχνική μετάφραση από τα ισπανικά στα ελληνικά» του Τμήματος
Ιταλικής Φιλολογίας του ΑΠΘ. Συμμετείχαν, υπό τη διδασκαλία και καθοδήγηση του
διδάσκοντα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, οι φοιτήτριες Athina Donati, Ιωάννα Μακρινάκη, Alessandra Pesoli, Λίνα Χατζηκυριάκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου