Με τον όρο
καταλανική λογοτεχνία γίνεται αναφορά στο σύνολο των κειμένων που έχουν γραφτεί
στην καταλανική γλώσσα. Η γλώσσα αυτή, εκτός από την Καταλονία, ομιλείται στην
αυτοδιοικούμενη περιφέρεια της Βαλένθια, στις Βαλεαρίδες Νήσους και στη γαλλική
επαρχία της Rousillon (Ρουσιγιόν) και παίρνει αντίστοιχα τα ονόματα valencià, mallorqui και rossellones. Στην ουσία πρόκειται για συγγενείς διαλέκτους με μικρές
φωνητικές αποκλίσεις μεταξύ τους..
Τα πρώτα δείγματα γραφής στην καταλανική γλώσσα ανάγονται στα τέλη του
ενδέκατου ή στις αρχές του δωδέκατου αιώνα με το έργο Homilías de Organyà (Ομιλίας ντε Οργανιά), κείμενο
θρησκευτικού περιεχομένου και αγνώστου συγγραφέα. Ο δέκατος τρίτος και ο
δέκατος τέταρτος είναι οι χρυσοί αιώνες της καταλανικής λογοτεχνίας αφού η
ένωση του βασιλείου της Αραγονίας με την κομητεία της Βαρκελώνης θα δημιουργήσει
την πιο σημαντική πολιτική και στρατιωτική δύναμη της ευρύτερης περιοχής. Το
στέμμα της Αραγονίας, όπως θα ονομαστεί, θα υιοθετήσει τα καταλανικά ως κύρια
γλώσσα επικοινωνίας και θα τη διαδώσει στη Μεσόγειο. Η οικονομική δύναμη και το
γόητρο που απέκτησε το στέμμα αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για την ανάπτυξη
και την άνθιση των καταλανικών γραμμάτων. Τον δέκατο τρίτο αιώνα κυριαρχεί η
μορφή του Ramon
Llull (Ραμόν Λιούλ),
φιλοσόφου, θεολόγου και μοναχού από το νησί της Μαγιόρκα κυριότερα έργα του οποίου είναι τα Vida coetánea
και Arte magna.
Πρόκειται για εμβληματική παρουσία των καταλανικών γραμμάτων, το όνομα του
οποίου θα δοθεί αργότερα στο ομώνυμο Ινστιτούτο, επίσημο φορέα της καταλανικής
γλώσσας και πολιτισμού. O Bernat Metge (Μπερνάτ
Μέτζα) από τη Βαρκελώνη υπήρξε ο συγγραφέας και ποιητής που, τον δέκατο τέταρτο
αιώνα, εισήγαγε καινά δαιμόνια στην καταλανική λογοτεχνία με το κορυφαίο του
ποίημα Lo somni το
1399. Ο δέκατος πέμπτος αιώνας σηματοδοτείται από τη λογοτεχνική δραστηριότητα
του Αusías March (Αουζίας Μάρκ),
ποιητή από τη Βαλένθια ο οποίος θα γράψει στα καταλανικά και θα επηρεάσει
σημαντικά την ισπανική ποίηση της Αναγέννησης. Το 1490 θα εκδοθεί στην Βαλένθια,
στην τοπική διάλεκτο, ένα από τα πιο σημαντικά έργα που έχουν γραφεί σε αυτή τη
γλώσσα αλλά και παγκοσμίως, αναφερόμαστε στο Tirant lo Blanch (Τιράν λο
Μπλανκ). Πρόκειται για ιπποτικό μυθιστόρημα, δημιούργημα του Joanot Martorell (Ζουανότ Μαρτουρέλ) το οποίο
επηρέασε σε μεγάλο βαθμό πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς τόσο στον ισπανικό όσο
και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό λογοτεχνικό χώρο.
Τον δέκατο πέμπτο αιώνα, η ένωση του στέμματος της Αραγονίας με το
βασίλειο της Καστίλης μέσω του γάμου των Καθολικών Βασιλέων, δηλαδή του
Φερδινάνδου με την Ισαβέλλα, το 1469, αποτέλεσε αφορμή για την περιθωριοποίηση
των καταλανικών ως γλώσσα λογοτεχνικής έκφρασης. Η προτίμηση προς τα
καστιλιάνικα είχε ως άμεση συνέπεια τους επόμενους αιώνες τα καταλανικά
γράμματα να γνωρίσουν μια περίοδο παρακμής που θα ξεκινήσει τον δέκατο έκτο
αιώνα και θα διαρκέσει μέχρι και την Renaixença (Ρενασένσα),
την αναγέννηση της καταλανικής κουλτούρας τον δέκατο ένατο αιώνα. Τότε, με
ηγετικές φυσιογνωμίες τον Joan Maragall (Ζουάν
Μαραγάλ), τον Jacint Verdaguer (Ζασίν
Βερδαγκέ), τον Ángel Guimera (Άνζελ
Γκιμερά) και τον Narcís Oller (Ναρσίς Ουλιέ) τα καταλανικά
απέκτησαν ξανά τη δύναμη και την πνοή που είχαν χάσει κατά τους προηγούμενους
αιώνες. Την ίδια περίοδο η καταλανική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε για τα Jocs Florals (Ζοκς Φλουράλς) – ρεσιτάλ
λογοτεχνίας ρωμαϊκής προέλευσης προς τιμή της θεάς Φλώρας. Τα Jocs Florals, οι λογοτεχνικοί αυτοί
«διαγωνισμοί», είχαν λάβει χώρα για πρώτη φορά στην Τουλούζη το 1323 και
καθιερώθηκαν στη Βαρκελώνη το 1393 μετά από προτροπή του Ιωάννη Α′ της
Αραγονίας. Η αναβίωση αυτού του θεσμού απετέλεσε για τους νέους δημιουργούς ένα
επιπλέον κίνητρο για ποιητική δημιουργία στην καταλανική γλώσσα και αναζήτηση
νέων εκφραστικών κωδίκων. Η συγγραφή στα καταλανικά παρουσίασε ραγδαία άνθιση
με ταυτόχρονη αφομοίωση ευρωπαϊκών επιρροών: ρομαντισμός, νατουραλισμός και
άλλα λογοτεχνικά κινήματα. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα ξεχωρίζει ο
μοντερνισμός στα καταλανικά γράμματα και στις αρχές του εικοστού αιώνα οι
περισσότερες καταλανόφωνες περιοχές έρχονται σε επαφή με τα ευρωπαϊκά
πρωτοποριακά κινήματα, με αποκορύφωμα τον σουρεαλισμό. Παρ’ όλα αυτά, το
πραξικόπημα του Πρίμο ντε Ριβέρα το 1923 διέκοψε την ανοιχτή επικοινωνία των
λογοτεχνών με το ευρωπαϊκό πνεύμα.
Ο εμφύλιος ισπανικός πόλεμος (1936-39) και η δικτατορία του Φράνκο (1939-75)
αποδείχθηκαν και αυτοί ανασταλτικοί παράγοντες για την ανάπτυξη, την καθιέρωση
και την επισημοποίηση της λογοτεχνίας
στα καταλανικά αφού για αρκετό διάστημα η έκφραση του πληθυσμού σε γλώσσα
διαφορετική από τα καστιλιάνικα (δηλαδή, τα καταλανικά, τα γαλικιανά και τα
βασκικά) είχε απαγορευτεί. Παρά την απαγόρευση, όμως, κατά τη διάρκεια της
δικτατορίας δεν έπαψαν να κυκλοφορούν βιβλία γραμμένα στα καταλανικά, είτε
παρανόμως από συγγραφείς που επέλεξαν να παραμείνουν στην Καταλονία, είτε από
εκείνους που την εγκατέλειψαν για να αποφύγουν την καταπίεση του φρανκικού
καθεστώτος και εξέδωσαν τα έργα τους στο εξωτερικό.
Κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, λοιπόν, υπήρξαν πολλοί οι λογοτέχνες
που με την δραστηριότητά τους τίμησαν την καταλανόφωνη λογοτεχνία. Ο Carles Riba (Κάρλας Ρίμπα) (1893-1959),
ποιητής και μεταφραστής της Οδύσσειας στα καταλανικά, ο Josep Maria de Sagarra
(Ζουζέπ Μαρία ντε Σαγάρα) (1894-1961) ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, η Μercé Rodoreda (Μερσέ Ρουδουρέδα) (1908-1983) συγγραφέας
με δύο σημαντικά μυθιστορήματα, το La plaça del Diamant
και το Mirall Trencat (το
πρώτο θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί για τον
ισπανικό εμφύλιο πόλεμο), ο Llorenç
Villalonga (Λιουρένς Βιλιαλόνγκα)
(1897-1980) με το έργο του Bearn, οι ποιητές Joan Brossa (Ζουάν Μπρόσσα) (1919-1998) και Joan Vinyoli (Ζουάν Βινιόλι) (1914-1984),
ο Salvador Espriu i Castelló (Σαλβαδό Εσπρίου ι
Καστελιό) πεζογράφος, ποιητής και δραματουργός (1913-1985), ο Pere Calders (Πέρε Καλντές) (1912-1994)
διηγηματογράφος, καθώς και ο Eugeni d’ Ors (Εουζένι ντ’ Ορς) φιλόσοφος
(1881-1954) ο οποίος, λόγω της στενής του σχέσης με το φρανκικό καθεστώς,
αποκήρυξε τα καταλανικά γράφοντας αποκλειστικά στα καστιλιάνικα από το 1939 και
εντεύθεν.
Μετά το 1960, το πολιτιστικό «άνοιγμα» της φρανκοκρατούμενης Ισπανίας θα
επιτρέψει τον επαναπατρισμό αρκετών συγγραφέων που είχαν εξοριστεί από το
καθεστώς, ενώ η έλευση της δημοκρατίας το 1975 σήμανε το τέλος της λογοκρισίας,
την ελευθερία στη διακίνηση των ιδεών και στην έκφραση και, πάνω από όλα, την
ανεμπόδιστη χρήση των καταλανικών στην καθημερινή ζωή. Ως συνέπεια όλων αυτών, η
λογοτεχνία που γράφεται στην καταλανική γλώσσα αρχίζει ξανά να αποκτά σιγά σιγά
το κύρος που είχε σε προηγούμενους αιώνες. Η άνθιση, τόσο σε οικονομικό όσο και
σε πολιτιστικό επίπεδο, που γνώρισαν οι καταλανόφωνες αυτοδιοικούμενες
περιφέρειες συνέβαλε στο να προβάλουν ακόμα περισσότερο τη γλώσσα και την ξεχωριστή
τους παράδοση. Η καταλανική γλώσσα διδάσκεται, ανεμπόδιστα πλέον, στα σχολεία. Σημαντικοί
δημιουργοί αυτής της περιόδου είναι ο ποιητής Miquel Martí i Pol (Μικέλ
Μαρτί ι Πολ) (1929-2003), ο πεζογράφος Terenci Moix (Τερένσι Μός) (1942-2003) και ο ποιητής Pere Gimferrer (Πέρε Ζιμφερρέ) (1945).
Οι νέοι άνθρωποι, τις τελευταίες δεκαετίες, έμαθαν να επικοινωνούν με
αυτή τη γλώσσα και η λογοτεχνία πέρασε σε άλλο επίπεδο. Κατά τη διάρκεια της
δεκαετίας του 1980 και του 1990 θα σημειωθεί μεγάλη ανάπτυξη στο εκπαιδευτικό
και πολιτιστικό γίγνεσθαι. Η δημιουργία νέων εκδοτικών οίκων (ήδη στην
Καταλονία, μια περιοχή έξι εκατομμυρίων κατοίκων, εδρεύουν 100 εκδοτικοί οίκοι)
καθώς και η εμφάνιση μιας νέας γενιάς συγγραφέων συντέλεσαν στην καθιέρωση τόσο
της καταλανικής γλώσσας όσο και της καταλανικής λογοτεχνίας. Η συγγραφή βιβλίων
στα καταλανικά είναι πλέον μια πραγματικότητα χωρίς περιορισμούς. Βέβαια θα
πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η ταύτιση της καταλανόφωνης λογοτεχνίας με τα έργα εκείνα
που έχουν γραφτεί αποκλειστικά στα καταλανικά αποτέλεσε αφορμή για ένα «σχίσμα»
στο καταλανικό λογοτεχνικό πανόραμα ανάμεσα στους συγγραφείς που προέρχονται
από καταλανόφωνες περιοχές και γράφουν στα καταλανικά και εκείνους που επίσης
προέρχονται από καταλανόφωνες περιοχές αλλά γράφουν (και) στα καστιλιάνικα. Σε
αυτούς τους τελευταίους περιλαμβάνονται συγγραφείς πολύ γνωστοί στο ελληνικό
αναγνωστικό κοινό όπως ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, η Μαρούχα Τόρες, ο Εδουάρδο
Μεντόθα ή ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας.
Σε αυτό το πολυσχιδές λογοτεχνικό τοπίο, στο οποίο βρίσκουν κατάλληλες
συνθήκες να αναπτυχθούν διάφορα λογοτεχνικά είδη όπως το μυθιστόρημα, το
διήγημα, η ποίηση και το δοκίμιο, θα κάνει την εμφάνιση του, στα μέσα της
δεκαετίας του 1980, ο Σέρζι Πάμιες, επιλέγοντας ως κυριότερο μέσο έκφρασής του το
σύντομο διήγημα. Μαζί με άλλους πεζογράφους όπως ο Jaume Cabré (Ζάουμε Καμπρέ), η Carme Riera (Κάρμε Ριέρα), ο
Narcís Comadira (Ναρσίς Κουμαδίρα), ο Manuel Forcano (Μανουέλ
Φορκάνο) και ο Quim Monzó (Κιμ
Μονζό), θα δημιουργήσουν ένα νέο λογοτεχνικό τοπίο στη βορειοανατολική πλευρά
της Ιβηρικής χερσονήσου. Πολλά από τα νέα έργα τα οποία κυκλοφόρησαν στα
καταλανικά τις δύο τελευταίες δεκαετίες άρχισαν να μεταφράζονται σε άλλες
γλώσσες και, πρώτα από όλες βέβαια, στα καστιλιάνικα. Κατά αυτόν τον τρόπο η
καταλανική λογοτεχνία άρχισε να ξεπερνά τα στενά σύνορα των καταλανόφωνων
περιοχών και να κατακτά πρώτα την ιβηρική χερσόνησο και, στη συνέχεια, άλλες
χώρες πολύ πιο μακρινές γλωσσικά και πολιτισμικά. Ενδεικτικό της δυναμικής της
καταλανικής λογοτεχνίας είναι το γεγονός ότι ήταν η τιμώμενη λογοτεχνία στη
Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης
το 2007.
Ο Σέρζι Πάμιες, όπως προείπαμε, ξεκίνησε γράφοντας σύντομα διηγήματα για
να περάσει, στη συνέχεια, στο μυθιστόρημα και να ξαναεπιστρέφει στο σύντομο
διήγημα. Ταυτόχρονα ασχολείται με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (τύπο, ραδιόφωνο,
τηλεόραση), γράφει σενάρια (το 1990, για παράδειγμα, έγραψε με τον Κιμ Μονζό το
σενάριο για ένα ραδιο-μυθιστόρημα με τον τίτλο Sang Bruta)
και σχολιάζει την επικαιρότητα. Είναι χαρακτηριστικό (αλλά και τόσο ενδεικτικό
της «δίγλωσσης» πραγματικότητας της Καταλονίας) ότι για την δραστηριότητα του
στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο Πάμιες χρησιμοποιεί τα καστιλιάνικα ενώ όταν
γράφει λογοτεχνία, το κάνει στα καταλανικά. Όσο και αν ο ίδιος επιμένει πως δεν
θεωρεί τον εαυτό του κληρονόμο μιας συγκεκριμένης λογοτεχνικής παράδοσης, οι
επιρροές στο έργο του Πάμιες είναι ποικίλες: περιλαμβάνουν κλασσικούς
συγγραφείς όπως ο Τσέχοφ, καταλανούς συγγραφείς όπως Ενρίκε Βίλα-Μάτας, ο
οποίος προλογίζει και το συγκεκριμένο βιβλίο, ή ο Κιμ Μονζό. Εμφανείς όμως
είναι και οι επιρροές από τον κόσμο της διαφήμισης αλλά και της μουσικής.
Δηλώνει λάτρης του ποδοσφαίρου και θεωρεί πως οι ποδοσφαιριστές είναι οι
«μεγάλοι καλλιτέχνες του 20ού αιώνα». Έχει λάβει αρκετά βραβεία για
την συνεισφορά του στα καταλανικά γράμματα όπως και για τις μεταφράσεις του από
άλλες γλώσσες – έχει μεταφράσει στα καταλανικά έργα των Guillaume Apollinaire, Jean-Philippe Toussaint, Agota Kristof.
Στο Μπορείς να φας λεμόνι και να
μην ξινίσεις τα μούτρα σου; ο Πάμιες παρουσιάζει όλα εκείνα τα
χαρακτηριστικά που είναι παρόντα και στις προηγούμενες συλλογές διηγημάτων του:
με γλώσσα άμεση, αμείλικτη ειρωνεία και πηγαίο χιούμορ περιγράφει και ξορκίζει φόβους
κοινούς, καθημερινούς. Πίσω από τις απλές ιστορίες που μας αφηγείται, ο
συγγραφέας ξεδιπλώνει ένα παράλληλο σύμπαν που ουσιαστικά ακυρώνει τις
πεποιθήσεις και τις θέσεις στις οποίες, ξεροκέφαλα πολλές φορές, εμμένουν οι
ήρωες του. Το «λεμόνι» όμως προχωρά
ακόμα περισσότερο, χαρακτηρίζεται από ένα δροσιστικό στοιχείο: παρ’ όλο που ο
συγγραφέας αγγίζει τα θέματά του δίχως φτηνούς συναισθηματισμούς και με τρόπο
ωμό που ενδεχομένως να έχει ως αποτέλεσμα να κάνει τον αναγνώστη να «ξινίσει»
τα μούτρα του, φροντίζει, στο τέλος, να τον «δροσίσει» με την κάθαρση που μόνο
η μεγάλη λογοτεχνία μπορεί να επιφέρει· η καθαρή, δίχως φτιασιδώματα, πρόζα του
Πάμιες αν «καταναλωθεί» δίχως προκαταλήψεις από τον αναγνώστη κάνει στο πρόσωπό
του να ανθίσει ένα χαμόγελο που ξορκίζει όλα τα κακά, ένα χαμόγελο-ασπίδα στις
καθημερινές μας ήττες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Montserrat
Llorens, Rosa Ortega και Joan Roig, Historia de
Catalunya, Vicens Vives, Barcelona, 1993.
- Martí de
Riquer, Antoni Comas, Joaquim Molas, Historia
de la literatura Catalana, Ariel 4η έκδοση, Βαρκελώνη, 1984-1988.
- http://cultura.gencat.net/ilc/literaturacatalana800/es/apartat48166.htm
- http://www.ducros.biz/corpus/index.php?command=show_news&news_id=3788
- http://es.encarta.msn.com/text_761568203__1/Literatura_catalana.html
- http://www.escriptors.cat/autors/pamiess/index.html
- http://www.jornada.unam.mx/2007/05/27/sem-leer.html
- http://cultura.gencat.net/ilc/literaturacatalana800/es/apartat48166.htm
- http://www.uoc.edu/lletra/noms/sergipamies/index.html
Το παρόν κείμενο συμπεριλαμβάνεται ως επίμετρο στην ελληνική έκδοση
του Μπορείς να φας λεμόνι και να μην ξινίσεις τα μούτρα σου; του Σέρζι Πάμιες
(Εκδόσεις Πάπυρος, 2007)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου