Μπορεί και να σκέφτηκε ότι δεν υπάρχουν δύο άνθρωποι ίδιοι
μεταξύ τους, ότι ο καθένας έχει διαφορετικό τρόπο να σου κάνει κακό. Μπορεί και
να τον κοίταξε βαθιά στα μάτια για να διακρίνει μια ένδειξη του τι σχεδίαζε να
κάνει, ένα σημάδι του τρόπου με τον οποίο ήθελε να τον καταστρέψει.
Έκανε
ένα βήμα πίσω, προσπαθώντας, ίσως, να φανταστεί εκείνη την καταστροφή και το
πόσο θα τον άλλαζε, γιατί, δίχως αμφιβολία, υπάρχει ένα πριν και ένα μετά από τέτοιου
είδους γεγονότα· δίχως αμφιβολία, ένα τσακισμένο άτομο μετατρέπεται σε δύο
διαφορετικά άτομα, όπως ακριβώς και ένα ξύλο σπασμένο στη μέση μετατρέπεται σε
δύο ξύλα.
Όσοι
το είδαν, διηγούνται πως τότε, ελάχιστα πριν την καταστροφή, υπήρξε μια στιγμή
ηρεμίας, μια δηλητηριώδης σιωπή, από αυτές που κάνουν ζημιά. Τι να σκεφτόταν
άραγε εκείνα τα δευτερόλεπτα; Ποιος να ξέρει… Ποιος από εμάς μπορεί να ξέρει αν
είναι αλήθεια ότι σε τέτοιες περιπτώσεις βλέπεις όλη σου τη ζωή να περνάει
μπροστά από τα μάτια σου, βλέπεις πώς μετατρέπεσαι σταδιακά σε αυτό το άτομο
που είναι έτοιμο να καταστραφεί: ξαφνικά είσαι παιδί, βρίσκεσαι σε μια παραλία
και έχεις ένα μπλε κουβαδάκι στο χέρι, την επόμενη στιγμή όμως δεν είσαι πλέον
παιδί, αλλά ένας νέος και δεν κρατάς ένα κουβαδάκι στο χέρι, αλλά μια σχολική
τσάντα ή ένα σακίδιο· ύστερα εξακολουθείς να μεγαλώνεις, κάποια νύχτα μπαίνεις
σε ένα μπαρ και γνωρίζεις έναν τύπο, κάποια άλλη μέρα μπαίνεις σε μια εκκλησία
ή σε ένα γήπεδο ή σε ένα άδειο διαμέρισμα… Μοιάζει να είναι η ζωή ενός
οποιουδήποτε, αλλά είναι η δικιά σου. Μοιάζει τόσο συνηθισμένη και ταυτόχρονα
τόσο παράξενη.
Να
αισθανόταν άραγε αυτά τα πράγματα; Δεν το γνωρίζουμε. Ξέρουμε, όμως, πως
πράγματι βρισκόταν εκεί και πως πρέπει να ένοιωθε εκατομμύρια μάτια καρφωμένα
επάνω του, μάτια σαν αγκίστρια και μάτια σαν δίχτυα, μάτια σαν λούπες και μάτια
σαν μαχαίρια. Τότε κλώτσησε την μπάλα και, ίσως, να μην αισθάνθηκε και να μην
άκουσε πλέον τίποτα, ούτε το μουρμουρητό απογοήτευσης ούτε τις κραυγές
ευφορίας. Τίποτα. Απλώς και μόνο έμεινε εκεί, έντεκα μέτρα μακριά από τη δόξα,
βλέποντας την μπάλα να περνάει πάνω από το τέρμα, βλέποντάς την να
απομακρύνεται όλο και περισσότερο, βλέποντάς την να διασχίζει μέτρα, χρόνια,
δεκαετίες, μέχρι να πέσει στο τέλος της ζωής του. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα
που είδε ο Ραούλ Γκονθάλεθ. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε το αγόρι
μας. Όλοι μας είχαμε πέσει νεκροί και η Γαλλία είχε νικήσει.
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Ο Μπενχαμίν Πράδο
γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1961. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του Ποτέ
μην δίνεις το χέρι σου σ’ ένα αριστερόχειρα πιστολέρο (μτφ. Ιωάννα
Παπαδοπούλου, Aranzazu Priego).
Το παρόν διήγημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα El País, το καλοκαίρι του 2000, και
αναφέρεται στο χαμένο πέναλτι του Ραούλ στον αγώνα Ισπανίας-Γαλλίας για το
Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα εκείνης της χρονιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου