«Δεν ξέρω αν η αγάπη που προσφέρεις είναι
αγάπη που έχεις.
Ή λες ότι έχεις. Μου την προσφέρεις. Αυτό αρκεί.
Δεν μπορούν τα χρόνια να με κάνουν νεότερο,
επομένως γιατί όχι οι ψευδαισθήσεις;
Οι Θεοί μας προσφέρουν λίγα, και τα λίγα που προσφέρουν
είναι πλαστά.
Αφού όμως τα προσφέρουν, όσο πλαστά κι αν είναι,
η προσφορά
είναι αληθινή. Την αποδέχομαι, και υποκύπτω
στον πειρασμό
να σε πιστέψω».
(Fernando Pessoa, άτιτλο, μτφ. Χάρης Βλαβιανός,
από την Ανθολογία Ερωτικής Ποίησης, Εκδόσεις Πατάκη, 2013)
Βρισκόμουν ανέκαθεν σε αδυναμία να δώσω έναν ορισμό του
έρωτα. Με ανακούφιση διαπιστώνω κάθε τόσο ότι από την ίδια αδυναμία
διακατέχονται και οι περισσότεροι διανοούμενοι, συγγραφείς και ζωγράφοι,
γλύπτες και ποιητές, σκηνογράφοι και σκηνοθέτες: για να είμαι ακριβέστερος, θα
με τρόμαζε να δώσει έναν ακριβή ορισμό κάποιος διανοούμενος που εκτιμώ και
θαυμάζω, θα το θεωρούσα υπερφίαλο εκ μέρους του, επιπόλαιο, ανόητο. Προδοτικό.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν με
ενδιαφέρουν οι προσπάθειες περιγραφής
του έρωτα. Πάρτε, ας πούμε, το παραπάνω άτιτλο ερωτικό ποίημα του Πεσσόα. Δεν
είναι τυχαίο, βέβαια, ότι είναι άτιτλο. Ένα ποίημα που περιγράφει τον έρωτα
μιλώντας για ψευδαισθήσεις και πλαστές προσφορές τι τίτλο θα μπορούσε να έχει;
«Η μεγάλη απάτη»; «Η ιστορική πλάνη»;
Το ποίημα αυτό δεν περιλαμβάνεται στην
ανθολογία ισπανόφωνου ερωτικού μικροδιηγήματος που κρατάτε στα χέρια σας.
Πρώτον, επειδή είναι ποίημα. Δεύτερον, επειδή ο Πεσσόα ήταν Πορτογάλος και όχι
Ισπανός. Πιστεύω όμως ότι οι φιλοξενούμενοι –όπως
και οι μετανάστες εν γένει– είναι πάντα
χρήσιμοι, είτε πρόκειται για την οικονομία είτε για τη γλώσσα, την κουλτούρα ή
τον έρωτα. Εμπλουτίζουν τον προβληματισμό σου. Ή επιτείνουν τα αδιέξοδά σου.
Με την έννοια αυτή, το κοντινότερο
αδιέξοδο σ’ εκείνο του Πεσσόα περιγράφεται από τον 70χρονο Αργεντίνο Αλεχάντρο
Ντολίνα στο διήγημά του με τίτλο «Μονομαχία ή ανασκευή του ωροσκοπίου». Πώς
γίνεται, αναρωτιέται, δύο άνδρες που γεννιούνται την ίδια μέρα και την ίδια
ώρα, και κατά συνέπεια οι αστρολόγοι έχουν προβλέψει το ίδιο ωροσκόπιο και για
τους δύο, να γνωρίζουν ο ένας τη νίκη και τον έρωτα και ο άλλος τον πόνο, την
ταπείνωση, τον θάνατο; Δύο απαντήσεις μπορεί να υπάρχουν. Να είναι εσφαλμένες
οι προβλέψεις. Ή ο έρωτας και ο θάνατος να μην είναι εν τέλει διαφορετικά
πεπρωμένα.
Εντάξει, το παραδέχομαι, είστε ελεύθεροι
να διαλέξετε και την πρώτη απάντηση.
Δικαιούστε επίσης να νομίζετε ότι ο
κυνισμός και η απαισιοδοξία είναι γνωρίσματα των μεγαλύτερης ηλικίας
διηγηματογράφων, αυτών που έχουν καβατζάρει τα εξήντα: ο Πέδρο Ερέρο Αμορός
φαντάζεται μια δύστυχη νέα που, επειδή την πρώτη φορά που έπεσε στο κενό από
έναν ουρανοξύστη την έσωσε ένας θεόσταλτος νέος «με εφαρμοστή στολή από μπλε
και κόκκινη λύκρα και μια μπέρτα ασορτί, πολύ κομψή», νόμιζε, η αφελής, ότι ο
εμφανίσιμος και γεροδεμένος γόης θα ήταν πιστός στο ραντεβού του και την επόμενη
φορά. Είναι σαφές ότι ο ισπανός συγγραφέας τάσσεται υπέρ της δεύτερης
απάντησης. Μήπως όμως οι νεότεροι είναι πιο ρομαντικοί και βλέπουν τη ζωή με
άλλο μάτι;
Θα σας στενοχωρήσω. Οι δύο Βενιαμίν αυτής
της συλλογής, ο 35χρονος Αργεντίνος Αλεχάντρο Μπεντιβόλιο και ο κατά τρία
χρόνια μικρότερός του Περουβιανός Κάρλος Ενρίκε Σαλντιβάρ, περιγράφουν στο
διήγημά τους «Δεν τηλεφωνεί» την αγωνία του Μάρκος που περιμένει τηλεφώνημα της
Ανχέλικα. Έχουν βρεθεί μονάχα μια φορά, αλλά η καρδιά του κτυπάει δυνατά.
Επιτέλους το τηλέφωνο χτυπά, είναι εκείνη, «είσαι ένα χαμένο κορμί», του λέει,
«δεν θα με ξαναδείς ποτέ σου». Ο Μάρκος ανακουφίζεται. Ήξερε ότι θα της έκανε
εντύπωση.
Τι είναι λοιπόν ο έρωτας; Μια ψευδαίσθηση,
μια frustración, για να χρησιμοποιήσω μια
λέξη στο πνεύμα του κειμένου που έτσι κι αλλιώς δύσκολα μεταφράζεται στα
ελληνικά; Πόση μοναξιά χωράει, πόση υποκρισία; Και πόση ηδονή επιτρέπει; Στο
ωραιότερο ίσως μικροδιήγημα αυτής της ανθολογίας, τη «Γάτα» της Εσπίδο Φρέιρε,
ενώ εκείνος, κρυμμένος πίσω από
τις κουρτίνες του σαλονιού του, την κοιτάζει, εκείνη ανοίγει τα πόδια της δίπλα
στην πισίνα και τα τρίβει, το ένα με το άλλο, πολύ αργά, το κεφάλι προς τα
πίσω, τα μάτια ανοιχτά πίσω από τα γυαλιά ηλίου, και μιλάει για τη γάτα της με την
αρραβωνιαστικιά του.
Λοιπόν; Ποιος ξέρει να δώσει απαντήσεις;
Οι ποιητές; Εντάξει, πρέπει να παραδεχθούμε ότι τα λένε ωραία, αλλά δεν μπορείς
να τους έχεις εμπιστοσύνη βρε παιδί μου, να, ο άλλος δεν θυμόταν καν το όνομα
της γυναίκας με την οποία κοιμήθηκε. «Πώς είπες ότι σε λένε;» «Βεατρίκη». «Α,
ναι, σωστά». Χώρια που όταν θίγεται ο εγωισμός τους εκφράζονται σε ιαμβικό
ενδεκασύλλαβο.
Μήπως γνωρίζουν καλύτερα οι ναυτικοί που
έχουν δει πολλά τα μάτια τους, μήπως «έχουν κάτι για να μας πουν» εκείνοι που «ξέρουν
όσα η καταιγίδα», για να χρησιμοποιήσω εκείνο τον ιστορικό στίχο που ερμηνεύει
με αληθινό πάθος μια άλλη φιλοξενούμενη, η Βίκυ Μοσχολιού; Αποκλείεται, εκείνοι
είναι ακόμη πιο κυνικοί, ο άλλος πέρασε μαζί της τη νύχτα και το πρωί της είπε
να φύγει χωρίς να σκεφτεί καν να της χαρίσει το παμπάλαιο λούτρινο αρκουδάκι
που είχε ακουμπήσει σε μια από τις τεράστιες βαλίτσες του.
Είμαι σίγουρος πως δεν περιμένετε τίποτα
ούτε από τους παπάδες ούτε από τους δικαστές. Το πρόβλημα με τον «τζέντλεμαν
των αργιών» δεν είναι ότι όλη την εβδομάδα πληρώνει πόρνες για να τον
αυνανίσουν με κοπριά αλόγου, για να τον ντύσουν και να τον βάψουν γυναίκα ή για
να τις μαστιγώσει με ακτίνες βγαλμένες από μια ομπρέλα. Είναι ότι κάνει το ίδιο
πράγμα κάθε εβδομάδα, και την Κυριακή φιλά τη σύζυγό του, τη θυγατέρα του και
τις υπηρέτριες, κι ύστερα κάνει περίπατο στο πάρκο με τον εξομολογητή της
οικογένειας (στον οποίο σίγουρα δεν εξομολογείται καμιά δική του αμαρτία) και
δειπνεί πλουσιοπάροχα με τους υπόλοιπους δικαστές.
Ας εγκαταλείψουμε λοιπόν την προσπάθεια.
Θα μείνω σε μια σκηνή, σ’ ένα τρένο. Υπάρχουν δύο εκδοχές. Στην πρώτη, που
ανήκει στον Αλεχάντρο Μπεντιβόλιο, ένας άντρας συναντά στο τρένο μια δεσποινίδα
με ξανθά μαλλιά που του λέει ότι είναι ο άντρας της ζωής της. Στην αρχή την
πιστεύει, ώσπου έρχεται ο ελεγκτής και διαπιστώνει ότι το κορίτσι δεν έχει
εισιτήριο. Το πληρώνει εκείνος, στο υπόλοιπο ταξίδι δεν ανταλλάσσουν κουβέντα
κι όταν κατεβαίνουν, της ζητά διαζύγιο.
Η άλλη εκδοχή ανήκει στον τρίτο και
τελευταίο φιλοξενούμενό μας, τον δαιμόνιο Λαρς φον Τρίερ. Το κορίτσι στο τρένο
και πάλι δεν έχει εισιτήριο, ο άντρας με τον οποίο έχει πιάσει κουβέντα και
πάλι το πληρώνει όταν έρχεται ο ελεγκτής, κι εκείνη τον ανταμείβει με μια
ηδονική πίπα. Εκείνος αρχικά αντιστέκεται, η γυναίκα του έχει γενέθλια και της
πηγαίνει ένα δώρο (εντάξει, το παραδέχεται, το αγόρασε την τελευταία στιγμή
στον σταθμό), αλλά ύστερα αφήνεται και το απολαμβάνει. Όταν φτάνουν στον
προορισμό τους, οι δρόμοι τους χωρίζουν χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα, δεν
χρειάζεται, δεν έχουν υπάρξει δεσμεύσεις ούτε όρκοι και, παρεμπιπτόντως, είναι
και οι δύο ευτυχείς. Ο πρώτος πηγαίνει να συναντήσει τη σύζυγο και η δεύτερη
την περιπέτεια της ζωής.
Ποια εκδοχή προτιμάτε; Εγώ δεν θα το
κρύψω, κλίνω προς τη δεύτερη, άλλωστε οτιδήποτε περιλαμβάνει σεξ είναι πάντα
προτιμότερο. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος λόγος. Ο φον Τρίερ, όσο αμφιλεγόμενος
κι αν είναι, παραμένει ένας από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες. Και η ταινία
του Δαμάζοντας τα κύματα είναι μάλλον
η ταινία της ζωής μου. Τώρα που το σκέφτομαι, εκεί είναι κρυμμένος και ο
ορισμός του έρωτα. Εκείνος, ύστερα από ένα εργατικό ατύχημα, ζητά από το
κορίτσι του να πάει με άλλους άνδρες για να χαρεί τη ζωή της. Εκείνη αρχικά
αρνείται, όταν όμως οι πιέσεις του γίνονται αφόρητες το παίρνει απόφαση:
πηγαίνει στο νησί όπου κρατούνται οι πιο σκληροί, οι πιο βίαιοι, οι πιο
παραφρονημένοι φυλακισμένοι και παραδίδεται στις ορέξεις τους.
Ναι, ο Αλεχάντρο Ντολίνα έχει δίκιο: ο
έρωτας κι ο θάνατος δεν είναι διαφορετικά πεπρωμένα.
Ο Μιχάλης Μητσός είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής. Εργάζεται στα ΝΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου