Εκ πρώτης όψεως, η ιστορία του παγκόσμιου
πολιτισμού φαίνεται να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια του μεγάλου
μεγέθους, αν σκεφτούμε μόνο τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, τους
καθεδρικούς ναούς του Μεσαίωνα, τα παλάτια, τα εργοστάσια, τα μουσεία, τους
ουρανοξύστες, τα εμπορικά κέντρα, εύκολα καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως το
μεγάλο μέγεθος είναι από τα πιο άμεσα και πρωτεύοντα πολιτιστικά
αντανακλαστικά. Το ίδιο συμβαίνει και στην τέχνη: μακροσκελέστατα έπη και
τραγωδίες, τεράστιοι πίνακες ζωγραφικής, εκτενέστατες συμφωνίες και όπερες,
κινηματογραφικές ταινίες κτλ. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η ιστορία του
παγκόσμιου, και δει του Δυτικού πολιτισμού, φανερώνει μια πραγματική εμμονή με
το μεγάλο μέγεθος, καθώς και με την ηθική αυτού του μεγέθους, και πουθενά δεν
αποδεικνύεται αυτό πιο περίτρανα από το μύθο του Πύργου της Βαβέλ, όπου πλέον,
το μέγεθος της κατασκευής αποτελεί ταυτόχρονα και ύβρη απέναντι στο Θείο.
Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά – παράλληλα
με την κατασκευή της αισθητικής και της ηθικής του μεγάλου μεγέθους, υπάρχει η
ταυτόχρονη, και αντιστρόφως ανάλογη, εξέλιξη της αφήγησης του μικρού. Η ιστορία
αυτής της αφήγησης μπορεί να μην μας έρχεται με την ίδια αμεσότητα στο μυαλό
όσο αυτή της αφήγησης του μεγάλου, παρ’ όλα αυτά όμως είναι εξίσου σημαντική
και εξίσου καθοριστική στην κατανόηση των πολιτισμικών αντανακλαστικών. Ακόμα
μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως η αισθητική και η ηθική του μικρού
και του σύντομου έχει εν πολλοίς την ίδια μηχανική με την αισθητική και την ηθική
του μεγάλου – οι λειτουργίες μεταξύ φόρμας, περιεχομένου και πολιτιστικής αξίας
είναι σχεδόν ίδιες με αυτές που συναντούμε στη μεγάλη διάσταση. Η βασική
διαφορά είναι κλίμακας, και όχι ουσίας.
Οι αρχαίοι πολιτισμοί, είτε μιλάμε για την
Αίγυπτο, την Περσία ή την Ελλάδα, είχαν παράλληλη παραγωγή τόσο σε σχέση με τη
μεγάλη όσο και με τη μικρή κλίμακα. Η εξέλιξη της τεχνικής της Περσικής
μινιατούρας (όπου ξεκινά και το ετυμολογικό πρόβλημα της λέξης) είναι ίσως ένα
καλό σημείο να ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας. Η παράδοση της Περσικής, αλλά και
εν γένει της Ανατολίτικής μινιατούρας, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εξίσου
σημαντική παράδοση του χειρόγραφου. Οι μινιατούρες ξεκίνησαν αρχικά ως
εικονογραφήσεις (επεξηγηματικές ή μη) μεγάλων κειμένων της Περσικής παράδοσης
(π.χ. Το Βιβλίο των Βασιλέων) και
στόχο είχαν την εικονιστική αναπαράσταση (γραμμική ή μη) του περιεχομένου του
κειμένου σε εξαιρετικά μικρή κλίμακα. Όσο μεγαλύτερη λεπτομέρεια και χρωματική
ποικιλία είχε μια μινιατούρα, τόσο μεγαλύτερη ήταν η αξία της. Γιατί δεν
υπάρχει αμφιβολία πως στον Περσικό πολιτισμό, ο περίτεχνος στολισμός ενός
χειρογράφου μέσω της μινιατούρας έκαναν τη διαφορά μεταξύ ενός απλού βιβλίου,
και ενός θησαυρού. Η μινιατούρα, με την εξαιρετική προσοχή στη λεπτομέρεια, την
ικανότητα να περικλύσει ένα ολόκληρο κόσμο εντός λίγων εκατοστών παπύρου, είχε
την ίδια πολιτισμική σημασία με την ανέγερση ενός ναού ή ενός παλατιού.
Εδώ λοιπόν καταλήγουμε στο πρώτο συμπέρασμά μας: η
ικανότητα να αναπαρασταθεί ένα ολόκληρο σύμπαν, κοσμικό ή μυθολογικό, εντός
μιας εξαιρετικά μικρής φόρμας, είχε την ίδια αξία (οικονομική, πολιτιστική,
πολιτική κ.τ.λ.) με την κατασκευή μιας μεγάλης κατασκευής. Όσο πιο πλούσιο ήταν
αυτό το σύμπαν, τόσο πιο σημαντική είναι η μινιατούρα, καθώς η μινιατούρα
ενεργοποιεί μια συγκλονιστική ένταση μεταξύ της πολυπλοκότητας του περιεχομένου
και της περιορισμένης φόρμας. Η ίδια ένταση, όμως, ενυπάρχει και στη μεγάλη
κατασκευή, και εδώ έγκειται η σημασία ενός μεγάλου έργου: η σχέση της μεγάλης
κλίμακας με τη λεπτομέρεια. Τα αετώματα του Παρθενώνα δεν είναι σημαντικά
επειδή είναι μεγάλα, αλλά επειδή η μεγάλη κλίμακα βρίσκεται σε συνεχή ένταση
και συνδιαλλαγή με τη λεπτομέρεια της υπόγειας κίνησης της πτύχωσης και της
σύσπασης των μυών των αγαλμάτων. Άρα, όπως ακριβώς το τεραστίων διαστάσεων
άγαλμα συνδιαλέγεται αδιάκοπα και αποκτά τη σημασία του μέσω της λεπτομέρειας,
η μινιατούρα αναιρεί τον περιορισμό της φόρμας μέσω της (ανα)παράστασης ενός
σύμπαντος. Με άλλα λόγια, η μινιατούρα υπαινίσσεται
την εικονική εξέλιξη, ή αναδίπλωμα αυτού του σύμπαντος πέραν από την
μπορντούρα, από τα όριά της.
Η μινιατούρα ικανοποιεί την πολιτιστική ανάγκη για
προσήλωση και αποκωδικοποίηση. Μπροστά σε ένα Γοτθικό καθεδρικό ναό, ο
παρατηρητής αναγκάζεται να διευρύνει το βλέμμα του σε τέτοιο βαθμό που η ίδια η
πράξη της θέασης τον καθιστά ανύπαρκτο, η μινιατούρα παγιδεύει το βλέμμα και το
συγκεκριμενοποιεί, το οδηγεί πάνω σε μια περιορισμένη επιφάνεια, το κουράζει
γιατί το αναγκάζει να εμβαθύνει, να εξερευνήσει τις λεπτομέρειες, τις σχεδόν
αθέατες κινήσεις, να αφουγκραστεί τους σχεδόν σιωπηλούς παλμούς. Ενώ ο
καθεδρικός ναός, ως εικόνα, δεν αναγνωρίζει τον περιορισμό της μπορντούρας ή
του ορίου, η μινιατούρα, μέσω της επισήμανσης του ορίου, υπενθυμίζει στο θεατή
το χώρο γύρω από τον ίδιο, τον μοναχικό χώρο ο οποίος, εν δυνάμει, θα γεμίσει
με το ξεχείλισμα του σύμπαντος της μινιατούρας. Η δύναμη της μινιατούρας
εξελίσσεται πάνω στις εντάσεις του ορίου, τόσο του έργου καθαυτού, όσο και του
ίδιου του θεατή.
Πριν προχωρήσουμε στην μετεξέλιξη των βραχείων
μορφών έκφρασης στον πολιτισμό, πρέπει να σταθούμε σε ένα βασικό χαρακτηριστικό
τους, που εν τέλει, καθορίζει την αξία τους. Αυτό το χαρακτηριστικό δεν είναι
άλλο από την ακρίβεια, και για να το κατανοήσουμε πληρέστερα, θα πρέπει να
χρησιμοποιήσουμε μια μεταφορά. Η σύσταση μιας βραχείας ή σύντομης καλλιτεχνικής
ή τεχνολογικής κατασκευής καθρεφτίζει, συνειδητά ή μη, το μηχανισμό ενός
ρολογιού χειρός. Πέραν από την μικρή επιφάνεια της μηχανής αυτής, το ρολόι
αποτελείται από ένα εξαιρετικά περίτεχνο, σύνθετο και εύθραυστο μηχανισμό,
αθέατο στον χρήστη, που λειτουργεί υπόγεια, βουβά, και ασταμάτητα. Τα γρανάζια,
οι μικροσκοπικές βίδες πρέπει να είναι άριστης ποιότητας, πρέπει να είναι
τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να σέβονται τον περιορισμό του μεγέθους. Η
ίδια φιλοσοφία ισχύει και σε ένα μικροδιήγημα, η κάθε λέξη πρέπει να είναι
τοποθετημένη στο σωστό σημείο, να είναι «κουρδισμένη» καλά σε σχέση με το σύνολο.
Αλλά όλα αυτά υπόγεια, κρυφά, η σωστή λέξη για ένα μικροδιήγημα είναι αυτή που
είναι αναντικατάσταση, αλλά λαμβάνει τη σημασία και την αισθητική της όχι μέσω
της ίδιας της φύσης, αλλά μέσω της λειτουργικότητάς της εν σχέσει με τον
μικροσκοπικό λογοτεχνικό μηχανισμό.
Ενώ η ιστορία της μινιατούρας είναι εν πολλοίς η
ιστορία μιας διακοσμητικής τέχνης, όπου η λεπτομέρεια και η ευθραυστότητα
φετιχοποιούνται, η εξέλιξη της μικρής κλίμακας από το 19ο αιώνα και μετά
αλλάζει τα δεδομένα. Η επανάσταση των ποιημάτων της Ντίκινσον, που από
τετρασέλιδες ελεγείες μετατρέπονται σε τετράστιχους λαβύρινθους, καθώς και η
ύστερη εμμονή του Χέλντερλιν με τα φραγκμέντα, είναι ίσως δυο πρώιμα δείγματα
λογοτεχνίας που υπογραμμίζουν την ανάγκη της Δυτικής, πλέον, τέχνης, να
καταπιαστεί με την μικρή κλίμακα. Τόσο τα ποιήματα της Ντίκινσον, όσο και τα
φραγκμέντα του Χέλντερλιν, χρησιμοποιούν τη μικρή κλίμακα για να μεταδώσουν ένα
απίστευτα σύνθετο σύμπαν εμπειρίας μέσω ελλειπτικών μεθόδων έκφρασης και
εξαιρετικά σύντομης φόρμας. Στην περίπτωση της Ντίκινσον, η επιφανειακή ελαφρότητα
του ρυθμού σε συνεργασία με την μικρή έκταση και στην κυριολεξία ασύλληπτη
εμβάθυνση καθιστούν το ποιητικό έργο της Αμερικανίδας ποιήτριας σχεδόν
επικίνδυνο. Γιατί η έννοια του βάθους, του κρυφού νοήματος του ποιητικού λόγου,
δεν διανέμεται πλέον στις αχανείς εκτάσεις του Ρομαντισμού, αλλά αντίθετα
βρίσκεται υπό και υπέρ των μικροσκοπικών ρωγμών της μικρής κλίμακας. Και η
ποίηση της Ντίκινσον επαληθεύει το πρώτο συμπέρασμά με σε σχέση με τις
μινιατούρες. Το σύμπαν που αποτυπώνει η μινιατούρα ζωντανεύει εκτός των ορίων.
Δεν είναι διόλου τυχαίο που ο μοντερνισμός
καταπιάστηκε ενεργά με την μικρή κλίμακα, όπως επίσης δεν είναι καθόλου τυχαίο
πως παρήγαγε μερικά από τα πιο μακροσκελή έργα. Ο μοντερνισμός εκφράζεται
ταυτόχρονα με την εμμονή με το μικρό, όσο και το μεγάλο, και οι συσχετίσεις και
οι εντάσεις μεταξύ της μικρής και της μεγάλης κλίμακας που αναφέραμε νωρίτερα
δραματοποιούνται και αποτελούν επίσημο υφολογικό χαρακτηριστικό των
περισσότερων μοντερνιστικών έργων. Η ποίηση του Μαλαρμέ, που πάντα αναζητούσε
εναγωνίως την εδραίωσή της μέσω του Μεγάλου Βιβλίου που ποτέ δεν πραγματώθηκε,
περιορίστηκε σε μικρές, κρυπτικές φόρμες. Δεν θα έπρεπε να μας κάνει εντύπωση
πως ο πρώτος συγγραφέας που καταπιάστηκε με την εξαιρετικά βραχεία λογοτεχνική
έκταση, ο Φελίξ Φενεόν, άνηκε στο κύκλο του Μαλαρμέ. Ο Φενεόν, με τα τρίστιχα
μυθιστορήματά του, απέδειξε περίτρανα πως οι τρεις αράδες των συνήθως ανώνυμα
τυπωμένων δημοσιεύσεών του είναι ικανές να μεταδώσουν στον αναγνώστη την ένταση
και την πολυπλοκότητα ενός μυθιστορήματος. Απλώς με λιγότερα λόγια.
Η ελλειπτικότητα στην έκφραση και στην έκταση
πραγματοποιήθηκε με εξαιρετικά ισχυρό τρόπο και στο χώρο της μουσικής, δει της
Γερμανικής. Οι απόγονοι της Βαγκνερικής όπερας, αισθανόμενοι παγιδευμένοι στις
εξαιρετικά μακροσκελείς φόρμες που κληρονόμησαν, επαναστάτησαν ενάντια στο
μεγάλο αριστούργημα. Χαρακτηριστικά, ο Σένμπεργκ, ο πρωτοπόρος της ατονικής
μουσικής, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Ο στόχος μου: απόλυτη απελευθέρωση από
τη φόρμα και από τα σύμβολα, από τα ευρεία πλαίσια και τη λογική. Στα κομμάτια
τα μοτιβιστικά έργα. Στα κομμάτια η αρμονία ως τσιμέντο για την αρχιτεκτονική
μου! Η αρμονία είναι έκφραση και τίποτα περισσότερο. Στα κομμάτια το πάθος! Στα
κομμάτια με τις ατέλειωτες παρτιτούρες. Η μουσική μου πρέπει να είναι σύντομη.
Ισχνή, με δυο νότες, μια μουσική που δεν χτίζεται, αλλά ‘εκφράζεται’ ». Και
μετά από αυτό, ο συνθέτης παρουσίασε στον κόσμο τα Έξι μικρά κομμάτια για πιάνο, που σε σύνολο δεν ξεπερνούν τα έξι
λεπτά.
Η μουσική του Σένμπεργκ, και σε μεγαλύτερο βαθμό
του μαθητή του Άντον Βέμπερν, ενεργοποίησαν τη σημασία της μικρής φόρμας τόσο
σε σχέση με τον εαυτό της όσο και σε σχέση με το επέκεινα του ήχου, δηλαδή της
σιωπής. Ειδικότερα στο έργο του Βέμπερν, ο ακροατής έχει την αίσθηση πως η
μουσική σύνθεση προκύπτει από τη σιωπή και αναπόφευκτα επιστρέφει σε αυτήν. Το
όριο δηλαδή, που υποδηλώνει η μικρή φόρμα, αποκτά την ίδια σημασία με το έργο.
Η μινιατούρα, είτε στη λογοτεχνία, στη μουσική ή στην τέχνη, εμφανίζεται στο
θεατή ή στον ακροατή με μια ασύγκριτη αυτοπεποίθηση αυτοτέλειας μέσω της
συνδιαλλαγής με τα όριά της. Οι μινιατούρες είναι εξαιρετικά ακριβείς σχισμές
στο χρόνο που εμπεριέχουν μια ευέλικτη και εύπλαστη χρονικότητα η οποία
ενεργοποιείται τόσο εντός όσο και εκτός των περιορισμών της φόρμας. Στα
μικρο-διηγήματα του Μπόρχες, π.χ., ο συγγραφέας κατασκευάζει μηχανισμούς
ατέλειωτων καθρεφτισμάτων και αυτοαναιρέσεων που συνεχίζουν να λειτουργούν στο
λευκό περιθώριο της σελίδας, και κατ’ επέκταση, στη υποκειμενική αντίληψη του
χρόνου του εκάστοτε αναγνώστη. Η μινιατούρα δεν είναι μέρος ενός όλου’ είναι
μια ολότητα από μόνη της. Το σύμπαν σε ένα κόκκο ρυζιού.
Η μινιατούρα όμως δεν ενυπάρχει μόνο στον χώρο της
τέχνης. Η σύγχρονη τεχνολογία έχει επιδείξει μια πρωτοφανή έλξη για τη
μινιατούρα, που μας επιστρέφει, παραδόξως στην παράδοση της Περσικής
μινιατούρας. Ακριβώς όπως στον Περσικό πολιτισμό οι πιο περίτεχνές και σύνθετες
μινιατούρες ήταν και οι πιο αξιόλογες (και οι πιο ακριβές!), οι συσκευές πχ της
Apple, όπου κάθε χρόνο γίνονται όλο και πιο μικρές, όλο
και πιο λεπτές αντικατοπτρίζουν τη σχέση μεταξύ της μικρής κλίμακας και του
στάτους. Για ακόμα μια φορά, οι συσκευές αυτές δεν είναι μέρος κάποιας άλλης
συσκευής, δεν είναι δορυφόροι, αλλά αυτοτελή κατασκευάσματα των οποίων η
κλίμακα χλευάζει υπόγεια το μεγάλο μέγεθος άλλων, ανάλογων συσκευών. Η Apple κατάφερε να απευθυνθεί και να ενεργοποιήσει εκ νέου το φετιχισμό της
μικρής κλίμακας, της λεπτομέρειας, της ακρίβειας, και της πολυτέλειας. Και ενώ
στην τέχνη η μικρή κλίμακα πάντα εμφανίζεται σαν δείγμα πειραματισμού, σαν
εκτός των ορίων έκφραση, η τεχνολογία εμπορευματοποίησε την ανθρώπινη εμμονή με
την μικροκλίμακα και την τοποθέτησε στο κέντρο του σύγχρονου πολιτισμού.
Από την εκδήλωση για την παρουσίαση της δίγλωσσης
ανθολογίας ισπανόφωνων μικροδιηγημάτων Mini71cuentos που έγινε στο θέατρο KNOT Gallery στις 14 Δεκεμβρίου 2012.
Ο
Θέμελης Γλυνάτσης είναι θεατρικός σκηνοθέτης με σπουδές συγκριτικής
λογοτεχνίας και θεάτρου, και διδακτορικό πάνω στον Αρτώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου