Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Η Ισπανίδα όταν φιλάει [La española cuando besa], του Fernando Iwasaki

Η Ισπανίδα όταν φιλάει




Πόσες φορές, τη νύχτα, ψηλαφιστά, δύο
σώματα ονειρεύονται να γίνουν ένα, χωρίς
να ξέρουν ότι τελικά είναι τρία ή τέσσερα.
Εουχένιο Μοντέχο



Η Ισπανίδα

Με το που έφτασα στη Νέα Υόρκη προαισθανόμουν ήδη ότι θα έβλεπα πράματα και  θάματα, αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό που έζησα εκείνη την καλοκαιρινή νύχτα στο Βίλατζ. Ούτε τα μαγαζιά, ούτε τα μουσεία, ούτε τα πλήθη, ούτε οι ουρανοξύστες με είχαν εντυπωσιάσει τόσο. Ήταν σαν να ’παιρνα μέρος στα γυρίσματα μιας ταινίας· ακόμα και τώρα που το σκέφτομαι, μου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο.
Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιήγησής μου, γύρισα όλα τα μποέμικα μπαρ του Βίλατζ μέσα στα  αποπνικτικά χαράματα. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Στη Σεβίλλη, δεν βγαίνω ούτε καν τη μέρα, δεν υπήρχε λοιπόν περίπτωση να στερηθώ τις διάσημες νεοϋορκέζικες νύχτες μακριά από τον Αρτούρο και τα παιδιά. Καλά είναι τα μουσεία, και στις βιτρίνες της Πέμπτης Λεωφόρου βρίσκει κανείς θαυμάσια πράγματα, αλλά ήταν φρικτό να πηγαίνουμε τσούρμο σε όλα τα μέρη και να καταλήγουμε μετά να τσακωνόμαστε για τις προσφορές στα μαγαζιά της 14ης οδού. Τα οργανωμένα ταξίδια είναι καταθλιπτικά γι’ αυτό την έψαξα μόνη μου. Έτσι ανακάλυψα το Γκούντις, ένα μπαρ στη λεωφόρο Αμέρικας, μεταξύ 9ης και 10ης. Κάπως παρακμιακό, δεν λέω, αλλά ήταν όπως στις ταινίες.
Στην μπάρα καθόταν ένα ζευγάρι που καυγάδιζε ασταμάτητα. Εκείνος φαινόταν καλός άνθρωπος. Λίγο μαλθακός ίσως, αλλά η ματιά του εξέπεμπε εγκατάλειψη. Δεν ήταν κακός. Εκείνη είχε πιει αρκετά και μιλούσε όλο και πιο δυνατά. Ο φίλος της ένοιωθε μεγάλη ντροπή και με κοιτούσε σαν να αισθανόταν την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη για την παράσταση  που έδινε η κοπελιά του. Θα ’θελα να ’ξερα αγγλικά για να καταλάβω τι του έλεγε ουρλιάζοντας, αφού εκείνος είχε μια έκφραση να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Μου το έλεγαν, ουρλιάζοντας κι αυτά, τα γαλανά του μάτια. Τότε εκείνη άρχισε να φλερτάρει με τον άλλον.
Ο άλλος καθόταν επίσης στην μπάρα, δείχνοντας πού και πού ενδιαφέρον για τον καυγά ενώ έριχνε και κάτι ξεδιάντροπες ματιές στην κοπέλα. Σίγουρα έφταιγε το ποτό, αλλά η αλήθεια είναι ότι εκείνη επέμενε να τον τρώει με τα μάτια και να του δείχνει ξετσίπωτα την άκρη της γλώσσας της, ενώ ο φουκαράς ο φίλος της  ζητούσε την κατανόησή μου κόκκινος από την ντροπή του. Ξαφνικά, ο τύπος δεν άντεξε άλλο κι έφυγε, ενώ εκείνη, σαν μεθυσμένη γάτα, πλησίασε τον άντρα που της είχε εξάψει τον πόθο.
Βλέποντάς τους να φιλιούνται και να χαϊδεύονται αδιαφορώντας για τον κόσμο, αναρωτήθηκα αν θα μπορούσε κι εμένα να μου συμβεί κάτι τέτοιο. Πώς να το ξέρω όμως, όταν κανείς δεν μ’ έχει κοιτάξει ποτέ μ’ αυτόν τον τρόπο; Ο άντρας μου δεν είναι κανένας ξενέρωτος, αλλά δεν γίνεται και θηρίο όπως είχε γίνει εκείνος ο άντρας στην μπάρα. Κι η κοπέλα, τι κότσια, να αφήσει τον φίλο της στα κρύα του λουτρού. Αυτή η γυναίκα δινόταν σ’ έναν άγνωστο άντρα εξαιτίας μιας και μόνο ματιάς που την είχε κάνει να νοιώσει μοναδική, επιθυμητή και ξεχωριστή. Το κυλοτάκι μου είχε αρχίσει να μουσκεύει την στιγμή που ο φίλος της ξαναμπήκε στο Γκούντις χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω του.
Ο άντρας παράτησε την κοπέλα και μπήκε βιαστικά στην τουαλέτα. Κι επειδή ούτε κι εγώ είχα σκοπό να μείνω εκεί και να παραστώ στον τσακωμό, πήγα τρέχοντας στις γυναικείες. Το φως ήταν αχνό και μύριζε σεξ. Την ώρα που τα δάχτυλα πασπάτευαν το κυλοτάκι, άκουσα φωνές και χτυπήματα. Έφταναν στα αυτιά μου αγκομαχητά και ακατανόητες λέξεις, μάλλον χυδαίες. Με πονούσαν τα χείλη μου από το πολύ σφίξιμο και τα δάχτυλά μου βρωμούσαν όπως το μπάνιο. Όταν όλα τελείωσαν σκέφτηκα τα γαλανά μάτια του φίλου της και χάρηκα που τον είχα γλυτώσει από το να αισθανθεί ξανά ντροπή για την κοπέλα του. Τότε αποφάσισα να βγω.
Ο φίλος της είχε φύγει οριστικά και η κοπέλα είχε τυλιχτεί πάλι πάνω στον άντρα της μπάρας. Φιλήθηκαν ξανά, χωρίς πάθος, και ξαφνικά την εγκατέλειψε κι αυτός. Έκλεισα την πόρτα του Γκούντις τη στιγμή που ο μπάρμαν φρόντιζε τη γερμένη στον μαρμάρινο πάγκο κοπέλα και ανακάλυψα ότι ο φίλος της την περίμενε, ερωτευμένος ακόμα, στο σκοτεινό σοκάκι που έβγαζε στη Λεωφόρο Αμέρικας. Το ίδιο υγρό, ικετευτικό, ντροπιασμένο και μελαγχολικό βλέμμα. Και τι δεν θα ’δινα να μ’ αγαπούσαν έτσι!
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου γλιστρούσαν σαν φυματικό φως μέσα σ’ αυτό το είδος τούνελ, κι ένιωθα συγκινημένη που είχα ανακαλύψει τη σκοτεινή πλευρά του πόθου: του πόθου που οδηγεί στην ταπείνωση, του πόθου που σε σπρώχνει στο τυφλό σεξ, του πόθου που κατορθώνει να σε κάνει να απωλέσεις την ίδια σου την προσωπικότητα. Ενώ τα μάτια του φίλου της με έλουζαν με το γαλάζιο τους φως, εκείνη ξερνούσε στην μπάρα του Γκούντις. Η κακομοίρα.

Ο άντρας στην μπάρα

Ποιος είπε ότι το καλοκαίρι στη Νέα Υόρκη δεν γίνεται τίποτα; Το Βίλατζ δεν είναι πια αυτό που ήταν κάποτε, αλλά εκεί που δεν το περιμένεις συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα. Η νύχτα ήταν εξαντλητική· μόλις τελείωσα τη βάρδια μου στον υπόγειο, πήγα σ’ ένα κωλάδικο. Στο Γκούντις, μου φαίνεται.
Με το που μπήκα, o μπάρμαν μού έδειξε με το βλέμμα του μια καινούργια που έπινε τζίντζερ έιλ σ’ ένα τραπέζι στο βάθος. Φαινόταν κουρασμένη, ίσως ήταν άρρωστη. Δεν είχε μεγάλα βυζιά, αλλά υποσχόταν καλό γαμήσι. Παράγγειλα ουίσκι για να μπω στο κλίμα, όταν έφτασε η Σίντυ. Αν και ξεσκισμένη, παραμένει η καλύτερη πιπατζού του Βίλατζ. Τίποτα δεν συγκρίνεται μ’ ένα τσιμπούκι πριν την πέσεις για ύπνο, κι επειδή ποιος ξέρει τι να λέει η καινούργια, καθώς έπινα το ουίσκι μου λιγουρευόμουν την επικείμενη πίπα της Σίντυ.
Οι νταβατζήδες δεν θα ’πρεπε να εμφανίζονται μπροστά στους πελάτες, δε λέει. Η Σίντυ ήθελε να μάθει τι δουλειά είχε μια καινούργια στα χωράφια της κι ο δικός της ορκιζόταν ότι δεν ανήκε στο κοπάδι του. Αλλά εκείνη η καριόλα πρέπει να ήταν πραγματική επαγγελματίας, γιατί είχε καρφώσει το βλέμμα της στον νταβατζή χωρίς να βλεφαρίζει. Η Σίντυ με ρώτησε τι κάνω, κι εγώ της είπα ότι πέθαινα από τη ζέστη. Όταν ο δικός της βγήκε για να ρωτήσει ποιανού ήταν η καινούργια στο Γκούντις, η Σίντυ μού έπιασε τον πούτσο. Κάποιες χειρονομίες αξίζουν όσο χίλιες λέξεις.
Η καινούργια αποδείχτηκε ότι δούλευε μόνη της και ο νταβατζής επέστρεψε εξαγριωμένος τραβώντας μια κλωτσιά στην πόρτα. Τον παλιομαλάκα, πάνω που μου σηκωνόταν. Η Σίντυ μού ζήτησε να την περιμένω στις γυναικείες τουαλέτες και μπήκα χωρίς να ανάψω το φως. Τον έπαιζα, όταν ξαφνικά μπήκε κάποιος: ήταν η καινούργια. Τα νέον του Τζέφερσον Μάρκετ φώτιζαν με αστραπές χρωμάτων την τουαλέτα, και τότε μου φάνηκε πιο όμορφη από πριν: ήταν τριάντα και, αδύνατη και τα πόδια της ακόμα σφιχτά. Όταν μια γκόμενα κλειδώνει την πόρτα μπροστά σε μια σηκωμένη ψωλή, οι συστάσεις περιττεύουν, αλλά εγώ της είπα κάτι τρυφερό[1], κι εκείνη μου είπε cariño[2].
Οι Λατίνες είναι πολύ παθιάρες. Μου τον ρούφηξε μέχρι τα αρχίδια κι ούτε που την ένοιαξε όταν ο νταβατζής άρχισε να κοπανάει την πόρτα. Άριστη επαγγελματίας: έβγαλε το κυλοτάκι της και καβάλησε τον πούτσο μου, ενώ συνέχιζε να μου λέει στην τόσο γλυκιά της γλώσσα: cariño, cariño, αy, cariño. Δεν την ένοιαζαν τα χτυπήματα, δεν την ένοιαζαν οι φωνές μου, δεν έδινε μία για το όλο σκηνικό, και, παρότι το θεωρώ αδύνατο, θα ορκιζόμουν ότι έχυσε κι αυτή. Άφησα ένα χαρτονόμισμα των πενήντα δολαρίων πάνω στο νιπτήρα και βγήκα για να πω δυο λογάκια στον καριόλη τον νταβατζή.
Δεν τους φοβάμαι εγώ τους νταβατζήδες. Μόλις με είδε, το ’βαλε στα πόδια κλάνοντας μέντες. Η Σίντυ μού ξανάπιασε το καυλί, κι εγώ ξεγλίστρησα με μια υπεκφυγή[3]. Καημένη Σίντυ, ίσως τελικά να μην είναι η καλύτερη ψωλορουφήχτρα του Βίλατζ.

Σίντυ

Πόσα χρόνια κάνω πιάτσα σ’ αυτό το δρόμο; Τέσσερα; Πέντε; Έχω χάσει το λογαριασμό, αλλά βλέπω ψωλή και σου δίνω στοιχεία ταυτότητας. Αυτό τα λέει όλα. Γι’ αυτό αρπάχτηκα με τον Νίκι, γιατί είναι υποχρέωσή του να μου κρατάει την περιοχή καθαρή. Μου τη σπάει όταν μια ξέμπαρκη μού κλέβει τους πελάτες, όπως τις προάλλες στο Γκούντις.
Ξέρεις καλά ότι το καλοκαίρι τη βγάζουμε πιο δύσκολα από κάθε άλλη εποχή του χρόνου. Δεν ήταν από το Βίλατζ, όχι. Πρέπει να ήταν από το Κουίνς ή από το Λα Γκουάρντια, γιατί είχε την κοψιά που έχουν εκείνες οι Ουγγαρέζες και οι Πολωνέζες που μαζεύτηκαν εδώ τελευταία για να τους πάρουν όλους. Η καραπουτανάρα κυκλοφορούσε με το χάρτη της Νέας Υόρκης και μου ’χε και σταυρουδάκι στο λαιμό. Καθολικοί είναι οι Πολωνοί; Ούτε να ντυθεί δεν ήξερε. Σίγουρα Πολωνέζα ήτανε.
Όταν μπήκα στο Γκούντις, την είδα τόσο αεράτη, που απαίτησα από τον Νίκι να την πετάξει έξω με τις κλωτσιές. Αλλά ο Νίκι κώλωσε·  ήθελε πρώτα να σιγουρευτεί ότι η Ουγγαρέζα δεν ήταν από το τσούρμο του «Σιδερόπουτσου» Τζόουνς. Ο Νίκι χέζεται πάνω του όταν ακούει για τον «Σιδερόπουτσο» Τζόουνς. Μάλλον  πρέπει να του πάρω καμιά πίπα αυτού του τύπου.
Η βραδιά δεν ήταν καλή· στην μπάρα καθόταν μόνο εκείνο το γουρούνι ο Νατ Κινγκ Κονγκ. Τι μπορούμε να κάνουμε με τριάντα δολάρια; με ρώτησε. Εγώ του απάντησα ότι για τριάντα του τράβαγα μαλακία[4], αλλά αν τα έκανε πενήντα, θα του έπαιρνα ένα αυθεντικό αμερικάνικο τσιμπούκι[5]. Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε ο Νίκι εκτός εαυτού, γιατί οι άντρες του «Σιδερόπουτσου» Τζόουνς τού είχαν πει ότι κανένα από τα κορίτσια του δεν δούλευε στην περιοχή μας. Είπα στον Νατ Κινγκ Κονγκ να πάει να πλύνει τον πούτσο του στις τουαλέτες, κι αυτή η καριόλα έτρεξε από πίσω του. Ποτέ δεν μου την είχαν φέρει έτσι. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα.
Ο Νίκι κλώτσαγε την πόρτα και απειλούσε την Πολωνέζα ότι θα της κόψει τα βυζιά, αλλά η καραπουτανάρα το βιολί της, ενώ ο Νατ Κινγκ Κονγκ τσακωνόταν με τον Νίκι μέσα από την τουαλέτα. Πρέπει να παραδεχτώ ότι εγώ υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν θα μπορούσα να δουλέψω, με τόσες φωνές και τόσα χτυπήματα. Ο Νατ Κινγκ Κονγκ βγήκε από την τουαλέτα και κόλλησε τον Νίκι στον τοίχο. «Μην διανοηθείς ν’ απλώσεις χέρι πάνω της, αρχίδι!», προειδοποίησε τον Νίκι χώνοντάς του στο στόμα την κάνη του Σμιθ & Ουέσον. Κι ο Νίκι πάντα υπακούει όταν του ζητάνε κάτι ευγενικά.
«Αυτή δεν τον ρουφάει καλύτερα από μένα», ψιθύρισα στον Νατ Κινγκ Κονγκ ενώ του χάιδευα τ’ αρχίδια, αλλά όταν μου είπε ότι η τσουλάρα τα είχε καταπιεί όλα, αρρώστησα. Εκείνη τη στιγμή η Ουγγαρέζα βγήκε από την τουαλέτα με ύφος αθώας περιστεράς και μου ήρθε στο μυαλό το βρωμερό σπέρμα του Νατ Κινγκ Κονγκ. Νομίζω ότι ξέρασα πάνω στην μπάρα του Γκούντις.

Νίκι

Το καλοκαίρι θα έπρεπε να είναι η πιο ήσυχη εποχή, γιατί όλος ο κόσμος βρίσκεται σε διακοπές, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι για μας δεν υπάρχει ξεκούραση. Πολύ άχαρη η δουλειά μας: άλλοι γαμάνε, άλλοι εισπράττουν, κι εμείς τρώμε το ξύλο. Αλλά εντάξει, καμιά φορά έχουμε και τα τυχερά μας. Ξέρεις τώρα.
Χθες τα ξημερώματα έκανα την τελευταία γύρα στα μπαράκια που βρίσκονται μεταξύ 8ης και 10ης. Ξέρεις τώρα, στο Μπρέβουρτ, στο Αντ Κλέμις, στο Άλις ΜακΚόλιστερ, τα χειρότερα του Βίλατζ. Στο Γκούντις ήταν εκείνη η βρωμιάρα η Σίντυ. Δεν την μπορώ. Αν βάλεις στη σειρά τα χιλιόμετρα ψωλής που έχει τσιμπουκώσει φτάνεις στο Λος Άντζελες, αλλά εκείνη ακόμα περνιέται για τη μούσα του Βίλατζ. Βρε, δε πα να γαμηθεί!
Η Σίντυ τα πήρε στο κρανίο, γιατί στο Γκούντις ήταν μια καινούργια. Είχε κάτασπρο δέρμα και κάτι μάτια που σου ’ρχόταν να της φας το μουνί. Πώς με κοίταζε έτσι η βρωμιάρα! εγώ όμως δεν την είχα ξαναδεί ποτέ μου. Ίσως ήταν του «Σιδερόπουτσου» Τζόουνς, του Μπίλι «Το Καυλί», ή ακόμα και δικιά σας, αλλά εγώ έπρεπε να το παίξω τρελός για να μην υποψιαστεί τίποτα η Σίντυ. Ξέρεις τώρα, αν ήταν να ζω μόνο από τα ποσοστά της Σίντυ, καλύτερα να έκανα τον παρκαδόρο. Έτσι λοιπόν, πήγα να ρωτήσω ποιος είχε στείλει στο Γκούντις το καινούργιο εμπόρευμα.
Η τσούλα αποδείχτηκε γάτα, αφού μπροστά στα ίδια μας τα μάτια κλείστηκε στην τουαλέτα μ’ έναν μπάτσο του μετρό. Εγώ δεν ήξερα ότι ήταν μπασκίνας, αλλά η βρωμιάρα η Σίντυ το ήξερε και δεν μου είπε τίποτα. Κι εγώ να προσπαθώ να γκρεμίσω την πόρτα της τουαλέτας απειλώντας ότι θα του κόψω τα αρχίδια. Όταν ο μπάτσος βγήκε από την τουαλέτα, μου έχωσε το σιδερικό στη μούρη και με ξαπόστειλε ουρλιάζοντας ότι η τσικάνα ήταν δική του. Τσικάνα; Εκείνη η τσούλα δεν μπορεί να ήταν τσικάνα. Εμένα μου έμοιαζε τουλάχιστον Ουγγαρέζα, ή, ξέρεις, κάτι τέτοιο.
 Τέλος πάντων, κρύφτηκα στον διάδρομο περιμένοντας να βγει για να μου πει ποιος ήταν ο νταβατζής της. Η Σίντυ έκανε στον μπάτσο το νουμεράκι της. Ξέρεις, αυτό το «άλλη μια πούτσα στον τοίχο»[6], αλλά την έγραψε πάλι στ’ αρχίδια του. Ο μπάτσος πέρασε από μπροστά μου σιγοτραγουδώντας το τραγούδι των Πινκ Φλόυντ και η Ουγγαρέζα τσικάνα δεν άργησε να βγει. Η βρωμιάρα η Σίντυ ξέρναγε πάνω στην μπάρα.
Έχω γνωρίσει πολλές γυναίκες. Ξέρεις τώρα, γαμώντας, αλλά εκείνη η γκόμενα, με το που με είδε, γονάτισε και μου έπιασε απαλά τον πούτσο. Ήθελα να μάθω αν ήταν Ουγγαρέζα, και μου απάντησε ότι ναι, πείναγε[7]. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε, αλλά πώς τον ρούφαγε έτσι η καριόλα... Ξέρεις τώρα, σαν να με ήθελε τρελά: με τη γλώσσα, με τα δάχτυλα, με τα χείλια, με τα μάτια. Πώς με κοίταζε στα μάτια! Όταν έχυσα, δεν έσταξε ούτε σταγόνα, και με μια φωνή που ακούστηκε πολύ γλυκιά, γουργούρισε: Cariño, pobrecito mío, cariño[8]. Τη ρώτησα αν ήταν Κουβανέζα και μου απάντησε ότι όχι, ήταν Ισπανίδα. Κι έφυγε τρέχοντας, σαν τρομαγμένος σκίουρος της Πλατείας Ουάσιγκτον.
Την έχω ψάξει σ’ όλα τα μπαράκια του Βίλατζ αλλά κανείς δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτήν. Ο μπάρμαν του Γκούντις ισχυρίζεται ότι επί μια βδομάδα ήταν εκεί κάθε ξημέρωμα, αλλά από εκείνη τη νύχτα δεν την έχει ξαναδεί. Μου τον έχουν γλείψει πολλές γυναίκες, αλλά καμία όπως εκείνη η Ισπανίδα. Ξέρεις εσύ, αν περάσει από τα μέρη σου, μου σφυράς.

Ο μπάρμαν

Το καλοκαίρι ο κόσμος τρελαίνεται, ανάβει, σου σπάει το μαγαζί για την παραμικρή μαλακία. Τις προάλλες τα ξημερώματα είχαμε ένα ψιλοσκηνικό. Πουτανοκαβγάς, τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί εδώ πέρα. Τα κλασικά: πουτάνες, νταβάδες και  αστυνομία. Τίποτα σοβαρό, δύο σπασμένες καρέκλες και κάτι ξερατά στην μπάρα. Τουλάχιστον βρήκα πενήντα δολάρια στον νιπτήρα! Θα πρέπει να φωνάξω τον υδραυλικό, γιατί αυτή η τουαλέτα δεν σηκώνει άλλο γαμήσι.


Ο Φερνάντο Ιγουασάκι γεννήθηκε στη Λίμα το 1961, αλλά μένει μόνιμα στη Σεβίλλη από το 1985. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Libro de mal amor (2001) και Neguijón (2005) και τις συλλογές διηγημάτων Inquisiciones peruanas (1997), Un milagro informal (2003), Ajuar funerario (2004), Helarte de amar y otras historias de ciencia-ficción (2006), España aparta de mí estos premios (2009).

Η μετάφραση είναι προϊόν των σεμιναρίων λογοτεχνικής μετάφρασης του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στο ΕΚΕΜΕΛ. Συμμετείχαν οι σπουδαστές Νιόβη Βουδούρη, Κατερίνα Καραγεώργου, Νεκταρία Ντάση, Μαρία Παλαιολόγου, Μαρίνα Σουρουπίδου, Ελπίδα Τσούκια, Μιχάλης Τσούτσιας, Μαντώ Χρήστου, Τάσος Ψάρρης. 





[1] Come, honey!
[2] Ισπανικά στο πρωτότυπο: μωρό μου
[3] Tomorrow night, honey
[4] Prickshake
[5] The American Slurp-Sucking
[6] Another prick on the wall
[7] Hungary? Hungary?... Yes, I’m hungry
[8] Μωρό μου, καημενούλι μου, μωρό μου (Σ.τ.Μ.).

1 σχόλιο:

  1. Wraio syggrafiko evrima, kai megali ekplixi, afou apo to prwto keimenaki den katalavaines ti pragmatika paizei... Mpravo kai sta paidia pou to metefrasan

    ΑπάντησηΔιαγραφή