Ο πατέρας μου
και ο Τεόφιλο είναι καθισμένοι κάτω από το υπόστεγο. Έχουν μια ώρα έτσι,
κοιτάζοντας τα δέντρα και τα άστρα, δίχως να ανταλλάσσουν κουβέντα.
Ο πατέρας μου και ο Τεόφιλο δεν
χρειάζεται να μιλάνε. Μπορούν να περάσουν έτσι ώρες ατέλειωτες, καθισμένοι σε
οποιοδήποτε μέρος, χαζεύοντας τη φωτιά στο τζάκι ή το τοπίο, δίχως να
αισθάνονται υποχρεωμένοι να πουν οτιδήποτε. Είναι λες και ξέρουν τα πάντα ο
ένας για τον άλλο ή σαν να περισσεύουν οι λέξεις. Στον πατέρα μου και στον
Τεόφιλο τους αρκεί να είναι μαζί για να αισθάνονται άνετα και συντροφικά.
Ο πατέρας μου και εγώ φθάσαμε σήμερα
το απόγευμα. Φθάσαμε πιο αργά απ’ ό,τι συνήθως, γιατί περιμέναμε να μπει για τα
καλά το καλοκαίρι. Άλλες χρονιές, τέτοια εποχή, θα είχαμε κλείσει ήδη δυο
βδομάδες στη Λα Μάτα. Φέτος, όμως, το καλοκαίρι καθυστέρησε να έρθει· έβρεχε
μέχρι τα τέλη Ιουνίου και στο βουνό ο ήλιος αργεί να ζεστάνει τα σπίτια. Οι
κάτοικοι του χωριού προβλέπουν άστατο καλοκαίρι, με απότομες και απροσδόκητες
αλλαγές. Όπως λέει και ο Τεόφιλο: το καλοκαίρι είναι σαν τις γυναίκες, εάν
είναι καλές μπορεί και να στραβώσουν, αλλά εάν είναι στραβές δεν τις ισιώνει
ούτε ο Θεός ο ίδιος.
Όπως κάθε καλοκαίρι, ο Τεόφιλο μας
περίμενε. Στην πραγματικότητα, μας περίμενε από το περασμένο φθινόπωρο, όταν ο
πατέρας μου και εγώ φύγαμε από τη Λα Μάτα με τα πρώτα κρύα του Οκτωβρίου, σαν
τα πουλιά. Πάντα φεύγουμε τελευταίοι, όταν όλοι οι παραθεριστές έχουν
αναχωρήσει εδώ και καιρό. Όταν φεύγουμε, ο Τεόφιλο μένει μόνος του, περιμένοντας
να περάσει άλλη μια χρονιά. Στη Λα Μάτα, το χειμώνα, δεν μένει σχεδόν κανείς,
και όσοι το κάνουν σπάνια βγαίνουν από το σπίτι. Η γυναίκα του, η Αουρέλια,
λέει πως ο Τεόφιλο, όταν φεύγουμε, στεναχωριέται, σχεδόν θυμώνει. Κάθεται μέρες
ολόκληρες αμίλητος.
Στην πραγματικότητα, ο Τεόφιλο δεν
είναι από τη Λα Μάτα. Ζει στο χωριό εδώ και μερικά χρόνια, από τότε που
παντρεύτηκε με την Αουρέλια, για δεύτερη φορά στη ζωή του, όντας πλέον
συνταξιούχος. Η Αουρέλια ήταν και αυτή χήρα. Κανείς τους δεν είχε παιδιά. Έτσι
μια μέρα κάθισαν και το συζήτησαν. Γεράσαμε πια, της είπε ο Τεόφιλο ενώ
τσιμπούσαν κάτι, και είμαστε και οι δυο μόνοι, θα μπορούσαμε να κάνουμε
συντροφιά ο ένας στον άλλο και έτσι δεν θα γίνουμε βάρος σε κανέναν. Η Αουρέλια
δεν είπε τίποτα· δεν χρειαζόταν. Την επόμενη μέρα, πήγαν να μιλήσουν με τον
παπά και, λίγες βδομάδες αργότερα, παντρεύτηκαν. Όλα έγιναν απλά, σαν να
υπέγραφαν μια συμφωνία.
Από τότε ο Τεόφιλο ζει στη Λα Μάτα.
Με τη σύνταξη από το ανθρακωρυχείο και με όσα βγάζουν από το περιβόλι, η
Αουρέλια και εκείνος ζουν άνετα, δίχως να γίνονται βάρος σε κανέναν. Μερικές
φορές, επισκέπτονται κάποιους συγγενείς τους, κάποιες άλλες δέχονται εκείνοι
την επίσκεψή τους, κανένας όμως δεν ανησυχεί πλέον για το αν θα αισθάνονται
μοναξιά ή αν θα έχει ο Τεόφιλο ακατάστατο το σπίτι, όπως φοβόντουσαν παλιότερα
οι αδελφές του. Με το που παντρεύτηκε, ο Τεόφιλο πούλησε το σπίτι του σε έναν
ανιψιό του και μοίρασε τα υπάρχοντά του (τέσσερα χωράφια και ένα περιβόλι) στις
αδελφές του. Από τότε, επέστρεψε στο χωριό του μόλις δυο φορές, δίχως να
υπολογίσουμε το πανηγύρι, από το οποίο δεν λείπει ποτέ. Έρχεται και τον παίρνει
ο ανιψιός του με το αυτοκίνητο και τον φέρνει την επόμενη μέρα ή πηγαίνει ο
Τεόφιλο με το τρένο μέχρι το Μπονιάρ και κατεβαίνουν να τον συναντήσουν εκεί.
Μερικές φορές, τον συνοδεύει η Αουρέλια, άλλες, πάλι, κάθεται σπίτι της. Η
Αουρέλια, αν εξαιρέσει κανείς το σπίτι της και τη Λα Μάτα, αυτό που της αρέσει
περισσότερο στη ζωή είναι να βλέπει τηλεόραση.
Και του Τεόφιλο του αρέσει η
τηλεόραση, κυρίως τα σήριαλ, αλλά για λίγο. Αμέσως τον πιάνει νύστα και προτιμά
να παίρνει τους δρόμους. Το χειμώνα, όμως, δεν συναντά ψυχή και όσοι ζουν εκεί
είναι στις δουλειές τους. Γι’ αυτό πολλές μέρες κατεβαίνει μέχρι το σταθμό,
ακόμα κι αν βρέχει ή χιονίζει, παρότι ξέρει πως ύστερα θα πρέπει να γυρίσει
περπατώντας. Αυτός είναι ο λόγος που χαίρεται τόσο πολύ όταν έρχεται το
καλοκαίρι και, μαζί με αυτό, ο πατέρας μου και εγώ, πιστοί κάθε χρόνο στο
ραντεβού μας.
Φέτος, όπως είπα, φτάσαμε πιο αργά.
Ο Τεόφιλο μάς περίμενε εδώ και μέρες και είχε αρχίσει πια να ανησυχεί. Φοβόταν,
μας εξομολογήθηκε, μήπως μας είχε συμβεί κάτι. Τον συναντήσαμε στην είσοδο του
χωριού, στην παράκαμψη του δρόμου, καθισμένο σε έναν κορμό (φέτος το χειμώνα
κόψανε τις λεύκες και ο δρόμος φαντάζει διαφορετικός, σαν να άλλαξε το τοπίο)
και σαν μας είδε να φτάνουμε, μας αναγνώρισε αμέσως, παρόλο που τα αυτοκίνητα
του φαίνονται όλα ίδια. Με την όσφρηση. Ο Τεόφιλο έχει μια έκτη αίσθηση που του
επιτρέπει όχι μόνο να ξέρει ποιος ταξιδεύει σε κάθε αυτοκίνητο, αλλά και τη
δουλειά ή το λόγο που τον φέρνει. Είναι πολλά τα χρόνια που καθισμένος βλέπει
να περνούν από μπροστά του η ζωή και οι άνθρωποι.
Μόλις φτάσαμε στο σπίτι, μας βοήθησε
να ξεφορτώσουμε τα πράγματα και, ύστερα, ο πατέρας μου και εκείνος έκαναν μια
βόλτα ως το Καρμπαχάλ, που είναι το αγαπημένο τους μέρος τα απογεύματα. Από
εκεί φαίνεται η Λα Μάτα και όλη η κοιλάδα της Λα Μπεθίγια, μέχρι το ρέμα της Λα
Κάντανα. Γύρισαν μετά από δύο ώρες, στις οκτώ και μισή ακριβώς, ώρα που
συνηθίζει να δειπνεί ο πατέρας μου. Ο Τεόφιλο δειπνεί πιο αργά. Προηγουμένως,
ρίχνει μια ματιά στο περιβόλι ή πιάνει για λίγο την κουβέντα μαζί μου πριν
επιστρέψει στο σπίτι του. Φέτος το χειμώνα, μου διηγήθηκε, ο γιατρός τον
υποχρέωσε να κάνει δίαιτα και, παρότι εξακολουθεί να είναι χοντρός (αντί για
χοντρός, εγώ θα έλεγα γαλήνιος), έχει χάσει έξι κιλά και αισθάνεται πολύ
καλύτερα. Κουράζεται, λέει, λιγότερο από πριν.
Μόλις δειπνήσει, έρχεται ξανά σπίτι
μας. Συνήθως έχει ήδη νυχτώσει, ακόμα και τώρα που τα απογεύματα διαρκούν
περισσότερο, και κάθεται με τον πατέρα μου μέχρι να έρθει η ώρα να πάει για
ύπνο. Συνήθως μέχρι τις δώδεκα, αν και, μερικές φορές, αν περνούν ευχάριστα,
μέχρι τη μία. Αν κάνει καλό καιρό, όπως σήμερα, κάθονται δίπλα στην πόρτα, κάτω
από το υπόστεγο, ή κοντά στις τριανταφυλλιές. Όταν πιάνουν οι δροσιές στα τέλη
Αυγούστου ή όταν αρχίζει να κάνει κρύο το Σεπτέμβριο, κάθονται στο σαλόνι,
κοντά στο τζάκι.
Ο πατέρας μου μόλις και μετά βίας
τού μιλάει. Στην πραγματικότητα, εδώ και αρκετά χρόνια –από τότε που πέθανε η
μητέρα μου–, ο πατέρας μου δεν μιλάει σχεδόν σε κανέναν. Κλείνεται στον εαυτό
του, λες και είναι άρρωστος, και περνάει έτσι τον καιρό του, απορροφημένος από
τον εαυτό του ή το τοπίο. Έτσι κάνει όλο το χρόνο, στη Λεόν, όπου ζει, ή όπου
αλλού και αν βρίσκεται (τις ελάχιστες φορές που ταξιδεύει), αλλά στη Λα Μάτα η
κατάσταση χειροτερεύει, σαν να του φέρνει πολύ παλιές αναμνήσεις το σπίτι όπου
γεννήθηκε και στο οποίο η μητέρα μου και εκείνος περνούσαν κάποιους μήνες κάθε
χρόνο. Τον Τεόφιλο, όμως, δεν τον νοιάζει που δεν του μιλάει ο πατέρας μου.
Μερικές φορές, μιλάει μόνος του, στο κενό (καθώς κάθε χρόνο που περνάει
κουφαίνεται όλο και περισσότερο, ούτε καν που παίρνει είδηση αν τον ακούνε),
και άλλες τον πιάνει ο ύπνος με το κεφάλι γερμένο. Όταν τους βλέπει κανείς από
το υπόστεγο, στο φως του παραθύρου και του φεγγαριού, μοιάζουν με δυο σκιές που
συγχέονται με τις σκιές των τριανταφυλλιών.
Όταν γνώρισε τον πατέρα μου, ο
Τεόφιλο αμέσως απέκτησε οικειότητα μαζί του. Και οι δυο τους είχαν ζήσει στο
ίδιο μέρος, την κοιλάδα του Σαμπέρο, και είχαν κοινούς φίλους, παρότι οι δυο
τους δεν γνωρίζονταν τότε. Την εποχή που ο πατέρας μου εγκαταστάθηκε εκεί ως
δάσκαλος, ο Τεόφιλο είχε εγκαταλείψει πλέον το ανθρακωρυχείο και είχε πάει να
δουλέψει σε άλλο μέρος. Μετά, οι δυο τους ακολούθησαν διαφορετικές πορείες, ο
καθένας πήρε το δρόμο του, μέχρι που συναντήθηκαν ξανά στη Λα Μάτα. Η σύμπτωση,
όμως, να έχουν ζήσει στο ίδιο μέρος και να γνωρίζουν τόπους και πρόσωπα που οι
υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού αγνοούσαν, συν το γεγονός ότι και οι δυο τους
ήταν ξένοι στη Λα Μάτα (ο Τεόφιλο γιατί καταγόταν από άλλο μέρος και ο πατέρας
μου γιατί πήγαινε μόνο τα καλοκαίρια) τους έκανε αχώριστους φίλους. Και ας
βλέπονταν μόνο δυο μήνες το χρόνο.
Όταν πέθανε η μητέρα μου, η φιλία
τους δυνάμωσε, παρότι ο πατέρας μου πέρασε δύο χρόνια σχεδόν δίχως να μιλήσει
σε κανέναν. Ο Τεόφιλο είχε περάσει και αυτός την ίδια περιπέτεια και, αν και
έδειξε άλλο χαρακτήρα (αυτός, αντί να πάθει κατάθλιψη, αφιερώθηκε στο να
κυνηγάει χήρες, μέχρι που συνάντησε την Αουρέλια, με σκοπό να ξαναπαντρευτεί:
εγώ δεν είμαι ικανός να μείνω μόνος μου, μου είπε μια μέρα, αναφερόμενος στον
πατέρα μου), ήξερε ήδη τι σημαίνει αυτό. Έτσι, λοιπόν, άρχισε να συχνάζει στο
σπίτι μας και να κάνει συντροφιά στον πατέρα μου δίχως να τον νοιάζει το
γεγονός ότι εκείνος, μερικές φορές, δεν του έδινε καμία σημασία. Αυτός καθόταν
εκεί, κάτω από το υπόστεγο ή στο σαλόνι, αν έκανε κρύο, και αν ο πατέρας μου
του μιλούσε, μιλούσε και αυτός και αν όχι, παρέμενε βουβός. Και, όταν ήθελε,
έφευγε.
Σιγά-σιγά, όμως, καθώς περνούσαν τα
καλοκαίρια, ο Τεόφιλο κατάφερε αυτό που δεν είχαν καταφέρει ούτε οι ψυχίατροι
ούτε η οικογένεια, παρόλο που είχαμε προσπαθήσει με όλους τους τρόπους και όλα
τα δυνατά μέσα να κάνουμε τον πατέρα μου να ενδιαφερθεί ξανά για τα εγκόσμια. Ο
Τεόφιλο, για παράδειγμα, ήταν αυτός που κατάφερε, κατά τη διάρκεια του δεύτερου
ή του τρίτου καλοκαιριού, να κάνει τον πατέρα μου να μιλήσει για κάτι που να
μην έχει σχέση με τη μητέρα μου ή με την ανάμνησή της, και αυτός που τον έπεισε,
αργότερα, να τον συνοδεύσει στις βόλτες του στο χωριό, κάτι που ο πατέρας μου
συνήθιζε παλαιότερα, αλλά είχε να το κάνει από την ημέρα που έμεινε μόνος. Όταν
τελείωσε εκείνο το καλοκαίρι, ο πατέρας μου δεν θύμιζε σε τίποτα το πώς ήταν
στις αρχές Ιουλίου, μέχρι που είχε πάρει και κάποια κιλά. Ελάχιστα, μιας και,
σε αντίθεση με τον Τεόφιλο, πάντοτε υπήρξε πολύ αδύνατος. Μερικές φορές, όταν
τους βλέπω να έρχονται από μακριά, περπατώντας ανάμεσα στα σπίτια της Λα Μάτα,
μου θυμίζουν το Χοντρό και το Λιγνό.
Τώρα, όμως, κάθονται εδώ, κάτω από
το υπόστεγο, ατενίζοντας τα δέντρα και τα άστρα, όπως όλα τα καλοκαιρινά
βράδια. Είναι το πρώτο αυτού του καλοκαιριού που άρχισε πιο αργά· παρ’ όλα αυτά
τίποτα δεν έχει αλλάξει: η μυρωδιά του χόρτου, οι ήχοι του χωριού, το μπλε
χρώμα της νύχτας και η αντανάκλαση του φεγγαριού στα κλαδιά των δέντρων. Ακόμα
και η φράση του Τεόφιλο παραμένει απαράλλαχτη κάθε χρόνο όταν ξυπνάει ξαφνικά
και λέει στον πατέρα μου:
«Δεν κουνιέται φύλλο».
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Το παρόν
διήγημα του Χούλιο Γιαμαθάρες από τη συλλογή Στη μέση του πουθενά (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου) δημοσιεύτηκε
για πρώτη φορά στα ελληνικά στο περιοδικό Ευθύνη,
τεύχος 329, Μάιος 1999, σελ. 214-216.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου