Ο πειρατής
Πολυγένης
Το πειρατικό καράβι του πειρατή Πολυγένη βυθίστηκε στη
μέση του ωκεανού. Ο πειρατής Πολυγένης βρισκόταν τρεις ώρες στο νερό κι εκεί
που νόμιζε ότι θα πνιγόταν, είδε στεριά από μακριά. Κολύμπησε, κολύμπησε,
κολύμπησε κι έφτασε σε ένα νησάκι. Το νησάκι ήταν τόσο μικρό που χωρούσε μόνο
ένα άτομο! Σε εκείνο το μικροσκοπικό νησάκι δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Ήταν
ένας σκέτος βράχος και γύρω γύρω θάλασσα!
Περνούσαν οι μέρες και ο πειρατής Πολυγένης
πεινούσε και διψούσε πολύ, αφού σε εκείνο το μικροσκοπικό νησάκι δεν υπήρχε
τίποτα απολύτως. Πέρασαν ακόμα περισσότερες μέρες και ο πειρατής πεινούσε και
διψούσε ακόμα πιο πολύ. Κάθισε απογοητευμένος, και τότε είδε το κλαδάκι που
είχε φυτρώσει στο ξύλινο πόδι του. Θυμήθηκε ότι το ξύλινο πόδι τού το είχε
φτιάξει ένας ξυλουργός από χλωρό ξύλο μηλιάς. Γι’ αυτό φύτρωσε το κλαδάκι πάνω
στο ξύλινο πόδι.
Με τον καιρό, φύτρωσε κι άλλο κλαδάκι.
Και αργότερα κι άλλο. Κι άλλο. Και έφτασε μια μέρα που το ξύλινο πόδι γέμισε
μήλα και ο πειρατής Πολυγένης χόρτασε την πείνα του. Και ήταν μήλα τόσο ζουμερά
που έσβησε και τη δίψα του.
Όταν το ξύλινο πόδι έγινε ολόκληρη
μηλιά, ο πειρατής Πολυγένης την έκοψε και έφτιαξε με αυτήν ένα καράβι.
Και έτσι, τελικά κατάφερε να φύγει από
εκείνο το μικροσκοπικό νησάκι στη μέση του ωκεανού.
Το πηγάδι των ευχών
Έφτασε κάποτε στο πηγάδι των ευχών ένας άντρας που
επιθυμούσε να γίνει πλούσιος. Πριν ρίξει μέσα το νόμισμα, έσκυψε να δει αν ήταν
κανονικό πηγάδι, με το νερό του και τα όλα του. Όμως εκεί κάτω όλα φαίνονταν
πολύ σκοτεινά, γι’ αυτό έσκυψε ακόμα περισσότερο. Έσκυψε τόσο που έχασε την
ισορροπία του και έπεσε στον πάτο του πηγαδιού.
Στον πάτο του πηγαδιού των ευχών δεν
υπήρχε νερό, παρά μόνο όλα τα νομίσματα που είχαν ρίξει πριν από εκείνον
χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά για να κάνουν μια ευχή. Έτσι λοιπόν
πραγματοποιήθηκε η ευχή του να γίνει πλούσιος.
Αμέσως όμως αντιλήφθηκε ότι εκεί δεν
υπήρχε τίποτα για να αγοράσει, άρα όλη εκείνη η περιουσία τού ήταν άχρηστη.
Έτσι λοιπόν, έριξε το νόμισμά του πάνω στα άλλα και ευχήθηκε με όλες του τις
δυνάμεις να τον βγάλει κάποιος από το πηγάδι.
Ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα
Ο πρίγκιπας με τα χρυσά μαλλιά και η πριγκίπισσα με τα
χρυσά μαλλιά ζούσαν στον πιο ψηλό πύργο του κάστρου. Όταν ο πρίγκιπας με τα
χρυσά μαλλιά και η πριγκίπισσα με τα χρυσά μαλλιά φιλήθηκαν, ακούστηκε ένα
«παφ!» και ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα μεταμορφώθηκαν σε βατράχια. Τότε
άφησαν τον πύργο και πήγαν να ζήσουν στο νερό της τάφρου γύρω από το κάστρο.
Και ζήσαμε εμείς καλά και τα βατράχια καλύτερα.
Η κυρία και
οι πυροσβέστες
Η κυρία με την μπλε ρόμπα
και τα μπικουτί στα μαλλιά πετάχτηκε στο μπαλκόνι και ούρλιαξε:
-Τρέξτε! Βοήθεια!
Πυροσβεστική! Πυροσβεστική!
Κατέφθασαν
οι πυροσβέστες με το κόκκινό τους όχημα, με τη σειρήνα στη διαπασών. Η κυρία με
την μπλε ρόμπα και τα μπικουτί στα μαλλιά συνέχιζε να ουρλιάζει:
-Βοήθεια!
Πυροσβεστική!
Ένας
πυροσβέστης στήριξε τη σκάλα στην πρόσοψη του κτιρίου και ανέβηκε, με τη μάνικα
στο χέρι, μέχρι το μπαλκόνι όπου φώναζε η κυρία με την μπλε ρόμπα και τα
μπικουτί στα μαλλιά.
-Τι
συμβαίνει, κυρία με την μπλε ρόμπα και τα μπικουτί στα μαλλιά;
-Τα
γεράνια μου! Τα πανέμορφα γεράνια μου ξεραίνονται!
Στο
μπαλκόνι υπήρχαν διάφορες γλάστρες με μισοκιτρινισμένα γεράνια. Ο πυροσβέστης
άνοιξε τη μάνικα και πότισε τα γεράνια, που μέσα σε λίγες μέρες πρασίνισαν και
έβγαλαν μερικά λουλούδια.
Ο άνεμος
Ο άνεμος ξυπνάει πολύ νωρίς
και πηγαίνει στη δουλειά. Ο άνεμος έχει μπροστά του μια κοπιαστική μέρα: κινεί τους ανεμόμυλους, στεγνώνει τα ρούχα
των ανθρώπων, ρίχνει τα φύλλα από τα δέντρα, σπρώχνει τα ιστιοφόρα…
-Πάλι καλά
που η θάλασσα δεν είναι ανηφορική! λέει.
Ο
άνεμος δουλεύει πολύ, αλλά έχει κι
ελεύθερο χρόνο. Ο άνεμος, στον ελεύθερό του χρόνο, διασκεδάζει όσο περισσότερο
μπορεί: παίρνει τα καπέλα από τους
κυρίους, χαλάει τα μαλλιά των κυριών, κλείνει απότομα τις πόρτες...
Ο άνεμος
διασκεδάζει όσο περισσότερο μπορεί. Μερικές φορές, ενώ σφυρίζει το αιώνιο
τραγούδι του, εμφανίζεται ως ανεμοστρόβιλος, που συνεχώς στριφογυρίζει. Γιατί
ένας ανεμοστρόβιλος δεν είναι παρά ο άνεμος που χορεύει.
Το
ρολόι της Έμμας
Η Έμμα ήταν ακόμα πολύ μικρή, και οι
γονείς της δεν της έπαιρναν ρολόι. Στην Έμμα άρεσε πολύ το ρολόι του πατέρα της, με το λευκό καντράν και τους χρυσούς του δείκτες,
και το δείκτη δευτερολέπτων που κινούνταν κάθε δευτερόλεπτο. Τότε, η Έμμα ζωγράφισε με
μπλε στυλό ένα ρολόι στον
αριστερό της καρπό. Πρώτα σχεδίασε το καντράν, έπειτα
το λουράκι και, τέλος, τους
δείκτες. Το ζωγραφισμένο
ρολόι της Έμμας έδειχνε δέκα και τέταρτο. Το
ζωγραφισμένο ρολόι της Έμμας ήταν πολύ
ωραίο. Το ξανακοίταξε μετά από πέντε λεπτά
και έδειχνε δέκα και είκοσι.
Το βουνό
Το πρώτο βουνό που υπήρξε στον κόσμο ήταν ένα βουνό
πολύ φιλόδοξο. Το πρώτο βουνό που υπήρξε στον κόσμο ήθελε να γίνει ακόμα πιο
ψηλό απ’ ό,τι ήταν. Άρχισε να ψηλώνει, να ψηλώνει, να ψηλώνει και ψήλωσε τόσο
πολύ που χτύπησε το κεφάλι του στο Φεγγάρι. Το βουνό έβγαλε ένα τεράστιο
καρούμπαλο και για να ανακουφιστεί έβαλε πάγο.
Γι’ αυτό σήμερα τα πολύ ψηλά βουνά
έχουν πάγο στην κορυφή.
Η μάγισσα και ο ξυλοκόπος
Η μάγισσα του δάσους ήταν ερωτευμένη με τον ξυλοκόπο
του δάσους. Όμως στον ξυλοκόπο του δάσους δεν άρεσε η μάγισσα του δάσους επειδή
ήταν πολύ άσχημη.
Τότε, η μάγισσα του δάσους αποφάσισε να
φτιάξει ένα φίλτρο που, όταν θα το έπινε ο ξυλοκόπος του δάσους, θα την
ερωτευόταν κεραυνοβόλα.
Η μάγισσα του δάσους άναψε φωτιά,
έβαλε πάνω το μπρούτζινο καζάνι της και έριξε μέσα ένα μάτι από βάτραχο με
μυωπία, τρία καπνιστά φτερά νυχτερίδας, σάλια από σκαθάρι, νύχια μαύρης γάτας
με άσπρες βούλες, δύο τρίχες από σβέρκο μαϊμούς και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.
Έδωσε στον ξυλοκόπο του δάσους να πιει το φίλτρο, όμως ο ξυλοκόπος του δάσους
δεν ερωτεύτηκε τη μάγισσα του δάσους.
Τότε η μάγισσα του δάσους άναψε ξανά φωτιά,
ξανάβαλε πάνω το μπρούτζινο καζάνι της και έριξε μέσα δύο λίτρα νερό, ένα κιλό
χοιρινό, μία πρέζα αλάτι, ένα κρεμμύδι, δύο καρότα, μία πιπεριά, θυμάρι, δάφνη,
μαϊντανό, δύο σκελίδες σκόρδο, μία ντομάτα και μία σταγόνα ελαιόλαδο.
Η μάγισσα του δάσους έφτιαξε μια
υπέροχη σούπα και την έδωσε στον ξυλοκόπο του δάσους να τη φάει. Και στον ξυλοκόπο
του δάσους άρεσε τόσο πολύ η σούπα, που ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τη μάγισσα του
δάσους, επειδή ο ξυλοκόπος του δάσους ήταν καλοφαγάς.
Το σπίτι του Μπρουέλ
Το μανιτάρι όπου ζούσε ο Μπρουέλ, ο μικρός νάνος, ήταν
ένα από τα πιο κεντρικά εκείνου του μανιταροχωριού. Το μανιτάρι όπου ζούσε ο
Μπρουέλ, ο μικρός νάνος, ήταν πολύ χαριτωμένο και είχε υπέροχη θέα. Όλα του
πήγαιναν πολύ καλά του Μπρουέλ στο καταπληκτικό του μανιτάρι.
Όλα πήγαιναν πολύ καλά, ώσπου ο Μπρουέλ
παντρεύτηκε, απέκτησε τρία παιδιά, και το σπίτι πλέον ήταν πολύ μικρό.
Χρειαζόταν ένα μεγαλύτερο μανιτάρι για να ζήσουν και έβγαλε προς πώληση αυτό
που είχε.
Ο Μπρουέλ τοποθέτησε μπροστά στο
μανιτάρι του μια ταμπέλα που έλεγε
ΠΩΛΕΙΤΑΙ
όμως περνούσαν οι εβδομάδες και όσα του πρόσφεραν για εκείνο
ήταν λίγα, γιατί το μανιτάρι ήταν μικρό.
Όταν πλέον είχε απελπιστεί πολύ, ο
Μπρουέλ, ο μικρός νάνος, είχε μια εξαιρετική ιδέα. Το σπίτι του ήταν ένα
μανιτάρι που τρωγόταν, και μάλιστα από τα πιο περιζήτητα. Θυμήθηκε ότι οι
άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν πολλά χρήματα για τα μανιτάρια. Έτσι
πούλησε το σπίτι του σε ένα μάγειρα, ο οποίος το μαγείρεψε στο εστιατόριό του
με ρύζι και κρέας.
Ο Έκτορας και ο χιονάνθρωπος
Η μέρα ξημέρωσε χιονισμένη, και στα πεζοδρόμια τα
παιδιά έφτιαχναν χιονάνθρωπους. Ο Έκτορας έφτιαξε κι αυτός έναν. Τοποθέτησε
πρώτα μια μεγάλη χιονόμπαλα. Πάνω σε εκείνη τη μεγάλη χιονόμπαλα τοποθέτησε
άλλη μία, λίγο πιο μικρή. Και πάνω σε
αυτή, τοποθέτησε άλλη μία ακόμα πιο μικρή
για κεφάλι.
Ο Έκτορας τού φόρεσε ένα παλιό, ψηλό
καπέλο που είχε βρει στη σοφίτα του σπιτιού του. Για μύτη, του έβαλε ένα
καρότο.
Και τότε ήταν που μέσα από το ψηλό
καπέλο, το οποίο ανήκε κάποτε σε κάποιο μάγο, βγήκε ένα κουνέλι και έφαγε τη
μύτη του χιονάνθρωπου, που την είχε φτιάξει ο Έκτορας με ένα καρότο.
Το δίδυμο Pinto & Chinto αποτελείται από τους γαλικιανούς γελοιογράφους
David Pinto (1975) και Carlos López (1967).
Συνεργάζονται με την εφημερίδα La Voz de Galicia. Οι παρούσες ιστορίες περιλαμβάνονται στο βιβλίο Cuentos para niños que se duermen enseguida (Εκδόσεις Kalandraka, 2010).
Η συλλογική μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος «Μεταφρασεολογία,
μετάφραση ισπανικής λογοτεχνίας στα ελληνικά» που διδάσκει ο επίκουρος
καθηγητής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας
του ΑΠΘ. Συμμετείχαν οι σπουδάστριες και οι σπουδαστές: Χριστέλεν Ανδρέογλου, Γεωργία
Θεοδωρίδη, Ιωάννης, Ίσερης, Αλεξάνδρα Κοκκίνη, Ελένη Κονδυλίδου, Κωνσταντίνα
Κοροξένου, Σταματία Λουτράρη, Γεώργιος Μανιώτης, Χριστίνα Μαυρουδή, Μαργαρίτα
Μπαστρογιάννη, Ελισάβετ Παμλίδου, Κατερίνα Πιπίδου, Γεωργία Σαββίδου, Βαλεντίνα
Σαντόρο, Ερμιόνη Σαρηκεχαγιά, Αθανάσιος Τρίπκος, Τάσος Τσουμάνης, Έλενα
Χατζηκυριάκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου