Εκείνη,
αναφερόμενη στον πόνο που της προκαλούν κάποια καινούργια σκουλαρίκια: «Είναι
σαν κάποιους ανθρώπους. Παύουν να σε πονούν όταν τους συνηθίσεις».
Δεν
άντεχε την επικράτηση των CD. Σκεφτόταν
πως θα έπρεπε κάτι να γίνει ώστε να αποτραπεί η εξαφάνιση των άλλων δίσκων από
προσώπου γης, εκείνων που γνώριζε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της.
Δεν φανταζόταν την ακρόαση ηχογραφημένης μουσικής
δίχως την αιώνια παρουσία των μεγάλων δίσκων βινυλίου –μαύρων σαν το κάρβουνο
και λεπτών σαν τις σελίδες ενός βιβλίου–, δίχως να τους βλέπει να γυρνούν στο πικάπ,
καθώς η βελόνα προχωρούσε ανέγγιχτη στο μικροσκοπικό αυλάκι, σαν το αργοκίνητο
τραίνο που επιμένει στην ατελείωτη περιστροφή του, σ’ αυτό το φανταστικό ταξίδι
προς το αμετακίνητο κέντρο.
Η
λεπτοί τρόποι και οι φροντίδες που επωμιζόταν ώστε να αποφύγει τη φθορά τους,
ήταν γι’ αυτή αστείρευτη πηγή ευχαρίστησης. Με τι προσοχή έβγαζε το δίσκο από τη
θήκη, τέντωνε τα δάχτυλά της μέχρι να τον κρατήσει καλά, αποφεύγοντας να
αγγίξει τα αυλάκια του, σαν να επρόκειτο για φρεσκοοργωμένο χωράφι, και τον
πλησίαζε στο πικάπ. Πώς φωτίζονταν τα μάτια της όταν άρχιζε να γυρίζει, όταν
λίγο αργότερα η μουσική γέμιζε το χώρο, όχι τόσο σαν να ήταν γραμμένη πάνω του,
αλλά σαν να την καλούσε με την αέναη περιστροφή του.
Ένα CD δεν διέφερε από μια ραδιοφωνική συσκευή. Δεν ανέδυε
την ομορφιά, την απολαυστική ελαφρότητα, του ονειροπόλου δίσκου, την ψευδαίσθηση
πως όλα γυρίζουν μαζί μ’ αυτόν: το δωμάτιο, το σπίτι, οι σκάλες, ο δρόμος, η
πόλη ολόκληρη· δεν είχε τη μαγεία του ανέφικτου χορού, που είναι η μοναδική επιδίωξη
κάθε αληθινού χορευτή: να μην κινείται, να βρίσκεται σε πλήρη ηρεμία και ετοιμότητα,
να αφήνεται τελείως σ’ αυτούς τους ομόκεντρους κύκλους, όπως τα ουράνια σώματα στους
νόμους της βαρύτητας, όπως τα φύλλα στη δίνη του ανέμου, όπως τα αγκαλιασμένα
ζευγάρια στη γιγάντια ρόδα του λούνα παρκ.
Η
εμμονή της με τα λεπτεπίλεπτα πράγματα. Το οστεώδες πρόσωπο του Κάφκα, τα
γλυπτά του Τζακομέτι, οι πίνακες του Μοντιλιάνι, γέμιζαν τους τοίχους του δωματίου
της. Η λατρεία της για το νερό, στο οποίο βουτούσε με το κεφάλι και γλιστρούσε
σαν χέλι, η αγάπη της για το ποδήλατο, η τάση της να φορά μαύρα, που την
αδυνάτιζαν ακόμα περισσότερο. Η ταχύτητά της· κανείς δεν την έβλεπε να καταφτάνει,
κανείς δεν προλάβαινε να μαντέψει τις σκέψεις της, όλοι είχαν την εντύπωση ότι,
όταν θα γύριζαν να την κοιτάξουν, θα έβρισκαν το κάθισμά της άδειο.
Η ομορφιά
της ερήμου. Το απαλό κυματιστό τοπίο, η απέραντη έκταση από άμμο, απαλή στο
άγγιγμα όπως η καυτή σάρκα στα κορμιά των εραστών. Του μίλησε για το κρύο που έπιανε τα βράδια, και
του έδειξε φωτογραφίες όπου πράγματι εμφανιζόταν μαζί με φίλους, γύρω από
αδύναμες φωτιές. Το πρωί έπαιζαν στους αμμόλοφους. Σκαρφάλωναν ως την κορυφή
τους και καθισμένοι σε κομμάτια πλαστικό, γλιστρούσαν στις πλαγιές, σαν να
έκαναν έλκηθρο στο χιόνι ή σαν να καβαλούσαν κοκαλιάρικα άλογα μέσα στα μουσκεμένα
από την πάχνη λιβάδια.
Του είπε
πως είχε ένα μυστικό. Ποτέ δεν είχε μιλήσει γι’ αυτό σε κανέναν, μα κάποια
μέρα, κάποτε, θα του το αποκάλυπτε. Εκείνη τη στιγμή, το πρόσωπό της απέκτησε
μια έκφραση απίστευτης σοβαρότητας, σαν να πρόσθετε «είναι τρομερό μυστικό». Αμέσως
όμως έγειρε να τον φιλήσει και τα μάτια της γέμισαν με φώς, σαν να είχε
υποχωρήσει το μαύρο σύννεφο, αφήνοντας να αποκαλυφθεί ο κίτρινος ήλιος.
Εκείνες τις ημέρες συμπληρώνονταν εβδομήντα
πέντε χρόνια από τη βύθιση του «Τιτανικού»,
και όλες οι εφημερίδες αφιέρωναν χώρο στις σελίδες τους για να σχολιάσουν
αυτό το συμβάν. Στα χρονικά εκείνης της εποχής και τις αναφορές των τεχνικών,
έρχονταν να προστεθούν οι μαρτυρίες επιζώντων και άμεσα εμπλεκομένων στην
τραγωδία.
Ο Φυσιογνώστης διάβασε ανεξαιρέτως όλα τα
άρθρα, αφού ανέκαθεν θεωρούσε αυτό το γεγονός –της βύθισης του Τιτανικού– ένα από τα πιο θλιβερά
γεγονότα στην πρόσφατη ιστορία της ανθρωπότητας. Μια από τις μαρτυρίες τον
συγκίνησε τόσο, που σχεδόν τον έκανε να κλάψει. Επρόκειτο για το γράμμα πού
είχε στείλει κάποιος νεαρός Γιουγκοσλάβος στη μητέρα του, λίγες μέρες πριν το
τραγικό συμβάν, και στο οποίο μιλούσε για τη ζωή του στο πολυτελές υπερωκεάνιο.
Ήταν πολύ νέος και ταξίδευε στην τρίτη θέση. Από το κατάστρωμα κοιτούσε τα πιο
ψηλά επίπεδα που προορίζονταν για τους ταξιδιώτες της πρώτης θέσης. Τα πολύβουα
σαλόνια, το ανάλαφρο περιδιάβασμα των γυναικών, τις φανταχτερές τουαλέτες τους
και την παιχνιδιάρικη διάθεση των συνοδών τους, που τις γυρόφερναν ευδιάθετοι
με τα πανάκριβα μαύρα κοστούμια τους, σαν νυχτερίδες βουτηγμένες στο λάδι. Μόνο
λόγια θαυμασμού είχε να πει γι’ αυτόν τον εκτυφλωτικό κόσμο των αιώνιων υποσχέσεων
και έγραφε στη μητέρα του πως κάποια μέρα θα έβγαζε αρκετά χρήματα ώστε να την
πάρει μαζί του σε κάποιο από εκείνα τα ταξίδια, μαζί με τα αργόσχολα πλάσματα
που περιφέρονταν στα πολυτελή καταστρώματα, μέσα στην αχανή νύχτα, στη δυσοίωνη
παρουσία της θάλασσας, δίχως καμιά αίσθηση κινδύνου, με την οικειότητα που θα
ένοιωθαν στους διαδρόμους της λέσχης τους. Μιλούσε, ακόμα, για τη ζωή στο
κατώτερο επίπεδο. Το σαματά που έκαναν οι όμοιοί του: μετανάστες, ταπεινοί
άνθρωποι από κάθε γωνιά της γης, με τους οποίους παρόλο που δεν μιλούσε την
ίδια γλώσσα, κατάφερνε να επικοινωνήσει χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. «Αρκεί να
κοιταχτούμε στα μάτια», της έλεγε, «είναι η γλώσσα των φτωχών».
Ούτε ο Φυσιογνώστης
κουραζόταν να την κοιτάζει. Κάποιες φορές ήταν σαν να βρισκόταν αυτός κάτω, στο
επίπεδο που προοριζόταν για τους φτωχούς, και εκείνη στα αστραφτερά σαλόνια, στο
περίλαμπρο παρόν των πλουσίων και των εκλεκτών. Τότε οι κινήσεις της, αποκτούσαν
αισθητική τελειότητα, την ελαφρότητα των νυκτερινών πεταλούδων, των πιο
ευχάριστων σκέψεων· και αυτός την κοιτούσε θαμπωμένος, τρέμοντας μπροστά σε τέτοια
απαράμιλλη ομορφιά, νοιώθοντας όμως ταυτόχρονα την αγεφύρωτη απόσταση, τον πόνο
που προξενούσε ο διαχωρισμός των δύο κόσμων.
Άλλες
φορές πάλι, εκείνη αποτελούσε μέρος του σιωπηλού κοπαδιού που συνωστιζόταν στο
κατώτερο επίπεδο. Τότε ήταν που του άρεσε περισσότερο, γιατί δεν ήταν ανάγκη να
μιλάνε, τους αρκούσε να κοιτάζονται στα μάτια, να κοιτάζονται παντοτινά για να
αισθανθούν ότι έλεγαν τα πάντα, ακόμη και αν δεν ήξεραν το πώς, ούτε το τι.
Μπορούσαν να περνούν ατελείωτες ώρες δίχως να κάνουν τίποτ’ άλλο από το να
παραμένουν έτσι, να κοιτάζονται σιωπηλά, κύριοι, εν αγνοία τους, των χιλιάδων
αποχρώσεων που εκφράζει διακριτικά η γλώσσα των φτωχών. Σαν ο χρόνος να είχε
σταματήσει σ’ αυτή την αέναη συζήτηση, σαν να τους ήταν αρκετό να συγκεντρωθούν
λίγο, ώστε να νοιώσουν τον ψίθυρο της διασταλμένης ίριδας, το τρεμόπαιγμα των
βλεφαρίδων.
Εκείνο το απόγευμα, μετά από μια τέτοια
συνεύρεση, ο Φυσιογνώστης αποφάσισε να τη βάλει σε μια δοκιμασία που είχε μόλις
επινοήσει, ώστε να διαπιστώσει τα πραγματικά όρια της αγάπης της. Έπρεπε να
ανατρέξει στην εποχή που ο «Τιτανικός» ετοιμαζόταν
να ξεκινήσει το μοιραίο και λαμπρό ταξίδι του. Η δοκιμασία δεν ήταν άλλη από το
δίλημμα να διαλέξει αν θα έκανε ή όχι αυτό το ταξίδι μαζί του. Με μια
διευκρίνιση: μόλις πατούσαν το πόδι τους στο κατάστρωμα, θα ξεχνούσαν και οι
δύο το δυστύχημα που τους περίμενε μέσα στη νύχτα, το τρομερό ναυάγιο, ώστε να συμμετάσχουν,
χαρούμενοι και αποφασισμένοι, στον ορυμαγδό των μεγάλων σαλονιών και των αστραφτερών
καμπίνων. Ο Φυσιογνώστης τής εξήγησε τους όρους αυτής της δοκιμασίας και τη
ρώτησε, συγκρατώντας με δυσκολία τη συγκίνηση του. «Θα ερχόσουν μαζί μου στον «Τιτανικό»;».
Εκείνη,
ευδιάθετη, κούρνιασε στο στήθος του και άρχισε να του ξεκουμπώνει το πουκάμισο.
«Φυσικά», του είπε, «χωρίς τον παραμικρό δισταγμό», ενώ έβαζε το χέρι της κάτω
από τα ρούχα του και άρχιζε να του χαϊδεύει την κοιλιά, κάπως στρογγυλεμένη
εκείνη την εποχή, αφού ο Φυσιογνώστης, προκειμένου να κατανικήσει το άγχος που
του προκαλούσαν τόσοι αποχωρισμοί, το είχε ρίξει στο φαγητό. Και πρόσθεσε παιχνιδιάρικα:
«Εγώ το σωσίβιό μου, το έχω ήδη έτοιμο».
Ο Γουστάβο Μαρτίν Γκάρθο γεννήθηκε στο Βαγιαδολίδ της Ισπανίας το 1948. Το
1994 του απονεμήθηκε το κρατικό βραβείο πεζογραφίας για το μυθιστόρημά του
El
lenguaje de las fuentes.
Η μετάφραση είναι προϊόν των
σεμιναρίων λογοτεχνικής μετάφρασης του ισπανικού τμήματος του ΕΚΕΜΕΛ.
Συμμετείχαν οι σπουδαστές Λία Δεσποτίδου, Ιφιγένεια Ντούμη, Μαρία Ξυλάκη,
Αθανασία Ψωμά, υπό την εποπτεία του διδάσκοντα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου