Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022

Βιβλιοκριτική του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου για Τα Άγια Νήπια του Μiguel Delibes

 

Γοητευτική κατάργηση της τελείας.

Η ισπανική επαρχία της εποχής Φράνκο «εικονογραφημένη» ιδανικά από τον μακροπερίοδο λόγο του Μιγκέλ Ντελίμπες

 

MIGUEL DELIBES
Τα άγια νήπια
μτφρ.: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
εκδ. Ποταμός, σελ. 168

Τα «Άγια νήπια» είναι έξι προτάσεις. Αν ήθελα λοιπόν να με αποκαλέσουν συνεπή, θα έπρεπε να ολοκληρώσω αυτό το άρθρο σε ισάριθμες κινήσεις. Μα φαντάζομαι πως τέτοιου είδους πειραματισμοί δεν επιτρέπονται σε μια εφημερίδα, αλλά μόνο στο πεδίο της λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία είναι ελευθερία, είχε πει η Σόνταγκ.

Όταν λέω πως το μυθιστόρημα του Ντελίμπες έχει γραφτεί με μια χούφτα μονοκοντυλιές, κυριολεκτώ. Στον βαθμό που θα μπορούσαν να είναι έξι πλάνα μεγάλης διάρκειας τα οποία σαρώνουν την ισπανική επαρχία, κατά την περίοδο του Φράνκο. Όπως εκείνες οι εικόνες που φιλμάρει ο Ερίθε στα οροπέδια της Καστίλλης: οι άνθρωποι, τα ζώα και ο τόπος έχουν μια μαγική δύναμη που αναπόφευκτα σε οδηγούν σ’ ένα πηγάδι. Σκύβοντας, ανακαλύπτεις με τρόμο την αθώα εκδοχή σου.

Συχνά δεν καταλαβαίνω τους λόγους που ένας συγγραφέας διαλέγει τον μακροπερίοδο λόγο. Ωστόσο, διαβάζοντας τις ιστορίες που εκτυλίσσονται στο Υποστατικό και ακολουθούν τον θίασό του –αφέντες και δούλοι γεμάτοι εμμονές οι οποίες έρχονται να τους ριζώσουν ακόμα πιο βαθιά στις ανικανοποίητες επιθυμίες τους–, αναρωτιέμαι γιατί το σύνολο της λογοτεχνίας δεν έχει φτιαχτεί αποκλειστικά από ατέλειωτες αράδες που εκτείνονται σε είκοσι σελίδες η κάθε μία, όπως κάνει με τόση άνεση ο Ντελίμπες.

Είναι σαν η τελεία να έχει εξοστρακιστεί από τη γραμματική κι εμείς να την έχουμε ξεχάσει για πάντα. Ίσως οι τελείες του κειμένου είναι τα πουλιά που πέφτουν στο χώμα από τα σκάγια του κυρίου Ιβάν. Ένας μανιακός κυνηγός που έχει βάλει στόχο να ξεκαρφιτσώσει από τον ουρανό τη στίξη του.

Ο Ντελίμπες ήταν ένας ήσυχος, σταθερός άνθρωπος. Γεννήθηκε το 1920 και έζησε στο Βαγιαδολίδ έως τα γεράματα. Είχε επτά παιδιά. Η γυναίκα του πέθανε πρόωρα. Ο θάνατός της τον σημάδεψε. Του άρεσε το κυνήγι. Ήταν δημοσιογράφος και σκιτσογράφος. Έγραψε κάμποσα βιβλία. Βρίσκω μια τηλεοπτική συνέντευξή του από το ’76. Μιλάει ήρεμα. Χειρονομεί συγκρατημένα. Ανάβει ένα τσιγάρο. Το αυστηρό του ύφος είναι το ράμφος της μελαγχολίας του.

Διαβάζω τον Ντελίμπες όπως βλέπω το «Πνεύμα του μελισσιού» που εμφανίστηκε απροσδόκητα, σχεδόν σαν φάντασμα, σ’ ένα θερινό σινεμά της Αθήνας. Ειδικά, το εισαγωγικό και καλύτερο κεφάλαιο, με πρωταγωνιστή τον αιθεροβάμονα Αθαρίας, έναν τύπο που «περιφέρεται όλη μέρα του Θεού στο Υποστατικό μονολογώντας, μασώντας το τίποτα», θα ήταν περίφημο υλικό για τον Ερίθε: επειδή εκεί υπάρχει η απαραίτητη σιωπή γύρω από τις λέξεις, ικανή να πυροδοτήσει μια σειρά από κάδρα που ακόμη κι αν τοποθετηθούν γραμμικά, είναι έτοιμα να δραπετεύσουν στη στιβαρή ασάφεια του ονείρου.

Ο Αθαρίας έχει έναν μπούφο που τον ταΐζει κίσσες και αρουραίους. Ανεβαίνει στην οροσειρά και χάνεται στο δάσος με τις βελανιδιές. Έχει τη στοργική προσήλωση του φιλμικού Φερνάντο που φροντίζει τις μέλισσές του και τα στρογγυλά μάτια της εξάχρονης κόρης του, τα πιο υγρά μάτια στην ιστορία του σινεμά: τα κίτρινα χωράφια ασκούν πάνω της την «περίεργη έλξη της αβύσσου», επιδεινώνοντας τη δίψα της για φυγή.

Ο Αθαρίας διαγράφει έναν κύκλο πάνω από το μυθιστόρημα, όπως ένα πουλί που χαίρεται την τελευταία του βόλτα, από το πρώτο έως το έκτο κεφάλαιο –ο Ντελίμπες τα ονομάζει βιβλία–, είναι άλλωστε αυτός που σηκώνει την αυλαία για να βγει το μπουλούκι στη σκηνή: ο Πάκο, η Πουρίτα, ο Πέδρο, η Χιονίτσα, το Μικρό Κορίτσι, η Μίριαμ και ο Ιβάν. Παρόλο που είναι χωρισμένο σε δύο κοινωνικές τάξεις, όλοι έχουν στραμμένο το βλέμμα ψηλά, στον ουρανό. Μα την ίδια στιγμή είναι βιδωμένοι στο χώμα. Λες και τα πόδια τους έχουν κολλήσει στο μέλι.

Από εκεί ίσως προκύπτει η ανάγκη για κυνήγι. Υπάρχει μια δυσφορία απέναντι σε οτιδήποτε κινείται ελεύθερα. Ο Ιβάν το πυροβολεί. Ο Πάκο έχει όσφρηση σκύλου που βρίσκει άμεσα την πεταμένη λεία. Ο Πέδρο ο Διαχειριστής απαιτεί να περιοριστεί η έξυπνη Χιονίτσα σε υπηρέτρια. Ακόμη και ο Αθαρίας που μαζεύει στο σπίτι κάργιες, απολαμβάνει τη χαρά ενός νηπίου που αισθάνεται ιδιοκτήτης. Γι’ αυτό είναι τεράστιες οι προτάσεις του Ντελίμπες. Είναι σχοινιά και αλυσίδες.

Τα «Άγια νήπια» κυκλοφόρησαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 κι έχουν μεταφραστεί δις. Παρέα με τις «Πέντε ώρες με τον Μάριο», που θεωρείται το αριστούργημά του, τον μονόλογο διαρκείας της Κάρμεν που ξενυχτά τον νεκρό άντρα της, και τον εξαντλημένο «Αιρετικό», είναι τα μοναδικά βιβλία του Ντελίμπες που βρίσκει κανείς στη γλώσσα μας.

Λίγο πριν αφήσω το γραπτό, με πιάνει μια τρομερή υπνηλία και κοιμάμαι αρκετή ώρα. Όταν επιστρέφω στο γραφείο, χαζεύω το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης. Ένα πρόβατο, η ασπρόμαυρη φωτογραφία του, σε κόκκινο φόντο. Το κεφάλι έχει κοπεί από το υπόλοιπο σώμα. Αγουροξυπνημένος, προσπαθώ να δω αν βρίσκομαι μέσα στο κεφάλι που αιωρείται ή στριμωγμένος στο μαλλιαρό κορμί του ζώου που πατάει στη ματοβαμμένη γη.

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ, Η Καθημερινή, 30/10/2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου