Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

Μεταφράζοντας συλλογικά τον Manuel Vilas και την Ana Merino

 

MANUEL VILAS 

 

MUJERES 

 

No las ves que están agotadas, que no se tienen en pie, que son ellas las que sostienen cualquier ciudad, todas las ciudades. Con el matrimonio, con la maternidad, con la viudedad, con los golpes, ellas cargan con este mundo, con este sábado por la noche donde ríen un poco frente a un vaso de vino blanco y unas olivas. Cargan con maridos infumables, con novios intratables, con padres en coma, con hijos suspendidos. Fuman más que los hombres. Tienen cánceres de pulmón, enferman, y tienen que estar guapas. Se ponen cremas, son una tiranía las cremas. Perfumes y medias y bragas finas y peinados y maquillaje y zapatos que torturan. Pero envejecen. No dejan las mujeres tras de sí nada, hijos, como mucho, hijos que no se acuerdan de sus madres. Nadie se acuerda de las mujeres. La verdad es que no sabemos nada de ellas. Las veo a veces en las calles, en las tiendas, sonriendo. Esperan a sus hijos a la salida del colegio. Trabajan en todas partes. Amas de casa encerradas en cocinas que dan a patios de luces. Sonríen las mujeres, como si la vida fuese buena. En muchos países las lapidan. En otros las violan. En el nuestro las maltratan hasta morir. Trabajan fuera de casa, y trabajan en casa, y trabajan en las pescaderías o en las fábricas o en las panaderías o en los bares o en los bingos. No sabemos en qué piensan cuando mueren a manos de los hombres.

  

>.<>.<

 

MΑΝΟΥΕΛ ΒΙΛΑΣ

 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ

 

Δεν τις βλέπεις πως είναι εξουθενωμένες, πως δεν τις κρατούν τα πόδια τους, πως είναι αυτές που παίρνουν στις πλάτες τους οποιαδήποτε πόλη, όλες τις πόλεις. Με το γάμο, με τη μητρότητα, με τη χηρεία, με τα χτυπήματα, εκείνες φορτώνονται αυτόν τον κόσμο, αυτό το σαββατόβραδο που γελούν λιγάκι μπροστά σ’ ένα ποτήρι λευκό κρασί και μερικές ελιές. Φορτώνονται απαράδεκτους συζύγους, κακότροπους συντρόφους, πατεράδες σε κώμα, παιδιά μετεξεταστέα. Καπνίζουν πιο πολύ από τους άντρες. Έχουν καρκίνους του πνεύμονα, αρρωσταίνουν και πρέπει να είναι όμορφες. Βάζουν κρέμες, σκέτη τυραννία οι κρέμες. Αρώματα και καλσόν και κομψά κιλοτάκια και χτενίσματα και μακιγιάζ και παπούτσια βασανιστήριο. Αλλά γερνάνε. Δεν αφήνουν τίποτα πίσω τους οι γυναίκες, το πολύ πολύ παιδιά, παιδιά που δε θυμούνται τις μανάδες τους. Κανείς δε θυμάται τις γυναίκες. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτές. Τις βλέπω μερικές φορές στο δρόμο, στα μαγαζιά, να χαμογελάνε. Περιμένουν τα παιδιά τους έξω απ’ το σχολείο. Δουλεύουν παντού. Νοικοκυρές κλεισμένες σε κουζίνες που βλέπουν σε ακάλυπτους. Χαμογελούν οι γυναίκες, λες και η ζωή είναι ωραία. Σε πολλές χώρες τις λιθοβολούν. Σε άλλες τις βιάζουν. Στη δική μας τις κακομεταχειρίζονται μέχρι θανάτου. Δουλεύουν έξω από το σπίτι, και δουλεύουν και στο σπίτι, και δουλεύουν στα ψαράδικα ή στα εργοστάσια ή στους φούρνους ή στα μπαρ ή στα προπατζίδικα. Δεν ξέρουμε τι σκέφτονται όταν πεθαίνουν στα χέρια των ανδρών.  

 

Ο Manuel Vilas γεννήθηκε το 1962 στο Μπαρμπάστρο της Αραγωνίας και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ισπανούς λογοτέχνες. Το 2018, το μυθιστόρημά του Ordesa θεωρήθηκε από λογοτεχνικούς κριτικούς ως το καλύτερο ισπανικό μυθιστόρημα εκείνης της χρονιάς.

 

>.<>.<

 

ANΑ ΜΕΡΙΝΟ 

 

SALVAMENTO DE HORMIGAS

 

Salvamento de hormigas,

ese era mi lema

cuando llegaba el verano

y aparecían las hormigas grandes

junto a la piscina.

 

Se caían al agua, no sabían nadar

y estaban condenadas

a terminar en el filtro de la depuradora,

arrastradas por la leve

corriente circular de las hélices

de aquel motor que simulaba 

la energía de los manantiales.

 

Las hormigas grandes

eran mis preferidas,

también salvaba saltamontes

pero a las hormigas las apreciaba

por su temperamento laborioso,

por su forma de estar en este mundo

trabajando en equipo.

 

A todas las veía

como a una especie de ser

que deambulaba 

por debajo de la tierra.

 

Pensaba en sus túneles,

en las semillas que arrastraban, 

en las hojas recortadas,

en los restos de comida,

en todos los ingredientes

de esa bola de grasa que fabricaban,

el alimento con esencia de luz 

y de verano,

y las sentía felices todas juntas,

exactas en su apariencia 

de insectos hermanados

alrededor de su madre.

 

Por eso, no quería que se ahogaran,

y con el calor y los días largos,

comenzaba mi campaña tenaz y vigilante

para sacarlas del agua.

                        

La palma de mi mano

                       como una balsa esperanzada,            

                       como un islote de arena

                       donde descansaban exhaustas

                       secándose las antenas

con la brisa suave

de mi respiración.

                        

                        Salvamento de hormigas,

                        esa era la sustancia

                        de mis pensamientos,

                        un impulso de brazos alargados

                        y el propósito firme de rescatarlas

                        una y otra vez

                        de sus naufragios.   

 

>.<>.<

 

ANΑ ΜΕΡΙΝΟ 

 

ΔΙΑΣΩΣΗ ΜΥΡΜΗΓΚΙΩΝ

 

Διάσωση μυρμηγκιών,  

αυτό ήταν το μότο μου

όταν έφτανε το καλοκαίρι

κι εμφανίζονταν τα μεγάλα μυρμήγκια

δίπλα στην πισίνα.

 

Έπεφταν στο νερό, δεν ήξεραν κολύμπι  

κι ήταν καταδικασμένα

να καταλήξουν στο φίλτρο καθαρισμού,

παρασυρμένα από το ελαφρύ

κυκλικό ρεύμα του έλικα

εκείνης της μηχανής που προσομοίαζε

την ενέργεια μιας φυσικής πηγής.

 

 

Τα μεγάλα μυρμήγκια  

ήταν τα αγαπημένα μου,

έσωζα και ακρίδες

αλλά τα μυρμήγκια τα εκτιμούσα

για το εργατικό τους ταμπεραμέντο,

για τον τρόπο που ζουν σ’ αυτόν τον κόσμο

δουλεύοντας σαν ομάδα.

 

Όλα τα έβλεπα

σαν ένα είδος ύπαρξης

που περιπλανιόταν

κάτω από τη γη.

 

Σκεφτόμουν τις σήραγγές τους,

τους σπόρους που έσερναν, 

τα δαγκωμένα φύλλα,

τα υπολείμματα φαγητών,

όλα τα υλικά

αυτής της λιπαρής μπάλας που κατασκεύαζαν,

την τροφή με άρωμα φωτός

και καλοκαιριού,

και τα ένιωθα ευτυχισμένα όλα μαζί,

ίδια κι απαράλλαχτα

σαν αδελφοποιημένα έντομα

γύρω απ’ τη μητέρα τους.

 

Γι’ αυτό, δεν ήθελα να πνιγούν,

και με τη ζέστη και τις μεγάλες μέρες,

άρχιζα την επίμονη και άγρυπνη εκστρατεία μου

να τα βγάζω από το νερό.

                        

Η παλάμη του χεριού μου

                σχεδία ελπιδοφόρα,           

                νησίδα άμμου

                όπου ξαπόσταιναν εξαντλημένα

                στεγνώνοντας τις κεραίες τους

με το απαλό αεράκι

της ανάσας μου.

                        

                        Διάσωση μυρμηγκιών,

                        αυτή ήταν η ουσία

                        των σκέψεών μου,

                        μια παρόρμηση απλωμένων χεριών

                        και ο σθεναρός σκοπός μου να τα διασώζω

                        ξανά και ξανά

                        από τα ναυάγιά τους.   

 

H Ana Merino (1971) είναι ποιήτρια, πεζογράφος και δραματουργός. Ζει και εργάζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2020 κέρδισε το Βραβείο Nadal με το μυθιστόρημα El mapa de los afectos. 

 

Η μετάφραση των ποιημάτων του Μανουέλ Βίλας και της Άνα Μερίνο είναι προϊόν εργαστηρίου συλλογικής μετάφρασης που συντόνισε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος 

στο Βιβλιοπωλείο Polyglot στις 15 Ιουνίου 2022

στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία εν Αθήναις), με την παρουσία και τη συνεργασία των ποιητών.

Συμμετείχαν οι μεταφράστριες/ές: 

Μαρία Αθανασιάδου, Αντωνία Βλάχου, Έφη Γιατράκη, Κατερίνα Δημητροπούλου, Eduardo Lucena, Αλίκη Μανωλά, Ματίνα Μπίλια, Χρυσούλα Ξένου, Στέλλα Παναγοπούλου, Σοφία Σοφιανού, Γεωργία Τζαμαλή

  



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου