Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2021

Βιβλιοκριτική της Λίζας Παναγιωτοπούλου για τη Θεία Τούλα του Miguel de Unamuno

ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Η ΘΕΙΑ ΤΟΥΛΑ

Αναρτήθηκε από την ΛΙΖΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ στις 4 ΙΟΥΝΙΟΥ 2021

 

https://passepartoutreading.gr/2021/06/04/h_thia_toula/

 

 

Πριν λίγο καιρό αποφάσισα να διαβάσω ένα βιβλίο, ένα μικρό βιβλίο, που από καιρό υπήρχε στη σκέψη μου, τη Θεία Τούλα του Βάσκου Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, ένα βιβλίο με τεράστια σημασία για την ισπανόφωνη λογοτεχνία για την οποία διατηρώ αυξημένη ευαισθησία και ενδιαφέρον. Σύμφωνα λοιπόν με την έγκυρη εφημερίδα El Mundo το βιβλίο έχει θεωρηθεί ένα από τα εκατό καλύτερα ισπανόφωνα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα του μεγάλου φιλόσοφου, διανοούμενου και συγγραφέα Ουναμούνο ο οποίος σ’ αυτό το βιβλίο δημιούργησε ένα χαρακτήρα που έχει απασχολήσει πολύ όχι μόνο τους μελετητές του έργου του αλλά και τους κριτικούς και τους αναγνώστες του σε όλο τον κόσμο. Ίσως ενδεικτικό της σημασίας του είναι ότι στην Ελλάδα κυκλοφορεί σε τρεις εκδόσεις ενώ εδώ θα αναφερθώ στην έκδοση από την Aldina του Gutenberg.

Ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο γεννήθηκε στο Μπιλμπάο το 1864 και πέθανε στη Σαλαμάνκα το 1936. Υπήρξε ένας  από τους σημαντικότερους Ισπανούς συγγραφείς πεζογραφημάτων και θεατρικών έργων του 20ου αιώνα, κορυφαίος διανοούμενος και καταξιωμένος φιλόσοφος. Με την ολοκλήρωση των σπουδών του στη φιλολογία και τη φιλοσοφία διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα στην Έδρα της Ελληνικής Γλώσσας (και πρύτανής του, μεταξύ 1900-1914 και 1930-1936). Το 1914 παύθηκε από τη θέση του, εξαιτίας της αντίθεσής του προς τη συντηρητική κυβερνητική πολιτική, αφενός, και των αμφιβολιών του σχετικά με τον βαθιά ριζωμένο στην Ισπανία καθολικισμό, αφετέρου, που εξέφραζε με τα έργα του. Το 1923 το δικτατορικό καθεστώς της χώρας του τον εξόρισε στις Κανάριες Νήσους, απ’ όπου διέφυγε στη Γαλλία, όπου έμεινε μέχρι την πτώση της δικτατορίας, το 1930, για να επιστρέψει μετά στο Πανεπιστήμιο. Το 1936 εναντιώνεται στη δικτατορία του Φράνκο και καθαιρείται από το Πανεπιστήμιο και τη θέση του πρύτανη. Λίγο πριν πεθάνει δίνει την τελευταία του σημαντική συνέντευξη στο Νίκο Καζαντζάκη.

Το βιβλίο ‘Η θεία Τούλα’ περιγράφει την ιστορία της Χερτρούδις – Τούλα, μιας γυναίκας που αποφασίζει και καταφέρνει να γίνει μητέρα χωρίς να έχει σχέση ποτέ με άνδρα, παραμένοντας άμωμος παρθένος.

Η Τούλα κι η αδελφή της Ρόσα είναι ορφανές από μικρές και ζουν με το θείο τους (αδελφό της μητέρας τους) – ιερωμένο δον Πριμιτίβο. Κι οι δυο αδελφές οι οποίες «πάντα μαζί αλλά όχι απαραίτητα και πάντα ενωμένες, ένα ζευγάρι που έμοιαζε αχώριστο, σαν να ήταν ένα», ξεχωρίζουν για την ομορφιά τους, κάθε μια όμως με διαφορετικό τρόπο. «Ήταν η θεσπέσια και κάπως προκλητική ομορφιά της Ρόσα, σάρκινο λουλούδι που άνθιζε κάτω από τον ουρανό, μες στο φως και στον αέρα, εκείνη που προσέλκυε αρχικά τα βλέμματα στο ζευγάρι. Έπειτα όμως, ήταν τα επίμονα μάτια της Χερτρούδις εκείνα που μαγνήτιζαν τα βλέμματα που καρφώνονταν στα δικά της, αλλά κι εκείνα που ταυτόχρονα τους έβαζαν ένα όριο.»

Η Τούλα αποφασίζει και τελικά καταφέρνει να παντρέψει το Ραμίρο με τη Ρόσα, ασκώντας πίεση και στους δυο, καθώς εκείνος πίστεψε ότι ήταν στην πραγματικότητα ερωτευμένος μαζί της. Από το σημείο αυτό ξετυλίγεται η ισχυρή και δυναμική προσωπικότητα της Τούλα η οποία επιβάλλει και χειραγωγεί τόσο την αδελφή της όσο και το γαμπρό της στο γάμο και στην τεκνοποιία. Μετά από κάθε τοκετό και παρόλο τα εμφανή σημάδια εξασθένησης της Ρόσα, η Τούλα την ωθεί πιο κοντά στο Ραμίρο και το συζυγικό κρεββάτι ενώ ταυτόχρονα την απομακρύνει από τα παιδιά της «ήταν σαν μια έγνοια που είχε η θεία να τραβήξει σιγά σιγά το παιδί από τους γονείς του, ήδη από την τρυφερή ηλικία της αθωότητας, ώστε να μη γνωρίσει ούτε το πιο αμυδρό και ανεπαίσθητο σημάδι του έρωτα από τον οποίο είχε προκύψει.»

Λίγο μετά τον τρίτο τοκετό και πριν το θάνατό της η Ρόσα ζητά από την Τούλα όταν πεθάνει να παντρευτεί το Ραμίρο ώστε τα παιδιά της να μην αποκτήσουν μητριά. Μετά το θάνατο της Ρόσα ο Ραμίρο πιέζει την Τούλα να τον παντρευτεί, καθώς δείχνει ότι ήταν από την αρχή ερωτευμένος μαζί της κι όχι με τη Ρόσα, αλλά εκείνη αρνείται σθεναρά γιατί δε θέλει να μολύνει το αγνό σπίτι στο οποίο μεγαλώνει η ίδια τα τρία παιδιά της αδελφής της τα οποία την αποκαλούν ‘μανούλα’. «Έχουν σπιτικό, αληθινό σπιτικό, με πατέρα και μητέρα, και είναι ένα σπιτικό καθαρό, πολύ ενάρετο, μπορούν να τριγυρνούν σε κάθε γωνιά του σπιτιού, κάθε ώρα, ένα σπιτικό όπου δεν χρειάζεται ποτέ να τους κλείσεις καμία πόρτα, ένα σπιτικό χωρίς μυστήρια. Θέλεις κι άλλα;»

Αντ’ αυτού η Τούλα ωθεί το Ραμίρο σε σχέση και σε συνέχεια σε γάμο με την υπηρέτρια του σπιτιού με την οποία πριν πεθάνει ο ίδιος αποκτά δυο παιδιά, με την πρόφαση ότι η υπηρέτρια δε θα γινόταν μητριά των παιδιών της αδελφής της, καθώς εκείνη η Τούλα θα ήταν η μητέρα τους! Στο νεκροκρέββατο του Ραμίρο αποκαλύπτονται τα αισθήματα αγάπης και έρωτα μεταξύ τους και επισφραγίζονται μ’ ένα φιλί και τις τελευταίες λέξεις εκείνου «Αντίο, Τούλα μου». Μετά το θάνατο και της υπηρέτριας/ συζύγου η Τούλα κυριαρχεί απόλυτα στο σπίτι της αδελφής της, μητέρα των πέντε συνολικά παιδιών τα οποία μεγαλώνει σύμφωνα με τις αρχές και τις ιδέες της, ως ‘μαμά Τούλα’, παραμένοντας παρθένα και αρνούμενη το γάμο με τη σταθερή δικαιολογία ότι δε θέλει να αποκτήσει παιδιά για να μη γίνει μητριά των παιδιών που ήδη μεγαλώνει. Η χειραγώγηση/ συναισθηματική καθοδήγηση συνεχίζεται και στα ανίψια/ παιδιά της καθώς αποφασίζει εκτός από την ανατροφή τους και για τις σχέσεις τους και το γάμο τους. Το μικρότερο από τα πέντε παιδιά, η Μανουέλα, αν και δε συγγενεύει βιολογικά με την Τούλα γίνεται ο συνεχιστής του έργου της, όταν εκείνη πεθαίνει μετά από σύντομη ασθένεια, αναλαμβάνοντας τα ηνία της οικογένειας μετά το θάνατό της: «Η Θεία Τούλα, η θεία Τούλα είναι εκείνη που πρέπει να μας συγχωρήσει, να μας ενώσει και να μας καθοδηγήσει όλους μας! κατέληξε η Μανουέλα».

Το βιβλίο είναι ιδιαίτερο αφενός για το θέμα του και τη δημιουργία του χαρακτήρα της Τούλα ο οποίος επιδέχεται πολλές διαφορετικές αναγνώσεις, εκδοχές και ερμηνείες. Ο συγκερασμός στο ίδιο πρόσωπο δυο εννοιών αλλά και επιθυμιών εκ διαμέτρου αντιθέτων όπως η μητρότητα και η παρθενία προσδίδουν ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό σ’ αυτή τη σπουδαία για την παγκόσμια λογοτεχνία μορφή της θείας Τούλα.

Το βιβλίο αφετέρου είναι γραμμένο με ιδιαίτερα θεατρικό τρόπο καθώς περιλαμβάνει μια σειρά διαλόγων μεταξύ των ηρώων που εξελίσσονται σε συνέχεια. Ταυτόχρονα δεν προσφέρεται από το συγγραφέα καμία πληροφορία σχετικά με τον τόπο και το χρόνο που διαδραματίζεται η ιστορία, το περιβάλλον, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των ηρώων, την οικονομική τους κατάσταση. Όλο το έργο επικεντρώνεται στον ψυχικό τους κόσμο και τα εσωτερικά τους χαρακτηριστικά.

Ο Ουναμούνο θίγει με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τρόπο μια σειρά από θέματα όπως η σεξουαλικότητα, η θρησκευτικότητα, ο αντιφατικός χαρακτήρας της ανθρώπινης φύσης.

Η Τούλα δεν είναι μια γυναίκα ψυχρή σεξουαλικά. Αντίθετα υπάρχουν μέσα στο βιβλίο αρκετά σημεία όπου η σεξουαλικότητά της είναι φανερή αλλά η απόφασή της να μην ενδώσει στο σαρκικό έρωτα κι η απέχθεια που νιώθει για τους άντρες καθορίζει τη ζωή και την πορεία της. Σπαρακτική είναι η σκηνή του τεχνητού θηλασμού που προσπαθεί να επιτύχει για τη μικρή Μανουέλα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπάθεια και η δυσκολία του Ουναμούνο να δημιουργήσει το χαρακτήρα της Τούλα τον οποίο επεξεργαζόταν περίπου μια εικοσαετία. Χαρακτηριστικό αυτής της πολύχρονης προσπάθειας είναι και το γεγονός ότι στην εξέλιξη της ιστορίας ξεχνά τα ονόματα αλλά και το φύλο κάποιων από τα παιδιά και καθώς απ’ ότι φαίνεται δεν επιστρέφει στα χειρόγραφά του για διορθώσεις, τα εμφανίζει αρχικά ως αγόρι κι έπειτα ως κορίτσι.

Το βιβλίο αποτελεί κατά την προσωπική μου άποψη ένα αριστούργημα παρόλο που ο αναγνώστης ενδέχεται να μη διαμορφώσει με την ολοκλήρωση της ανάγνωσής του μια καθαρή θέση και συγκεκριμένα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα για την ηρωίδα του, τη θεία Τούλα. Ίσως επόμενες αναγνώσεις βοηθήσουν στην κατεύθυνση αυτή.

Ο παρών σχολιασμός όπως ήδη ανέφερα στηρίζεται στην εξαιρετική έκδοση του Gutenberg και τη σειρά Aldina με εκτεταμένο πρόλογο του συγγραφέα και αναλυτικό επίμετρο του Longhurst.

Η σπουδαία μετάφραση αυτού του δύσκολου βιβλίου ανήκει στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου