Κυριακή 18 Απριλίου 2021

Gabriel Celaya: La poesía es un arma cargada de futuro / Γκαμπριέλ Θελάγια: Η ποίηση είναι ένα όπλο οπλισμένο με μέλλον

 

Gabriel Celaya (1911 – 1991)

 

La poesía es un arma cargada de futuro

 

Cuando ya nada se espera personalmente exaltante,
mas se palpita y se sigue más acá de la conciencia,
fieramente existiendo, ciegamente afirmando,
como un pulso que golpea las tinieblas,


cuando se miran de frente
los vertiginosos ojos claros de la muerte,
se dicen las verdades:
las bárbaras, terribles, amorosas crueldades.

 

Se dicen los poemas
que ensanchan los pulmones de cuantos, asfixiados,
piden ser, piden ritmo,
piden ley para aquello que sienten excesivo.

 

Con la velocidad del instinto,
con el rayo del prodigio,
como mágica evidencia, lo real se nos convierte
en lo idéntico a sí mismo.

 

Poesía para el pobre, poesía necesaria
como el pan de cada día,
como el aire que exigimos trece veces por minuto,
para ser y en tanto somos dar un sí que glorifica.

 

Porque vivimos a golpes, porque apenas si nos dejan
decir que somos quien somos,
nuestros cantares no pueden ser sin pecado un adorno.
Estamos tocando el fondo.

 

Maldigo la poesía concebida como un lujo
cultural por los neutrales
que, lavándose las manos, se desentienden y evaden.
Maldigo la poesía de quien no toma partido hasta mancharse.

 

Hago mías las faltas. Siento en mí a cuantos sufren
y canto respirando.
Canto, y canto, y cantando más allá de mis penas
personales, me ensancho.

 

Quisiera daros vida, provocar nuevos actos,
y calculo por eso con técnica qué puedo.
Me siento un ingeniero del verso y un obrero
que trabaja con otros a España en sus aceros.

 

Tal es mi poesía: poesía-herramienta
a la vez que latido de lo unánime y ciego.
Tal es, arma cargada de futuro expansivo
con que te apunto al pecho.

 

No es una poesía gota a gota pensada.
No es un bello producto. No es un fruto perfecto.
Es algo como el aire que todos respiramos
y es el canto que espacia cuanto dentro llevamos.

 

Son palabras que todos repetimos sintiendo
como nuestras, y vuelan. Son más que lo mentado.
Son lo más necesario: lo que no tiene nombre.
Son gritos en el cielo, y en la tierra son actos.

 

[Cantos Iberos, 1955]

 

>.<>.<

 

Γκαμπριέλ Θελάγια (1911 – 1991)

 

Η ποίηση είναι ένα όπλο οπλισμένο με μέλλον

 

Όταν τίποτα πια δεν προσδοκάται προσωπικά εξαιρετικό,

σφύζει όμως και απ’ την αντίληψη πιο πέρα πάει,

ζωωδώς υπαρκτό, ακράδαντο στα σίγουρα,

παλμός θαρρείς που τα σκοτάδια κοπανάει,

 

όταν κατάματα θωρούνται

τα ξάστερα τα μάτια τα αβυσσώδη του θανάτου,

λέγονται οι αλήθειες:

οι βάρβαρες, οι ερωτικές, οι απαίσιες σκληρότητες.

 

Ακούγονται τα ποιήματα

που φουσκώνουν τα πνευμόνια τόσων που, στραγγαλισμένοι,

υπόσταση ζητούν, ρυθμό ζητούν,

νόμο ζητούν για κείνο που παράλογο το νιώθουν.

 

Με του ενστίκτου την ορμή,

την αστραπή του θαύματος,

σα μαγικό πειστήριο, ολόιδια με κείνη

η αλήθεια μας προκύπτει.

 

Ποίηση για τον φτωχό, ποίηση απαραίτητη,

σαν το ψωμί της κάθε μέρας,

σαν τον αέρα που απαιτούμε τρεις φορές ανά λεπτό,

για να ζούμε, και αρκεί ένα ναι να πούμε και δόξα τω θεώ.

 

Γιατί με δόσεις ζούμε, γιατί μόλις μας επιτρέψουν

πως είμαστε αυτοί που είμαστε να πούμε,

τα τραγούδια κόσμημα να ’ναι δεν μπορούν δίχως το κρίμα.

Πάτο ακουμπάμε.

 

Ανάθεμα την ποίηση που λούσο λογαριάζεται

κουλτούρας για ουδέτερους

που, νίπτοντας τας χείρας τους, αδιαφορούν και διαφεύγουν.

Ανάθεμα την ποίηση αυτού που δεν μετέχει μέχρι κηλιδωμένος νάβγει.

 

Δικές μου κάνω τις στερήσεις. Εντός μου νιώθω όσους πονούν

και τραγουδώ ανασαίνοντας.

Τραγουδώ, και τραγουδώ, και τραγουδώντας πέρα απ’ τους πόνους

τους δικούς μου, γιγαντώνομαι.

 

Να σας δώσω ζωή εγώ ποθώ, καινούριες δράσεις να εμπνεύσω,

και τι μπορώ για τούτο εγώ με τεχνική στοχάζομαι.

Μηχανικός του στίχου νιώθω εγώ και ένας εργάτης

που με άλλους μαζί στην Ισπανία το ατσάλι της δουλεύει.

 

Αυτή είναι η ποίησή μου: ποίηση-εργαλείο

μαζί και καρδιοχτύπι του ομόψυχου και αδιέξοδου.

Αυτή είναι, όπλο οπλισμένο με μέλλον ανεμπόδιστο

αυτό που το στήθος σου σημαδεύω.

 

Δεν είναι μια ποίηση στάλα τη στάλα μαζεμένη.

Δεν είναι ένα έργο όμορφο. Δεν είναι ένας τέλειος καρπός.

Κάτι σαν τον αέρα είναι που όλοι τον ρουφάμε

και άσμα είναι που απλώνεται σαν το κυοφορούμε.

 

Λόγια είναι που όλοι ξαναλέμε δικά μας

νιώθοντάς τα, και φτερουγίζουν. Πάνω απ’ το γνώριμο είναι.

Το πιο αναγκαίο είναι: αυτό που όνομα δεν έχει.

Ουρλιαχτά στον ουρανό είναι και έργα στη γη πάνω. 

 

[μετάφραση Βασιλική Χρηστάκου]



Ο Βάσκος Γκαμπριέλ Θελάγια θεωρείται ως ο πιο μεστός ποιητής του ρεύματος της κοινωνικής ποίησης. Μέλος και αυτός της Residencia de Estudiantes αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην ποίηση, μαζί με τη σύντροφό του, επίσης ποιήτρια, Αμπάρο Γκαστόν [Amparo Gastón, 1921-2009].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου