Ernestina de Champourcín (1905 – 1999)
Lilas blancas
Quiero ser un manojo
de lilas blancas
que la
tarde deshace
con su nostalgia;
una rama
cubierta de
flores lánguidas,
como
pequeños búcaros
de esencia rara,
una
lluvia de pétalos
hecha fragancia,
en la
paz del nocturno
rosado y plata...
Quisiera ser un ramo
de lilas blancas
y
acariciar la sombra
de tu mirada.
Cuando
en el blanco ocaso
todo desmaya,
tendré
un perfume triste,
como tus lágrimas;
al
repicar el Ángelus,
con la campana
hacia ti
volarían
mis flores lacias
y en el
débil incienso
de su plegaria
palpitaría
un ruego
para tu alma...
Quiero ser un manojo
de lilas blancas
sembrar tus caminos
de flores castas.
[En silencio,
1926]
>.<>.<
Ερνεστίνα ντε Τσαμποουρθίν (1905 – 1999)
Λευκές πασχαλιές
Θέλω να ’μαι ένα ματσάκι
από λευκές πασχαλιές
που το απόγευμα το διαλύει
με τη νοσταλγία του·
ένα κλαράκι καλυμμένο από
άνθη εύθραυστα,
σαν μικρά βαζάκια
με παράξενη μυρωδιά,
μια βροχή από πέταλα
μεταμορφωμένη σε άρωμα,
στη γαλήνη της νυχτιάς
ροζ και ασήμι...
Θα ’θελα να ’μουν ένα ματσάκι
από λευκές πασχαλιές
και να χαϊδεύω τη σκιά
του βλέμματός σου.
Όταν στο λευκό δείλι
τα πάντα λιγοθυμούν,
θα ’χω ένα θλιμμένο άρωμα,
σαν τα δάκρυά σου·
και σαν χτυπάει η καμπάνα,
την ώρα του εσπερινού
προς τα σένα θα πετούσαν
τα μαραμένα λουλούδια μου
και στ’ αδύναμο θυμιατό
της προσευχής τους
θα παλλόταν μια παράκληση
για την ψυχή σου...
Θέλω να ’μαι ένα ματσάκι
από λευκές πασχαλιές
να σπείρω τους δρόμους σου
με λουλούδια ενάρετα.
[μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος]
Η ποιήτριες της Γενιάς του ’27 (οι τρεις πιο σημαντικές από αυτές είναι η Κόντσα Μέντεθ [Concha Méndez, 1898-1986], η Ερνεστίνα ντε Τσαμποουρθίν [Ernestina de Champourcín, 1905-1999] και η Χοσεφίνα ντε λα Τόρε [Josefina de la Torre, 1907-2002]) δεν γνώρισαν ποτέ την αναγνώριση που τους έπρεπε, έζησαν πάντα στη σκιά των ανδρών συναδέλφων τους (Λόρκα, Αλμπέρτι, Σαλίνας, Θερνούδα κ.λπ.). Η Βάσκα Ερνεστίνα ντε Τσαμποουρθίν ήταν μια γυναίκα ιδιαίτερα μορφωμένη και με έντονη κοινωνική δράση. Αυτοεξορίστηκε μετά τον Εμφύλιο, μαζί με τον σύζυγό της, αρχικά στη Γαλλία και έπειτα στο Μεξικό. Επαναπατρίστηκε το 1972, αλλά τα σχεδόν 40 χρόνια απουσίας την οδήγησαν στο να ονομάσει εκείνη την επιστροφή «δεύτερη εξορία». Η ποίησή της είναι γεμάτη αντιθέσεις: βαθυστόχαστη και ελαφριά, μελωδική και έντονη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου