Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

Συνέντευξη της Angélica Liddell στην El País

 

«Προσεγγίζω τα πάντα υπό την προοπτική του θανάτου μου. Δεν ξέρω να ζω, δεν ξέρω»




 

H Ανχέλικα Λίντελ, η ισπανίδα θεατράνθρωπος με τη μεγαλύτερη διεθνή προβολή, σπάει μια σιωπή πέντε ετών προκειμένου να μιλήσει για τα σχέδιά της, τους φόβους της και την αντίληψή της περί τέχνης.

 

Αλμουδένα Άβαλος

El País, 13 Μαρτίου 2021

 

Ερώτηση. Έχει αλλάξει πολύ η ζωή σας με την πανδημία;

Απάντηση. Εγώ ζούσα ακριβώς όπως ήθελα να ζω, σε ένα αεροπλάνο, από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο, δουλεύοντας ασταμάτητα, εξουθενωμένη. Δεν χρειαζόμουν μια πανδημία για να καθίσω να διαβάσω, να κάνω ενδοσκόπηση, να ζωγραφίσω, να στοχαστώ, ούτε καν για να ξεκουραστώ. Ο εγκλεισμός άρχισε τη στιγμή ακριβώς που πήγαινα στο Πόρτο, και σταδιακά ακυρώθηκε όλη εκείνη η περιοδεία. Αυτή τη στιγμή δεν θα έπρεπε να βρίσκομαι στο σπίτι μου. Μετράω πώς και πώς τις μέρες που απομένουν μέχρι να φύγω για πρόβες στο Βέλγιο, σαν τους φυλακισμένους που χαράζουν γραμμούλες στον τοίχο.

 

Ε. Τι σημαίνει για εσάς η εργασία και η ζωή;

Α. Για μένα η δουλειά δεν είναι παραγωγή, η δουλειά είναι αφοσίωση, η μετατροπή της αυτοκτονίας σε γιορτή. Εγώ κάνω θέατρο με τον τρόπο που ταυρομαχούσε ο Μπελμόντε[1]. Εκείνος έλεγε πως την ώρα της ταυρομαχίας δείχνεις τον αληθινό εαυτό σου, τον τρόπο που αγαπάς. Εργάζομαι σημαίνει «είμαι», σημαίνει «αγαπάω», σημαίνει ότι δίνεσαι σε κάτι που σε ξεπερνάει, σημαίνει ότι είσαι στην υπηρεσία κάποιου πράγματος που υπερβαίνει τις ίδιες σου τις προθέσεις, τις ίδιες σου τις δυνάμεις. Αντίθετα, το να ζω δεν σημαίνει τίποτα για μένα. Τα πάντα τα προσεγγίζω υπό την προοπτική του θανάτου μου. Δεν ξέρω να ζω, δεν ξέρω. Συναισθηματικά, στη ζωή, ταυτίζομαι με τους πειραγμένους, με τους απροσάρμοστους, με τους άρρωστους, με τους απόκληρους, με τους διανοητικά καθυστερημένους. Είμαι υπερβολικά εύθραυστη ώστε να μπορώ να τα βγάλω πέρα σε έναν κόσμο τεράτων, ενηλίκων, προδοσιών, εξαπατήσεων, γιορτών, οινοπνεύματος και διασκέδασης. Έχω ψυχή μικρού κοριτσιού. Γι’ αυτό απομονώνομαι. Κάθε φορά που σκάω μύτη τρώω μια κατραπακιά, και επιστρέφω ξανά στη σπηλιά μου. Έχω ανάγκη να γράψω για τα πάντα, για τα πάντα. Δεν είναι τρόπος να ζεις αυτός.

 

Ε. Λέτε ότι εκτός σκηνής νιώθετε πως δεν έχετε δεξιότητες για να ζήσετε. Τώρα που δεν υπάρχουν σκηνές, υπάρχει κάποιος τρόπος να τις υποκαταστήσετε;

Α. Αυτή τη στιγμή, μόνο στη γραφή βρίσκω ανακούφιση, είναι μια ευλογία για μένα. Έχω ανάγκη από μεγάλη πειθαρχία. Γράφω καθημερινά. Αλλά τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει την τελετουργική περίμετρο μιας σκηνής, την έκσταση, την επίκληση, τη μεταμόρφωση, εκείνον τον ενθουσιασμό, εκείνη τη φώτιση, εκείνα τα συμπτώματα ταραντισμού, εκείνο το δάγκωμα της αράχνης που σε υποχρεώνει σε διαρκή κίνηση.  

 

Ε. Πώς βλέπετε τώρα παλιά σας κείμενα όπως το Mi relación con la comida [Η σχέση μου με το φαγητό];

Α. Δεν μου αρέσουν. Έχω αποποιηθεί κάθε δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας όλων σχεδόν των έργων μου.  

 

Ε. Ποια θεωρείτε ότι είναι η συνεισφορά σας;

Α. Καμία. Στο θέατρο μετράει μόνο η στιγμή. Αυτή η φευγαλέα Επιφάνεια. Αυτό το συναπάντημα των βουλήσεων του δημιουργού με το κοινό, αυτή η τελετουργία. Τα υπόλοιπα δεν έχουν καμία σημασία.

 

Ε. Έχετε δηλώσει ότι βιώνετε, εδώ και τριάντα χρόνια, την εχθρική στάση απέναντί σας της ισπανικής θεατρικής οικογένειας. Για ποιο λόγο;

Α. Είναι η ιστορία μιας αμοιβαίας αντιπάθειας. Ήμαστε νέοι και γεράσαμε και εμείς εκεί. Μου προκαλεί γέλιο. Από την άλλη, εγώ δεν ανήκω σε οικογένειες και κάστες. Το θέατρο για μένα είναι σαν να είμαι μέσα σε ένα σώμα που δεν μου ανήκει. Απεχθάνομαι τους ηθοποιούς και τον κόσμο τους, με ενοχλεί η καλλιτεχνική συντεχνία, αυτός ο βούρκος από εγωκεντρικούς ανθρώπους, ματαιοδοξία και έντονη επιθυμία να είναι κανείς ξεχωριστός και ιδιαίτερος. Μισώ όλον αυτόν το μικρόκοσμο που διψάει για κομπλιμέντα. Οι ηθοποιοί είναι φασαριόζοι, ηλίθιοι, ούτε στον Μπέκετ άρεσαν. Εγώ στερούμαι της αίσθησης ότι ανήκω στη θεατρική κοινότητα, στο σινάφι. Αυτό πιστεύω ότι ήταν θεμελιώδες στη σύγκρουσή μου με την οικογένεια, αλλά δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια φιλονικία στην πλατεία του χωριού ή του θεάτρου, ανάμεσα σε μια παρέα από μπυρόβιους. Είναι θλιβερό που όλα είναι τόσο κακόγουστα, γιατί οι διενέξεις περί αισθητικής θα έπρεπε να επιλύονται με τα όπλα, όπως έκαναν ο Ρεμπώ και ο Βερλέν.

 

Ε. Πιστεύετε στις επερχόμενες γενεές;

Α. Το περασμένο καλοκαίρι είδα τον κινηματογράφο Ντορέ, στη Μαδρίτη, γεμάτο νέους που είχαν πάει να δουν το Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα του Παζολίνι. Παιδιά περίεργα, πολύ ιδιαίτερα, δεν ήταν οι beautiful people, δεν είχαν το κινητό τους σε λειτουργία. Δεν υπήρξε ούτε ένα ειρωνικό γελάκι, ούτε ένα χαχανητό, τους διέκρινε ένας σεβασμός που με συγκίνησε. Με έκανε να πιστέψω ξανά στις μέλλουσες γενεές, αλλά μιλάμε για τους πολύ πολύ πολύ νέους. Υποθέτω ότι κάποια στιγμή θα σκάσει αυτή η εγωκεντρική βουλιμία, όλος αυτός ο κοινωνικο-ολοκληρωτικός βόρβορος των instagramers που αποζητούν πρωταγωνιστικό ρόλο και κομπλιμέντα, αυτή η αγωνιώδης αναζήτηση με οποιοδήποτε αντίτιμο και με οποιοδήποτε αντάλλαγμα, καταναλωτές του Netflix, μια κοινωνία που έχει κηρύξει τον πόλεμο στην ταπεινοφροσύνη και στην ανιδιοτελή προσφορά, μια κοινωνία επηρμένη, βαρυστομαχιασμένη από δήθεν κεκτημένα δικαιώματα. Δικαιώματα από τα οποία δεν πηγάζει κάποια υποχρέωση δεν είναι δικαιώματα. Είναι θλιβερό.

 

Ε. Στο βιβλίο σας Guerra Interior  [Εσωτερικός Πόλεμος] του 2020 λέτε: «Συγκεντρώνουμε τους θεατές προκειμένου να χειροκροτήσουν το θάνατό μας. Δεν επιθυμούμε να πεθάνουμε μόνοι», την ώρα που η ηρωίδα, η Λούμπνα, τα χώνει στους φαν. Για ποιο λόγο;

Α. Ένα πράγμα είναι το κοινό, η τραγικότητα της στιγμής που το συναντάς, και κάτι άλλο διαφορετικό οι φαν. Η Λούμπνα δεν επιτίθεται στους φαν, απλώς τους περιγράφει όπως ακριβώς είναι. Δεν υπάρχει τίποτα που να με εκνευρίζει περισσότερο από μια παρέα από υστερικές που με περιμένουν στην πόρτα του θεάτρου, όταν εγώ το μόνο που θέλω να κάνω είναι να κλειστώ στο δωμάτιό μου ή να είμαι με τα πρόσωπα που αγαπάω. Η τελετουργία τελειώνει επί σκηνής. Οι φαν ιδιοποιούνται την ιδιωτικότητά σου. Είναι οι πρώτοι που παύουν να σε σέβονται. Αν εκτός από φαν είναι και ηθοποιοί (που συνήθως είναι), τότε μου φαίνεται αποκρουστικό. Υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσουν τα μεθεόρτια, το ποτάκι, τα κομπλιμέντα, όλα αυτά τα σκουπίδια, φτάνουν και να γαμήσουν τους φαν ή οι φαν γαμάνε τον καλλιτέχνη. Δεν τα πάω αυτά. Μου προκαλούν ανυπόφορη βαρεμάρα.

 

Ε. Στα έργα σας μιλάτε για το φόβο. Ποια είναι η μεγαλύτερη φοβία σας;

Α. Να αγαπάω και να μην με αγαπούν. Με τρομοκρατεί αυτό και με ακινητοποιεί. Όλοι οι φόβοι μου σχετικά με την αγάπη έχουν επιβεβαιωθεί και με το παραπάνω, μου έχουν ραγίσει την καρδιά, σου είπα άλλωστε ότι έχω ψυχή μικρού κοριτσιού, είμαι πολύ αφελής, μια πιτσιρίκα, η ανάγκη μου για τρυφερότητα ήταν ανέκαθεν τρομακτική, σαν να ήμουν ορφανή. Τώρα, το μόνο που θέλω είναι να συνεχίσω να δουλεύω και να γερνάω. Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι η άνοια, να πεθάνω μόνη και τρελή. Μέσω της γραφής προσπαθώ να μετατρέψω τους φόβους μου σε κάτι όμορφο, τους ξεριζώνω από τα σπλάχνα μου και έτσι μπορώ να επιζήσω.

 

Ε. Αν αφηνόσασταν στα χέρια κάποιου σκηνοθέτη, ποιος θα ήταν αυτός;

Α. Εγώ δεν είμαι ηθοποιός, συνεπώς δεν θα μπορούσα να εργαστώ ως ηθοποιός. Κάθε φορά που μου έκαναν μια τέτοια πρόταση, εγώ αρνιόμουν. Θα δεχόμουν, όμως, να εργαστώ ως σκλάβα. Το 2013 είπα στον βοηθό σκηνοθέτη μου ότι θα ήθελα να μου σπάσει όλα τα κόκαλα ο Ισραέλ Γκαλβάν[2] χορεύοντας πάνω στο κορμί μου. Φτάσαμε μάλιστα να του το γράψουμε. Στον κινηματογράφο, το να δουλέψω ως σκλάβα του Αλμπέρτ Σέρα[3] θα με έκανε πολύ ευτυχισμένη.

 

Ε. Ποιοι σύγχρονοι καλλιτέχνες σάς συγκινούν βαθιά;

Α. Δεν αναζητώ το σύγχρονο, αλλά το αιώνιο. Στη διαθήκη μου έχω αφήσει τα ελάχιστα υπάρχοντά μου σε έναν πίνακα που βρίσκεται στο Μουσείο του Πράδο, στο Χριστός νεκρός υποβασταζόμενος από έναν άγγελο του Αντονέλο ντα Μεσίνα, φαντάσου λοιπόν. Δεν διακρίνω το σύγχρονο ως τέτοιο, όλα όσα με περιβάλλουν στο χρόνο είναι σύγχρονα και, ταυτόχρονα, αιώνια, συμπεριλαμβανομένου ενός Καραβάτζο ή μιας συνέντευξης του Ραφαέλ ντε Πάουλα[4]. Όλα όσα ήταν της καυτής επικαιρότητας στην εποχή τους εξακολουθούν να έχουν αυτή την ιδιότητα αν τα επιλέγεις ως σύγχρονα. Νιώθω πολύ μακριά από αυτό που συνήθως εννοούμε σύγχρονο. Δεν με ενδιαφέρει. Αλλά για να δώσω μια πιο συγκεκριμένη απάντηση, έχω εισιτήρια για να ακούσω τον Τριφόνοφ[5]. Το να βλέπω αυτόν τον άνθρωπο να παίζει με διαλύει, με συγκινεί, με βοηθάει να πεθάνω.       


Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος  



       

 

Η Angélica Liddell (Φιγκέρες, Καταλωνία, 55 χρονών) είναι θεατρική συγγραφέας, σκηνοθέτιδα και ερμηνεύτρια των έργων της. Έχει κερδίσει το ισπανικό Κρατικό Βραβείο Θεατρικής Γραφής το 2012 και τον Ασημένιο Λέοντα στην Μπιενάλε Χορού, Θεάτρου και Κινηματογράφου της Βενετίας το 2013. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το έργο της Και τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους (Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και Αλεξάνδρας Γκολφινοπούλου). Το εν λόγω έργο είχε παιχτεί στο Φεστιβάλ Αθηνών του 2014 σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση, και με τη Σοφία Μαραθάκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

 

 



[1] Χουάν Μπελμόντε (1892-1962), θρυλικός σεβιλλιάνος ταυρομάχος. Κατέχει μέχρι σήμερα το ρεκόρ περισσότερων ταυρομαχιών σε ένα χρόνο: 109.

[2]  Ισραέλ Γκαλβάν (1973), σεβιλλιάνος χορευτής και χορογράφος φλαμένκο.

[3]  Αλμπέρτ Σέρα (1975), καταλανός κινηματογραφικός σκηνοθέτης και παραγωγός.

[4]  Ραφαέλ ντε Πάουλα (1940), ταυρομάχος από τη Χερέθ ντε λα Φροντέρα, τσιγγάνικης καταγωγής.

[5]  Δανιήλ Τριφόνοφ (1991), ρώσος πιανίστας και συνθέτης.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου