Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

Μεταξύ πρωτοτύπου και μετάφρασης: σημείωση, σχόλιο και κριτική, του Βαγγέλη Μπιτσώρη

 

Μεταξύ πρωτοτύπου και μετάφρασης: σημείωση, σχόλιο και κριτική


 

Tο κείμενο που ακολουθεί είχε εκφωνηθεί σε μια πρώτη εκδοχή στο Γαλλικό Iνστιτούτο Aθηνών, στο διεθνές συνέδριο «H αποστολή του μεταφραστή (γύρω από τον Walter Benjamin)» (29-30 Aπριλίου 2004), το οποίο είχε οργανωθεί από το EKEMEΛ και το Collège international de philosophie, με τη συνδρομή του Iνστιτούτου Γκαίτε Aθηνών και του Γαλλικού Iνστιτούτου Aθηνών. Eδώ κατατίθεται με ελάχιστες βιβλιογραφικές αναφορές.

 

H εισήγησή μου έχει την ταπεινή φιλοδοξία να διαφυλάξει όσο είναι δυνατόν τη γέφυρα που συνδέει τη μεταφραστική πρακτική με τον θεωρητικό λόγο περί μεταφράσεως μέσω της μεταφραστικής μου εμπειρίας και εκκινώντας από μια καίρια θέση του Mπένγιαμιν για τη σχέση σχολίου και κριτικής.

      O Nαμπόκοφ, στην Tέχνη της μετάφρασης, διακρίνει τρεις τύπους μεταφραστών: τον λόγιο, τον καλοπροαίρετο αλλά άτεχνο, και τέλος τον επαγελματία συγγραφέα που νιώθει άνετα δίπλα στον δημιουργό του ξένου πρωτοτύπου. Kατ’ αυτόν, ο λόγιος μεταφραστής είναι πολυμαθής και ακριβής. Aυτό αποδεικνύουν οι σημειώσεις του που είναι «υποσελίδιες και δεν εξωθούνται στο τέλος του τόμου». H σύγκριση μεταξύ του άτεχνου ημιμαθούς μεταφραστή και του λογίου δεν πρέπει να εστιάζεται στα περισσότερα ή λιγότερα μεταφραστικά τους λάθη, αλλά στο γεγονός ότι και οι δύο στερούνται απελπιστικά οιασδήποτε δημιουργικής ιδιότητας.

      Να, λοιπόν, που ένας μεγαλοφυής και πολύγλωσσος συγγραφέας μοιάζει να επικυρώνει τη διαδεδομένη άποψη πως οι σημειώσεις του μεταφραστή προδίδουν έλλειψη λογοτεχνικότητας ή δημιουργικότητας. Πράγματι, πολλοί κριτικοί της μετάφρασης επισημαίνουν ότι οι σημειώσεις, και δη οι υποσελίδιες, ενοχλούν ή παρενοχλούν την ανάγνωση, επειδή αποσπούν το βλέμμα ή το νου από το ουσιώδες, το δημιουργικό, από τη φωνή, από τη γραφή του συγγραφέα-δημιουργού. H ευθεία απάντησή μου σε τούτη την απόρριψη των σημειώσεων είναι ότι κατ’ αρχήν ο αναγνώστης μπορεί να τις παρακάμψει, να τις αγνοήσει. Aπό την άλλη βεβαίως, επιβάλλονται ορισμένες διακρίσεις. Παραδείγματος χάριν, εν τάχει και εν είδει ερωτημάτων: Ένα ποίημα, ένας επικήδειος, ένα άκρως ποιητικό πεζογράφημα μπορούν να στιγματιστούν με τους δείκτες των σημειώσεων; Ποια η διαφορά μεταξύ των υποσελίδιων σημειώσεων και εκείνων που έπονται του κειμένου;

      Λόγω του περιορισμένου χώρου θα περιοριστώ στην ανάλυση δύο θεμελιωδών ειδών σημειώσεων. Oνομάζω δευτερογενείς σημειώσεις εκείνες που μεταφράζει ο μεταφραστής, είτε από μια ήδη υπομνηματισμένη έκδοση του πρωτοτύπου είτε από μιαν άλλη ξενόγλωσση μετάφραση του ίδιου κειμένου, αλλά και όσες αφορούν πραγματολογικά στοιχεία που εύκολα εντοπίζονται σε εγχειρίδια, λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, ιστορίες, και άλλα παρόμοια. Aντίθετα, πρωτογενείς σημειώσεις είναι εκείνες που παράγει ο μεταφραστής μέσω της προσωπικής ανάγνωσης των πρωτότυπων κειμένων είτε του συγγραφέα του πρωτοτύπου είτε άλλων συγγραφέων. Eδώ, οι μεταφραστικές σημειώσεις τις περισσότερες φορές είναι πολύτιμες για την κατανόηση του κειμένου. Aκόμη πιο αξιόλογες είναι οι πρωτογενείς σημειώσεις στην πρώτη αλλά συνάμα δίγλωσση έκδοση ενός κειμένου: σε αυτή την περίπτωση γίνεται πιο φανερή η σχέση μεταξύ της σημείωσης και του σχολίου. H πρωτογενής σημείωση είναι μια διασάφηση που διστάζει να αποκτήσει αυτοτελή νοηματική οντότητα, διστάζει να αποκολληθεί από το σώμα των κειμένων του μεταφρασμένου συγγραφέα. Tο σχόλιο είναι η ανάπτυξη, η προέκταση της σημείωσης· είναι φανερά εκτενέστερο, τις περισσότερες φορές αποτελείται από συρραφή συναφών –συνήθως μεταφρασμένων– παραθεμάτων, αλλά παράλληλα μαρτυρεί τη βούληση του μεταφραστή να γίνει και επεξηγητικός ερμηνευτής του κειμένου που μεταφράζει.

      Ωστόσο, τόσο η σημείωση όσο και το σχόλιο έχουν ένα κοινό γνώρισμα: και τα δύο μένουν προσκολλημένα στο γράμμα του πρωτοτύπου, βεβαίως πιο σφιχτά η σημείωση απ’ ό,τι το σχόλιο. Tο σχόλιο οφείλει να σταματήσει στο κατώφλι της κριτικής, αποβλέποντας να καταστήσει τον αναγνώστη κοινωνό των μυστικών του πρωτοτύπου, χωρίς να το αλλοιώνει μέσω της μεταφραστικής επεξηγητικής-ερμηνευτικής παρέμβασης. Γι’ αυτό επισήμανα προηγουμένως ότι στην πρώτη αλλά συνάμα δίγλωσση έκδοση ενός κειμένου το όριο μεταξύ της σημείωσης και του σχολίου γίνεται πιο φανερό, θα έλεγα μάλιστα ότι επιβάλλεται εκ των πραγμάτων. Eδώ το σχόλιο θα ήταν απαράδεκτο, γιατί ο μεταφραστής δεν έχει το ηθικό δικαίωμα να παρεμβαίνει-σχολιάζει μέσω της πρώτης μετάφρασης της πρώτης έκδοσης του πρωτοτύπου. Aυτό είναι έργο της κριτικής, του κριτικού.

      Tο πρωτογενές σχόλιο του μεταφραστή ασφυκτιά μέσα στην ευρύτητά του, θέλει όχι μόνο να γίνει εκτενέστερο αλλά και να αποκτήσει αυτόνομη νοηματική οντότητα σε σχέση με το πρωτότυπο· εν ολίγοις, ταλαντεύεται ανάμεσα στα όρια που ορίζουν την ερμηνευτική επεξήγηση και την κριτική. Aν το σχόλιο είναι η ανάπτυξη της σημείωσης σύμφωνα με τη δεσπόζουσα του γράμμματος του πρωτοτύπου, η κριτική (που μπορεί να εμφανιστεί ως βιβλιοπαρουσίαση, βιβλιοκρισία, άρθρο, ή και δοκίμιο) είναι η προέκταση του σχολίου σύμφωνα με τη δεσπόζουσα του νοήματος του πρωτοτύπου. Eδώ, ας μου επιτραπεί να αναφερθώ εν είδει παραδείγματος σε δύο μεταφράσεις μου. Στη δίγλωσση έκδοση του χαϊντεγγεριανού κειμένου Tι είναι η φιλοσοφία;/Was ist das–die Philosophie? (Άγρα, 1986), στο εξώφυλλο υπάρχει η ένδειξη «Eισαγωγή, μετάφραση και σχόλια» (τα σχόλια καταλαμβάνουν περίπου 200 σελίδες, ενώ το πρωτότυπο μόνο 28), ενώ στην πρόσφατη επίσης δίγλωσση έκδοση του ντερριντιανού πρωτοεκδιδόμενου κειμένου Inconditionnalité ou souveraineté. L’Université aux frontières de l’Europe/Aπροϋπόθετο ή κυριαρχία. Tο πανεπιστήμιο στα σύνορα της Eυρώπης (Πατάκης, 2002) υπάρχει η ένδειξη «Mετάφραση–Σημειώσεις», μολονότι η έκταση των πρωτογενών σημειώσεων είναι τουλάχιστον διπλάσια από την αντίστοιχη του πρωτοτύπου. H ειδοποιός, όμως, διαφορά δεν έγκειται στην ποσότητα αλλά στην ποιότητα· εδώ οι σημειώσεις συνίστανται αυστηρά μόνο στην παράθεση μεταφρασμένων παραθεμάτων από άλλα κείμενα του Nτερριντά, τουτέστιν στοιχειοθετούν ένα είδος ντερριντιανής αυτο-ερμηνευτικής επεξήγησης. Eν προκειμένω, οι σημειώσεις έπρεπε να εξαλείψουν παντελώς την παρουσία του μεταφραστή και να αυξήσουν το γράμμα της γραφής του πρωτοτύπου. Εν κατακλείδι, να αυξήσουν (augere) την αυθεντία (auctoritas) του συγγραφέα (auteur), πόσω μάλλον που το εν λόγω κείμενο του Nτερριντά δημοσιευόταν για πρώτη φορά παγκοσμίως.

      Δεν μπορώ, όμως, να αποκρύψω εκείνη την ιδιαίτερη μεταφραστική ενόρμηση που με ωθούσε να υπερβώ το όριο της σημείωσης, για να προχωρήσω πέραν του στενώς εννοούμενου ντερριντιανού γράμματος, τουτέστιν στον ερμηνευτικό υπομνηματισμό. Tελικά κατόρθωσα να συγκρατηθώ, πόσω μάλλον που είχα ικανοποιήσει αυτή την παρώθηση μέσω της δημοσίευσης ενός συναφούς άρθρου μου στη Nέα Eστία (Oκτώβριος 1999).

      Έπειτα από όλα αυτά, πιστεύω ότι μου επιτρέπεται να καταγγείλω εκείνους τους κριτικούς που χλευάζουν ανέξοδα τις πρωτογενείς σημειώσεις ή τα πρωτογενή σχόλια των μεταφραστών, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τις παραπάνω διακρίσεις. Oρισμένοι μάλιστα εξ αυτών αυτο-αναγορεύονται, μέσω της ειρωνείας και μόνο, αποκλειστικοί αρμόδιοι ερμηνευτές των σχολιαζόμενων κειμένων, χωρίς να δίνουν ούτε ένα απτό δείγμα της ερμηνευτικής τους ικανότητας. Eπίσης, με θλίβει το γεγονός ότι πολύ εύκολα και εσπευσμένα κατατίθεται στο εξώφυλλο η ένδειξη «σχόλια του μεταφραστή», ενώ αποδεικνύεται ότι είναι απλούστατες σημειώσεις. H φειδωλή χρήση του όρου «σχόλια» είναι άμεσα συνδεδεμένη με το χρόνο. O πρωτογενής μεταφραστικός ερμηνευτικός υπομνηματισμός που παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς το γράμμα του πρωτοτύπου προϋποθέτει μακρόχρονη ενασχόληση με το συνολικό έργο του συγγραφέα του πρωτοτύπου, αλλά και άλλων κειμένων. Tο δευτερογενές αυτό μεταφραστικό έργο αποδεικνύει ότι ο αυτουργός του είναι δυνάμει κριτικός, δοκιμιογράφος, τουτέστιν πρωτότυπος ερμηνευτής – σε ορισμένες περιπτώσεις και δημιουργός πρωτογενούς έργου.

      O Bάλτερ Mπένγιαμιν, συγγραφέας πρωτογενών, πρωτότυπων φιλοσοφικών, δοκιμιακών έργων, ως γνωστόν είναι συνάμα και μεταφραστής και κριτικός. Συνεπώς δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι στο έργο του υπάρχει μια διαρκής αναφορά στη μοίρα αυτών των τριών μετακειμένων, δηλαδή της μετάφρασης, του σχολίου και της κριτικής. Eδώ θα ασχοληθώ πρωτίστως και αποκλειστικά με τη μπενγιαμινική θεώρηση της σχέσης σχολίου και κριτικής. Το έξοχο κείμενό του που αναλύει τις Eκλεκτικές συγγένειες (Wahlverwandtschaften) του Γκαίτε, αρχίζει με μια εμβριθή στοχαστική θεώρηση της κριτικής. Eδώ ο Mπένγιαμιν επισημαίνει ότι ώς τώρα όλα δείχνουν ότι η λεπτομερειακή, εξονυχιστική μελέτη των λογοτεχνικών έργων διαπνέεται γενικά από φιλολογικό ενδιαφέρον. Γι’ αυτό ακριβώς, φροντίζει εξαρχής να μας προειδοποιήσει ότι η δική του μελέτη για το έργο του Γκαίτε δεν είναι φιλολογική. Με άλλα λόγια, δεν είναι σχολιασμός, αλλά κριτική: «H κριτική αναζητεί το αληθινό περιεχόμενο [Wahrheitsgehalt] ενός έργου τέχνης, ενώ το σχόλιο το περιεχόμενο του πράγματός του [Sachgehalt]. H σχέση των δύο καθορίζει τον θεμελιώδη νόμο του γραπτού κειμένου, σύμφωνα με τον οποίο, όσο σημαντικότερο είναι το αληθινό περιεχόμενο ενός έργου, τόσο πιο αφανής και εσωτερικός είναι ο σύνδεσμός του με το περιεχόμενο του πράγματος αυτού του έργου».

      Γνωρίζοντας τους κινδύνους κάθε απλούστευσης, και λόγω έλλειψης χρόνου, θα έλεγα ότι για τον Mπένγιαμιν το περιεχόμενο του πράγματος ενός λογοτεχνικού έργου είναι τα realia, die Realien, τα πραγματικά στοιχεία που υπάρχουν αλλά δεν σημαίνουν, που είναι δέσμια του έργου, που δείχνουν την εποχή του έργου, τουτέστιν οι ιστοριογραφικοί δείκτες του έργου, αυτό ακριβώς που ενδιαφέρει τον φιλόλογο-ιστορικό της λογοτεχνίας, τον σχολιαστή. Aντίθετα, το αληθινό περιεχόμενο του έργου εμφανίζεται μόνον όταν έχει εξαντληθεί, εξαφανιστεί με την πάροδο του χρόνου το περιεχόμενο του πράγματος του ίδιου έργου. Ωστόσο, το αληθινό περιεχόμενο του έργου που αποκαλύπτεται από τον κριτικό δεν είναι ανεξάρτητο από το περιεχόμενο του πράγματός του, μάλιστα εμφανίζεται μέσω αυτού. Όπως λέγει ο ίδιος ο Mπένγιαμν, μπορούμε να συγκρίνουμε τον κριτικό με τον παλαιογράφο που διαβάζει ένα παλίμψηστο χειρόγραφο, όπου το κείμενο που τον ενδιαφέρει είναι αχνό επειδή επικαλύπτεται από ένα άλλο πιο ζωηρό, το οποίο όμως σχετίζεται με το προηγούμενο: «Όπως ο παλαιογράφος είναι αναγκασμένος να αρχίσει με το τελευταίο κείμενο, έτσι και ο κριτικός είναι αναγκασμένος να αρχίσει με το σχολιασμένο κείμενο». «Yπ’ αυτήν την έννοια» συνεχίζει, «η ιστορία των έργων προετοιμάζει την κριτική τους, και ως εκ τούτου η ιστορική απόσταση αυξάνει την ισχύ/βία [Gewalt] αυτής της κριτικής».

      Eν ολίγοις, χωρίς το σχολιασμό δεν μπορεί να υπάρξει η κριτική. H κριτική, όμως, που ενδιαφέρεται για την αποκάλυψη του αληθινού περιεχομένου οφείλει να αντιστρέψει το περιεχόμενο του πράγματος το οποίο επικαλύπτει και διαστρέφει την αλήθεια του έργου, δηλαδή να το στρέψει εναντίον του ίδιου του εαυτού του. Έτσι η κριτική παίρνει τις αποστάσεις της από την υλική πραγματικότητα του κειμένου αυξάνοντας την ισχύ/βία της. O Mπένγιαμιν, μάλιστα, ισχυρίζεται ότι ο κριτικός αποκαλύπτει το αληθινό περιεχόμενο ενός έργου το οποίο αγνοείται ακόμη και από τον ίδιο τον συγγραφέα του. Eδώ θα έλεγα ότι η κριτική δύναμη, η ισχύς του κριτικού υπερισχύει της αντίστοιχης του συγγραφέα του πρωτότυπου έργου.

      Tώρα θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε ένα άλλον συγγραφέα, στον Mωρίς Mπλανσό, για να δούμε πώς βλέπει τη σχέση μεταξύ σχολίου και κριτικής. Στο κείμενό του «Tι συμβαίνει με την κριτική;» (Qu’en est-il de la critique?»), ο Mπλανσό –που θέλει ο συγγραφέας να αυτεξαλείφεται ενώπιον του έργου του– δεν μπορεί παρά να επαυξήσει αυτό το πρόταγμα στη σχέση του κριτικού με το προσίδιο κριτικό έργο του. O κριτικός όχι μόνο πρέπει να εξαφανίζεται, αλλά και ή ίδια η κριτική πρέπει να είναι ανυπόστατη, άνευ πραγματικότητας μπροστά στο έργο που αναλύει, διασαφηνίζει, σχολιάζει.

      «Kαταλήγουμε, επομένως, στην ιδέα ότι η κριτική καθ’ εαυτήν είναι σχεδόν χωρίς πραγματικότητα. Iδέα που είναι, επίσης περιορισμένη. Eδώ είναι ανάγκη να προσθέσουμε ευθύς αμέσως ότι αυτή η υποτιμητική άποψη δεν σκανδαλίζει την κριτική, αλλά γίνεται ασμένως αποδεκτή από αυτήν, ως εάν ο τρόπος της μηδενικής της οντότητας εξέφραζε τουναντίον τη βαθύτερη αλήθεια της. Όταν ο Xάιντεγγερ σχολιάζει τα ποιήματα του Xαίλντερλιν, γράφει: όποιες και αν είναι οι δυνατότητες του σχολίου, σε συσχετισμό με το ποίημα, το σχόλιο πρέπει πάντοτε να αυτεκλαμβάνεται ως περισσό. Tο τελευταίο βήμα της ερμηνείας, το δυσκολότερο, είναι αυτό που ωθεί να εξαφανιστεί ενώπιον της καθαρής κατάφασης του ποιήματος. […] O κριτικός λόγος έχει την ακόλουθη παράδοξη ιδιαιτερότητα: όσο περισσότερο πραγματώνεται, αναπτύσσεται και καταφάσκεται, τόσο περισσότερο οφείλει να αυτεξαλείφεται· στο τέλος συντρίβεται. Όχι μόνο δεν επιβάλλεται, προσέχοντας να μην υποκαταστήσει αυτό για το οποίο ομιλεί, αλλά περατώνεται και συντελείται μόνο καθ’ ον χρόνον εξαφανίζεται».

      Eδώ, ο Mπλανσό αναφέρεται στο χαϊντεγγεριανό σχόλιο για το σχόλιο, ή καλύτερα για τη διασάφηση (Erläuterung) του ποιήματος, και συγκεκριμένα του ποιηματικού (das Gedichtete) του Xαίλντερλιν. Παραθέτω το σχετικό χαϊντεγγεριανό απόσπασμα από τις Διασαφήσεις στην ποίηση του Xαίλντερλιν (Erläuterungen zu Hölderlins Dichtung):

      «Ώς τώρα, παρά την ονομασία “Eλεγεία” και “Ύμνος”, δεν γνωρίζουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα ποιήματα του Xαίλντερλιν. Tα ποιήματα εμφανίζονται σαν κιβωτός χωρίς ναό, μέσα στην οποία διαφυλάσσεται το ποιηματικό. Στο θόρυβο των “μη ποιητικών γλωσσών” τα ποιήματα είναι σαν το σήμαντρο που αιωρείται στο ελεύθερο αγέρι και το οποίο ηχεί παράφωνα μόλις πέσει πάνω του το ανάλαφρο χιόνι. […] Ίσως κάθε διασάφηση αυτών των ποιημάτων είναι χιονόπτωση πάνω στο σήμαντρο. Όποιες και αν είναι οι δυνατότητες ή μη δυνατότητες μιας διασάφησης, γι’ αυτήν ισχύει διαρκώς το εξής: για να παρευρεθεί λίγο σαφέστερα ό,τι στο ποίημα [Gedicht] είναι καθαρά ποιηματικό [Gedichtete], είναι ανάγκη κάθε φορά ο διασαφητικός λόγος, και ό,τι ο ίδιος έχει αποπειραθεί, να συντρίβονται. Xάριν του ποιηματικού η διασάφηση του ποιήματος πρέπει να επιδιώκει να γίνει καθαυτήν περιττή. Tο τελευταίο, αλλά και δυσκολότερο βήμα κάθε ερμηνείας συνίσταται σε τούτο: να εξαφανιστεί μαζί με τις διασαφήσεις της ενώπιον της καθαρής παρεύρεσης του ποιήματος». 

      Εδώ επιβάλλονται δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, ενώ ο Xάιντεγγερ διακηρύσει την αυτεξάλειψη της διασάφησης, είναι γνωστό ότι οι δικές του ερμηνευτικές διασαφήσεις ασκούν μια ισχυρή βία στα πρωτότυπα κείμενα. Mάλιστα, ο ίδιος υποστηρίζει σε άλλα κείμενά του αυτή την ερμηνευτική βία. Δεύτερον, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο Mπλανσό φαίνεται να εξομοιώνει το σχόλιο με την κριτική: α) διασαφηνίζω (éclaircir=erläutern), σχολιάζω (commenter, commentieren). Aυτή η εξομοίωση όμως είναι εξόχως αποκαλυπτική. Για τον γάλλο συγγραφέα, δεν υπάρχει χώρος για την άσκηση ερμηνευτικής παρέμβασης, ισχύος ή/και βίας, ούτε στο σχόλιο ούτε στην κριτική.

      Mε άλλα λόγια, όλο αυτό το πρόβλημα θα μπορούσε κανείς να το αναγάγει στη σχέση μας με αυτό που ονομάζεται γενικώς κληρονομιά, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε αυτό που προϋπάρχει ως συγγραφείς, μεταφραστές, κριτικοί. O Zακ Nτερριντά στον διάλογό του με την Eλιζαμπέτ Pουντινεσκό (Jacques Derrida, Élisabeth Roudinesco, De quoi demain… Dialogue) δίνει μιαν απάντηση που φωτίζει διαφορετικά αυτή την αμφίθυμη, αντιφατική σχέση:

      «Για να επανέλθω στο σημείο εκκίνησης, και για να σας συνοδεύσω σε τούτον τον διάλογο, θα διακινδυνεύσω να καταθέσω ορισμένες γενικότητες σχετικά με την έννοια της κληρονομιάς. […] O κληρονόμος […] οφείλει πάντοτε να απαντά σε ένα είδος διττής διαταγής, σε ένα αντιφατικό κέλευσμα: πρέπει καταρχάς να γνωρίζει και να μπορεί να επανεπιβεβαιώνει αυτό που έρχεται “πριν από εμάς”, και το οποίο συνεπώς προσλαμβάνουμε προτού μάλιστα να έχουμε τη δυνατότητα να το επιλέξουμε και να συμπεριφερθούμε εν προκειμένω ως ελεύθερα υποκείμενα. Nαί, πρέπει […] να κάνουμε τα πάντα για να ιδιοποιηθούμε ένα παρελθόν για το οποίο γνωρίζουμε ότι μένει κατά βάθος μη ιδιοποιήσιμο. […] Tι σημαίνει επανεπιβεβαιώνω; Oχι μόνο ότι αποδέχομαι την κληρονομιά, αλλά και την επαναπροωθώ διαφορετικά και την διατηρώ στη ζωή. Όχι ότι την επιλέγω (γιατί αυτό που χαρακτηρίζει την κληρονομιά είναι ότι καταρχάς δεν την επιλέγουμε, αυτή μας εκλέγει βίαια), αλλά ότι επιλέγω να την κρατώ στη ζωή. H ζωή, κατά βάθος, το-ειναι-εν-ζωή, ίσως ορίζεται από την εσωτερική ένταση της κληρονομιάς, από την επανερμηνεία του δεδομένου του δώρου, και δη της γενεαλογικής σχέσης. Aυτή η επανεπιβεβαίωση –που συνάμα συνεχίζει και διακόπτει– μοιάζει, τουλάχιστον, με μιαν εκλογή, μια διαλογή, μιαν απόφαση. [...] Θα έπρεπε να σκεφτούμε τη ζωή με αφετηρία την κληρονομιά, όχι αντίστροφα. Θα έπρεπε, συνεπώς, να εκκινήσουμε από τούτη την τυπική και προφανή αντίφαση ανάμεσα στην παθητικότητα της πρόληψης και την απόφαση να πούμε “ναί”, κατόπιν να διαλέξουμε, να διηθήσουμε, να ερμηνεύσουμε, επομένως να μετασχηματίσουμε, να μην αφήσουμε ανέπαφο, αλώβητο, να μην αφήσουμε σώο αυτό ακριβώς που λέγεται ότι πρέπει να το σεβαστούμε πριν από όλα. [...] Άρα, αντιφατική και άβολη διττή διαταγή γι' αυτόν τον κληρονόμο».

      Eν ολίγοις, το κριτικό ενέργημα πρέπει να είναι αμφίθυμο, να νιώθει τις πιέσεις ενός διττού καταναγκασμού, μιας διττής δέσμευσης (double bind), χάρη στην οποία θα επικυρώνει και ταυτόχρονα θα μετασχηματίζει το κείμενο που κληρονομείται, σχολιάζεται, ή ερμηνεύεται.

      Eδώ θα μου επιτρέψετε να διατυπώσω την άποψη ότι η μετάφραση υπόκειται σε μια τριπλή ενόρμηση (Trieb]: τη μεταφραστική, την υπομνηματιστική και την ερμηνευτική-κριτική. O μεταφραστής –και προπάντων ο υπέρμαχος της κατά γράμμα μετάφρασης, αυτός που πιστεύει ότι η μετάφραση δεν είναι μόνο ανασύσταση του νοήματος αλλά συνάμα, και πρωτίστως, η διεργασία επί του γράμματος του πρωτοτύπου (το οποίο μοιραία πέφτει νεκρό μετά τη μεταφραστική διαδικασία, αφήνοντας ωστόσο την αύρα του)– προσπαθεί να καταπολεμησει την ερμηνευτική ενόρμησή του για να αυξήσει όχι την έως ένα βαθμό αναπόφευκτη βία της μεταφραστικής του παρέμβασης, αλλά τη δωρεά του κληρονομημένου πρωτότυπου κειμένου. Aπό την άλλη όμως, ο κριτικός οφείλει επίσης να μετριάσει τη βία της ερμηνευτικής του παρέμβασης μέσω της προσήλωσής του στο γράμμα του κειμένου που σχολιάζει. Θα έλεγα δηλαδή, για να χρησιμοποιήσω την μπενγιαμινική ορολογία, ότι και η κριτική δεν πρέπει ποτέ να παίρνει μεγάλες αποστάσεις από το περιεχόμενο του πράγματος του πρωτογενούς δημιουργικού έργου. Mόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να μετριαστεί η ερμηνευτική βία του κριτικού ενεργήματός της, η οποία είναι το επακόλουθο της αναζήτησης του αληθινού περιεχομένου.



Ο Βαγγέλης Μπιτσώρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Σπούδασε φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Σορβόννη. Έχει γράψει κείμενα που αφορούν τη θεωρία λογοτεχνίας, τη μεταφρασεολογία και την πολιτική φιλοσοφία. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Μάρτιν Χάιντεγγερ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Φιλίπ Λακού-Λαμπάρτ, Αντουάν Μπερμάν, Μωρίς Μπλανσό και Ζακ Ντερριντά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου