.........
Tiempo de agua
.......
Tumbado sobre el
colchón, oigo el primer borboteo del agua brotando desde puntos imprecisos en
la unión de ciertas baldosas del suelo. Al inicial respingo (quién puede negar
que los sonidos acuáticos generan siempre un movimiento de nuestras orejas, un
átomo de memoria reptiliana) sucede siempre, al momento, un acomodo inmediato
de mis músculos a la certeza de que nada se puede hacer ya.
.......
El nivel del
agua sube, veloz en su bisbiseo. Hace flotar mis zapatillas como dos barquitos
de tela, llega hasta el límite del colchón y anega pronto la mesita de noche.
Deja naufragando un libro, mi reloj de cuarzo y la lamparita que se ahoga con
una breve fiebre eléctrica. Asciende el agua con su urgencia incolora hasta
mojar mi pijama, acariciar mi cuello y hacer flotar mis manos y mis pies. Yo no
me resisto, entiendo que no se debe forzar lo que es inevitable, los bailes del
azar.
.......
Mientras floto a
ritmo pausado por la habitación inundada ya en una marea que se amista con el
techo, siento la relajación propia del que no tiene responsabilidad alguna ante
la fuerza irresistible de los fenómenos naturales. Nada puedo hacer, no, nada
se me permite, anulado por este océano. Me dejo llevar por el tibio oleaje que
desplaza como a medusas las sillas, una alfombra o las prendas de ropa que
antes atestaban el perchero.
.......
Sólo cuando noto
el límite de mis pulmones clamando oxígeno, advierto que no debo, no quiero
morir: ahora tengo que preocuparme por algo más trascendente que cualquier
problema cotidiano. Doy para ello un leve giro de pez (desganado casi, apenas
una señal ligeramente convenida) y el paisaje marítimo de mi dormitorio
comienza su rápida retirada hacia el suelo, recomponiéndose en un caos húmedo
lo que antes flotaba amniótico, sonámbulo, hasta perderse nuevamente los
últimos hilos de agua en su correspondiente resquicio de las baldosas.
........
De nuevo sobre
la cama, empapado y a merced de mi voluntad, siento otra vez el peso de las
responsabilidades, esos deberes cotidianos que le hacen a uno temer tanto como
desear un naufragio pequeño, una inundación de juguete.
.......
Algo
irreversible, a fin de cuentas.
...
....
....
Μετάφραση: Νίκος
Πρατσίνης
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ακούω το πρώτο
γουργουρητό του νερού που αναβλύζει από απροσδιόριστα σημεία εκεί όπου
ενώνονται οι πλάκες του δαπέδου. Το πρώτο τίναγμα (ποιος μπορεί να αρνηθεί πως
οι ήχοι του νερού προξενούν πάντοτε μια αναστάτωση στα αυτιά μας, στοιχείο που
αποτελεί αμυδρή ανάμνηση από τον ερπετοειδή εγκέφαλο) διαδέχεται πάντα,
ακαριαία, μια άμεση χαλάρωση των μυών μου με τη βεβαιότητα πως δεν μπορεί πια
να γίνει τίποτα.
Το επίπεδο
του νερού ψηλώνει γοργά, κελαρύζοντας. Κάνει τα αθλητικά μου παπούτσια να
αρμενίζουν σα δυο πάνινες βαρκούλες, φτάνει στα όρια του στρώματος και σύντομα
καλύπτει το κομοδίνο. Καταποντίζοντας ένα βιβλίο, ένα ρολόι χαλαζία που έχω,
και το πορτατίφ, το οποίο βυθίζεται με έναν σύντομο και ηλεκτρισμένο πυρετικό
παροξυσμό. Ανεβαίνει το νερό, άχρωμο μες στη βιάση του, κι έρχεται να μουσκέψει
την πιτζάμα μου, να χαϊδέψει το λαιμό μου και να κάνει τα χέρια και τα πόδια
μου να επιπλέουν. Κι εγώ δεν αντιστέκομαι, καταλαβαίνω πως δεν πρέπει να πολεμά
κανείς να αλλάξει τα αναπόφευκτα, τα παιγνίδια της μοίρας.
Κι ενώ αρμενίζω με ένα διακοπτόμενο
ρυθμό στο πλημμυρισμένο δωμάτιο μέσα σε μια παλίρροια που έρχεται να ανταμώσει
το ταβάνι, αισθάνομαι τη χαλαρότητα που χαρακτηρίζει κάποιον που δε φέρει καμιά
ευθύνη απέναντι στην ακατανίκητη δύναμη των φυσικών φαινομένων. Όχι, δε μπορώ
τίποτα να κάνω, τίποτα δε μου επιτρέπεται, έτσι που με έχει εκμηδενίσει αυτός ο
ωκεανός. Αφήνομαι να με παρασύρει ο χλιαρός κυματισμός που μετατοπίζει σα να
ήταν μέδουσες τις καρέκλες, ένα χαλί ή τα ρούχα που ήταν πριν στριμωγμένα στη
ντουλάπα με τις κρεμάστρες.
Όταν
διαπιστώνω πως οι πνεύμονές μου, στα όριά τους, ζητούν οξυγόνο, τότε μόνο
αντιλαμβάνομαι πως δεν πρέπει, δε θέλω να πεθάνω: πρέπει τώρα να φροντίσω για
κάτι που υπερβαίνει οποιοδήποτε πρόβλημα της καθημερινότητας. Για το λόγο αυτό
κάνω ανάλαφρα μια στροφή σαν ψάρι (ανόρεχτα σχεδόν, ένα κάπως προσυμφωνημένο
σήμα και τίποτα άλλο) και το θαλασσινό τοπίο του υπνοδωματίου μου αρχίζει να
αποσύρεται γοργά μέχρι το δάπεδο, ενώ όσα πριν αρμένιζαν, ανασυντάσσονται για
να σχηματίσουν ένα αμνιακό υγρό που κινείται σαν υπνοβάτης, μέχρι να χαθούν
ξανά και τα τελευταία μικρά ρυάκια του νερού, το καθένα στη χαραμάδα του
ανάμεσα στις πλάκες.
Ξανά στο
κρεβάτι, μούσκεμα και στο έλεος της βούλησής μου, νιώθω για ακόμη μια φορά το
φορτίο των ευθυνών, αυτών των καθημερινών πρέπει που τον κάνουν κάποιον να
φοβάται όσο και να λαχταρά ένα μικρό ναυάγιο, μια πλημμύρα στις διαστάσεις
παιδικού παιχνιδιού.
Κάτι μη
αναστρέψιμο, σε τελική ανάλυση.
Η ώρα του νερού, του Μιγκέλ Ά. Θαπάτα
Μετάφραση: Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος
Ξαπλωμένος στο στρώμα, ακούω τον παφλασμό
του νερού καθώς αρχίζει να ξεπηδά από αδιόρατα σημεία, ανάμεσα στα πλακάκια του
πατώματος. Το αρχικό αλάφιασμα (ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι ο ήχος του νερού
κάνει πάντα τα αφτιά μας να κινούνται, ένα μόριο μνήμης ερπετοειδούς) το
διαδέχεται πάντα, αυτοστιγμεί, η άμεση προσαρμογή των μυών μου στη βεβαιότητα
πως τίποτα δεν μπορεί να γίνει πλέον.
Η
στάθμη του νερού ανέρχεται βουίζοντας, με ταχύτητα. Κάνει τις παντόφλες μου να
επιπλέουν σαν δυο πάνινες βαρκούλες, φτάνει μέχρι το ύψος του στρώματος και αμέσως
μετά πλημμυρίζει το κομοδίνο. Αφήνει παντού ναυάγια: ένα βιβλίο, το quartz ρολόι μου, το πορτατίφ που βυθίζεται
με έναν σύντομο ηλεκτρικό πυρετό. Ανεβαίνει το νερό με την άχρωμη βιασύνη του,
μέχρι που μουσκεύει την πιζάμα μου, χαϊδεύει το λαιμό μου και κάνει τα χέρια
και τα πόδια μου να επιπλέουν. Εγώ δεν προβάλλω αντίσταση. Αντιλαμβάνομαι ότι
δεν πρέπει να πηγαίνει κανείς κόντρα στο αναπόφευκτο, στο χορό της μοίρας.
Όση
ώρα επιπλέω ήρεμα στο πλημμυρισμένο δωμάτιο, σε αυτή την παλίρροια που έχει
πιάσει φιλία με το ταβάνι, νιώθω τη χαλάρωση από την απουσία κάθε ευθύνης
μπροστά στην ακατανίκητη δύναμη των φυσικών φαινομένων. Τίποτα απολύτως δεν
μπορώ να κάνω, τίποτα δεν μου επιτρέπεται, εκμηδενισμένος καθώς είμαι από αυτόν
τον ωκεανό. Αφήνομαι στα χλιαρά κύματα που μετακινούν, σαν μέδουσες, τις
καρέκλες, το χαλί ή τα ρούχα που πριν κατέκλυζαν τον καλόγερο.
Μόνο
όταν αισθάνομαι τα πνευμόνια μου να αναζητούν απεγνωσμένα οξυγόνο,
αντιλαμβάνομαι ότι δεν πρέπει, ότι δεν θέλω να πεθάνω: τώρα χρειάζεται να
νοιαστώ για κάτι που είναι πιο σημαντικό από οποιοδήποτε καθημερινό πρόβλημα.
Γι’ αυτό κάνω έναν ελαφρύ ψαρίσιο ελιγμό (χωρίς κέφι σχεδόν, ίσα ίσα σαν
αδιόρατο προσυμφωνημένο σημάδι) και το υδάτινο τοπίο του δωματίου μου αρχίζει
να υποχωρεί γρήγορα προς το πάτωμα, ανασυνθέτοντας σε ένα υγρό χάος όλα όσα
προηγουμένως επέπλεαν σαν υπνοβάτες σε αμνιακό υγρό, μέχρι να χαθούν εκ νέου οι
τελευταίες ρανίδες νερού στις σχισμές από όπου είχαν ξεπηδήσει.
Ξανά
πάνω στο κρεβάτι, μούσκεμα και στο έλεος της θέλησής μου, νιώθω πάλι το βάρος
από τις ευθύνες, από τις καθημερινές υποχρεώσεις που κάνουν τον καθένα να
φοβάται τόσο ώστε να εύχεται ένα μικρό ναυάγιο, μια πλημμύρα-παιχνίδι.
Κάτι
μη αναστρέψιμο, τελοσπάντων.
Οι
δύο μεταφράσεις του διηγήματος του Μιγκέλ Ά. Θαπάτα «συναγωνίστηκαν» στο 2ο εν
Ελλάδι Translation
Slam
που έλαβε χώρα στην Αθήνα, στις 20 Ιουνίου 2015, στο πλαίσιο του 7ου Φεστιβάλ
ΛΕΑ. Διαιτητής ήταν η μεταφράστρια Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη.
Ο Μιγκέλ Ά. Θαπάτα (Γρανάδα, 1974) είναι συγγραφέας, λογοτεχνικός
κριτικός και καθηγητής Γεωγραφίας και Ιστορίας στην Αυτοδιοικούμενη Περιφέρεια της
Μαδρίτης. Έχει κερδίσει διάφορα βραβεία και έχει εκδώσει τρία βιβλία με
διηγήματα και μικροδιηγήματα: Ternuras interrumpidas, Baúl de prodigios και Revelaciones y magias. Τα τελευταία του βιβλία είναι τα Esquina inferior del cuadro (Menoscuarto, 2011) και Las manos (Candaya, 2014).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου