Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Από την "Κυψέλη" στην "Εποχή της σιωπής". Η γενιά του κοινωνικού ρεαλισμού, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Τη δεκαετία του ’50 η Ισπανία αρχίζει σταδιακά να συνέρχεται από τα τραύματα του εμφύλιου πολέμου. Αν και ο εκδημοκρατισμός της χώρας έμελλε να αργήσει ακόμα πολύ, στα μέσα του περασμένου αιώνα παρατηρούνται τόσο στον οικονομικό όσο και στον κοινωνικοπολιτικό τομέα κάποιες δειλές, πλην όμως ενδιαφέρουσες, αλλαγές. Το 1950, παραδείγματος χάρη, ο ΟΗΕ άρει τις κυρώσεις που είχε επιβάλει στο φρανκικό καθεστώς∙ έτσι η Ισπανία μπόρεσε, επιτέλους, να λάβει οικονομική βοήθεια από τις ΗΠΑ. Τα αποτελέσματα αυτής της βοήθειας δεν αργούν να φανούν: το 1951 η χώρα ανακτά το επίπεδο ζωής που είχε πριν τον πόλεμο, ενώ το 1952, εξαιτίας εν μέρει και της πολύ καλής σοδειάς σιταριού, καταργείται το δελτίο στο ψωμί.
            Λίγο αργότερα, το 1957, ο Φράνκο προβαίνει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην πολιτική του, με τη χρησιμοποίηση στο κυβερνητικό σχήμα τεχνοκρατών, οι οποίοι επεξεργάστηκαν και επέβαλαν, το 1959, το περίφημο σχέδιο Σταθεροποίησης, που έθεσε, κατά μεγάλο ποσοστό, τις βάσεις για την ανάκαμψη της ισπανικής οικονομίας κατά τη δεκαετία του ’60. Όπως αναφέρουν οι ιστορικοί García de Cortázar και González Vesga (1994: 615-616), στα τέλη της δεκαετίας του ’50 παρουσιάζονται καινούργιες ευκαιρίες για τη σύγκλιση της ισπανικής οικονομίας με εκείνη των προηγμένων ευρωπαϊκών κρατών και έτσι, με την πίεση των άμεσα ενδιαφερομένων (βιομηχάνων, τραπεζικών κ.λπ.) η χώρα εγκαταλείπει το γεωργικό οικονομικό της σχεδιασμό και μετατρέπεται σε μια ημιβιομηχανική κοινωνία.
            Παρ’ όλα αυτά, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν συνοδεύονται και από ανάλογα «ανοίγματα» στην πνευματική ζωή: «την δεκαετία του ’50 η χώρα είναι υποχρεωμένη να αρκεστεί σε μια ελεγχόμενη πολιτιστική ζωή. Κυριαρχούν ομάδες που πρόσκεινται στο καθεστώς, ενώ για τους δημιουργούς εκείνους που έχουν αντίθετες ιδέες, η λογοκρισία φροντίζει να περιορίσει τις ελευθερίες στη σκέψη και στη δημιουργία», (Pedraza Jiménez και Rodríguez Cáceres, 1997: 350).
            Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το κλίμα πολιτικής διαφθοράς, κοινωνικής εξαθλίωσης (τη δεκαετία του ’50 αρχίζει η ερήμωση της ισπανικής υπαίθρου και η εγκατάσταση πολλών εσωτερικών μεταναστών προς αναζήτηση εργασίας στις άθλιες παραγκουπόλεις των μεγάλων πόλεων) και οικονομικής ανάκαμψης, εκδίδεται μια σειρά από μυθιστορήματα που έχουν ως κύριο θέμα τους την κρίση της κοινωνίας εκείνης της εποχής. Οι συγγραφείς των εν λόγω έργων απευθύνονται σε ένα λαό καταπιεσμένο, αποπροσανατολισμένο και απληροφόρητο και προσπαθούν να τον κάνουν να αντιληφθεί το τι διαδραματίζεται γύρω του και, αν είναι δυνατόν, να προκαλέσουν την αντίδρασή του. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα είδος μυθιστορήματος που έχει ως σκοπό του, ταυτόχρονα, την πληροφόρηση και την καταγγελία: «σε μια εποχή που είναι απαγορευμένη ή παραποιημένη κάθε πληροφόρηση, οι μυθιστοριογράφοι αισθάνονται την ευθύνη να επωμισθούν αυτό το χρέος· γι’ αυτό το λόγο τα έργα τους βρίσκονται πιο κοντά στο ιστορικό δοκίμιο ή τη δημοσιογραφία (μυθιστόρημα-μαρτυρία ή μυθιστόρημα-έρευνα) από όσο στη λογοτεχνία», (Barroso και άλλοι, 2000: 261) και για τον ίδιο ακριβώς λόγο, θα συμπληρώναμε, είναι διάχυτη στην πεζογραφία τους η ανάγκη για την όσο το δυνατό πιο πιστή αναπαραγωγή της καθημερινότητας και η επιθυμία της κοινωνικής αλλαγής.
            Ο Pablo Gil Casado (1990: 9) υποστηρίζει πως, ανάλογα με τα ιστορικά δεδομένα κάθε εποχής, επικρατεί στη λογοτεχνική παραγωγή μιας χώρας άλλοτε η «εξανθρωποποιημένη λογοτεχνία» (literatura humanizada), δηλαδή η λογοτεχνία που εστιάζει στα προβλήματα που αφορούν το κοινωνικό σύνολο, και άλλοτε η «απανθρωποποιημένη λογοτεχνία» (literatura deshumanizada), δηλαδή η λογοτεχνία που δίνει προτεραιότητα στις εσωτερικές εντάσεις των ηρώων της. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή τη θεωρία του Gil Casado, τη δεκαετία του ’50 κυριαρχεί στην Ισπανία το εξανθρωποποιημένο μυθιστόρημα που «παραπέμπει στην προσπάθεια του ανθρώπου να απελευθερωθεί από την εκμετάλλευση και την καταπίεση της εξουσίας», (1990: 13).
            Προκειμένου να προσδιορισθούν αφενός η πεζογραφία κοινωνικού προβληματισμού που γράφεται και εκδίδεται στην Ισπανία της δεκαετίας του ’50, όσο και οι δημιουργοί της, έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς διάφορες ετικέτες όπως γενιά του ιστορικού ρεαλισμού, γενιά του ’50, γενιά των «παιδιών του πολέμου», γενιά του κοινωνικού ρεαλισμού ή γενιά των μέσων του αιώνα. Από όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς, όμως, φαίνεται να υπερισχύουν, στα κείμενα των μελετητών της λογοτεχνίας, οι δύο τελευταίοι. Στη «Γενιά του κοινωνικού ρεαλισμού», λοιπόν, περιλαμβάνονται σημαντικά ονόματα των ισπανικών γραμμάτων, όπως είναι αυτά των Ιγνάθιο Αλδεκόα (1925-1969), Κάρμεν Μαρτίν Γκάιτε (1925-2000), Χεσούς Φερνάντεθ Σάντος (1926-1988), Άνα Μαρία Ματούτε (1925-2014), Ραφαέλ Σάντσεθ Φερλόσιο (1927), Χοσέ Λουίς Καστίγιο Πούτσε (1919-2004), Αντόνιο Πριέτο (1929) και πολλά άλλα.
            Όπως τονίζει ο Santos Sanz Villanueva (1994: 35-36), ένας από τους εγκυρότερους μελετητές της σύγχρονης ισπανικής λογοτεχνίας, οι συγγραφείς αυτής της γενιάς παρουσιάζουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά τα οποία, άλλωστε, τους δίνουν και την εικόνα μιας δημιουργικής, σε δύσκολους καιρούς, ομάδας. Οι περισσότεροι είναι μεσοαστοί με πανεπιστημιακές σπουδές (κυρίως στη Φιλοσοφική). Είναι συγγραφείς αυτοδίδακτοι οι οποίοι, εξαιτίας της λογοκρισίας που επικρατούσε εκείνη την εποχή, δεν έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν με σχετική κανονικότητα τις εξελίξεις της παγκόσμιας λογοτεχνίας του καιρού τους· αυτό είχε ως αποτέλεσμα, στην αρχή κυρίως της σταδιοδρομίας τους, να έχουν ελάχιστες «προσλαμβάνουσες παραστάσεις». Τέλος, οι περισσότεροι από αυτούς διατηρούσαν στενότατες προσωπικές και φιλικές σχέσεις (η Κάρμεν Μαρτίν Γκάιτε, για παράδειγμα, ήταν σύζυγος του Ραφαέλ Σάντσεθ Φερλόσιο).
            Ποιες είναι όμως οι κυριότερες επιρροές της «Γενιάς του κοινωνικού ρεαλισμού»; Σύμφωνα με τον José García López (2001: 751), έστω και ως μακρινός αντίλαλος, λόγω της προαναφερθείσης δυσκολίας στην είσοδο και διάδοση βιβλίων ξένης λογοτεχνίας στη φρανκική Ισπανία, «τα δύο κυριότερα σημεία αναφοράς και επιρροής αυτών των πεζογράφων ήταν από τη μια πλευρά η αμερικάνικη λογοτεχνία των Hemingway, Dos Passos, Faulkner κ.λπ., και από την άλλη ο ιταλικός νεορεαλισμός (κινηματογραφικός ή λογοτεχνικός) των Pavese, Pratolini, Pasolini κ.λπ.», ενώ οι Pedraza Jiménez και Rodríguez Cáceres (1997: 361) προσθέτουν και την επιρροή του γαλλικού νέου μυθιστορήματος (nouveau roman).
            Αναζητώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που παρουσιάζουν τα περισσότερα έργα των κοινωνικών ρεαλιστών κατά τη δεκαετία του ’50, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, πέρα από τον έντονο κοινωνικό προβληματισμό και την, κατά μεγάλο ποσοστό, πιστή αναπαραγωγή του ανελεύθερου και ασφυκτικού κλίματος εκείνης της εποχής,  την αργή ανάπτυξη της πλοκής και τη ροπή τους στην ανατροπή της «λογικής» χρονικής αλληλουχίας των αφηγούμενων γεγονότων. Δίχως αμφιβολία, όμως, το κυριότερο γνώρισμα της ποιητικής αυτής της γενιάς είναι η αποκαθήλωση/απομυθοποίηση του κλασσικού ατομικού ήρωα/πρωταγωνιστή και η ταυτόχρονη ανάδειξη μιας σειράς δευτεραγωνιστών που έρχονται να καταλάβουν τη θέση του, διαμορφώνοντας πλέον ένα συλλογικό πρωταγωνιστή, μια συλλογική συνείδηση, που αποφέρει αυτόματα στον αναγνώστη μια πιο σφαιρική ματιά των «γεγονότων». Η επιλογή αυτή, άλλωστε, είναι απόλυτα αναμενόμενη από συγγραφείς που, όπως τόνισε προηγουμένως ο Gil Casado, ενδιαφέρονται περισσότερο για το κοινωνικό γίγνεσθαι και λιγότερο ή καθόλου για την προβολή «εγωκεντρικών» ηρώων.
            Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές, η πιο γόνιμη περίοδος των κοινωνικών ρεαλιστών τοποθετείται ανάμεσα στο 1954 και το 1962. Πλην όμως, είναι ένας μεγαλύτερος σε ηλικία συγγραφέας, ο οποίος βέβαια δεν ανήκει στην εν λόγω γενιά, αυτός που «προαναγγέλλει» και, γιατί όχι, επηρεάζει καταλυτικά τη γενιά των μέσων του αιώνα, με ένα μνημειώδες μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας είναι ο Καμίλο Χοσέ Θέλα (1916-2002), βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1989, και το έργο La colmena (Η κυψέλη), μια «εκπληκτική πινακοθήκη της εξαθλιωμένης Μαδρίτης της δεκαετίας του ’40», (Pedraza Jiménez και Rodríguez Cáceres, 2000: 723). Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Μπουένος Άιρες το 1951, αφού η λογοκρισία τού επέτρεψε την κυκλοφορία στην Ισπανία μόλις το 1963 (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλου, σε μετάφραση Μαρίας Χατζηγιάννη).
Το τέλος της γονιμότερης περιόδου των ρεαλιστών το σηματοδοτεί, το 1962, ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα της σύγχρονης ισπανικής πεζογραφίας, το Tiempo de silencio (Εποχή της σιωπής) του Λουίς Μαρτίν-Σάντος (1924-1964). Ο πρόωρα χαμένος Μαρτίν Σάντος, αν και συνομήλικος των μελών της γενιάς που εξετάζουμε, ανήκει υφολογικά στην επόμενη γενιά, των αποκαλούμενων πειραματιστών (Χουάν Μπενέτ, Λουίς Γκοϊτισόλο κ.λπ.). Η Εποχή… όμως, είναι το έργο που κατορθώνει ταυτόχρονα να τελειοποιήσει, αλλά και να ξεπεράσει την αισθητική του κοινωνικού ρεαλισμού. Το μυθιστόρημα πραγματεύεται τις δύσκολες σχέσεις ανάμεσα στην αστική τάξη και τους κατοίκους των παραγκουπόλεων στη Μαδρίτη του ’50 και του ’60, βασιζόμενο στην περίπλοκη δομή των κεφαλαίων και σε μια πολυφωνική και πολυεπίπεδη αφήγηση, χαρακτηριστικά που κάνουν δύσκολη την ανάγνωσή του, αφού απαιτείται συνεχής εγρήγορση (και συνεισφορά) από πλευράς του αναγνώστη. Αυτή ακριβώς η πολυπλοκότητα, σε συνδυασμό με τις κοινωνικές της ανησυχίες, αναγορεύει την Εποχή… σε ορόσημο ανάμεσα στον κοινωνικό ρεαλισμό και τον, επερχόμενο, πειραματισμό δεδομένου ότι «ο επιφανειακά συμβατικός και παραδοσιακός χαρακτήρας του θέματός της, μεταμορφώνεται σε μια καινούργια πρόταση εξαιτίας των πειραμάτων στη δομή και της πομπώδους, σχεδόν μπαρόκ γλώσσας που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας», (Sanz Villanueva, 1994: 160).
Η κυψέλη, λοιπόν, και η Εποχή της σιωπής, δύο έργα, επαναλαμβάνουμε, που είναι γραμμένα από συγγραφείς που δεν ανήκουν στη «Γενιά του κοινωνικού ρεαλισμού», σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος αυτού του κινήματος – και όχι, ευτυχώς, της συγγραφικής ζωής των πεζογράφων που εγγράφονται σε αυτό, δεδομένου ότι μερικοί από αυτούς συνέχισαν να παράγουν έργο ακόμα και πολλές δεκαετίες αργότερα. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο «σταθμούς», γράφτηκαν μερικά από τα σημαντικότερα έργα της ισπανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Θα αναφερθούμε σε αυτά κάνοντας λόγο για το έργο των κυριότερων συγγραφέων της γενιάς των μέσων του αιώνα.
Ο Bάσκος, Ιγνάθιο Αλδεκόα εξέδωσε κυρίως διηγήματα. Οι πιο γνωστές συλλογές του φέρουν τους τίτλους Vísperas de silencio (1955) και El corazón y otros frutos amargos[1] (1959). Από τα μυθιστορήματά του ξεχωρίζει το El fulgor y la sangre (1954). Σύμφωνα με τους Pedraza Jiménez και Rodríguez Cáceres (2000: 732), η γραφή του Αλδεκόα «έχει ένα ισχυρό υπαρξιακό χαρακτήρα» και συμπληρώνουν πως «παρά τη σκόπιμη αποστασιοποίησή του από τους ήρωές του, δεν αποκηρύσσει την ανάμειξη του δημιουργού, που εμφανίζεται με λυρισμό και χιούμορ». Άλλωστε, όπως τονίζει ο Ricardo Gullón (1994: 116), αναφερόμενος στους λογοτέχνες του κοινωνικού ρεαλισμού, «το ότι παίρνουν αποστάσεις δεν σημαίνει ότι είναι απόντες, απλώς δεν παρεμβαίνουν στην πλοκή· εμφανίζονται, όμως, μέσα από τη φωνή και τη ματιά του αφηγητή».
Η Κάρμεν Μαρτίν Γκάιτε αποτύπωσε όσο λίγοι συγγραφείς την αργόσυρτη, μονότονη και βαρετή ζωή στην ισπανική επαρχία του ’50, έχοντας ως «οδηγό» τις προσωπικές της εμπειρίες από τη γενέτειρά της Σαλαμάνκα. Σπουδαιότερα έργα της, για την εποχή που εξετάζουμε, είναι η συλλογή διηγημάτων El balneario (1955) και το μυθιστόρημα Entre visillos (1957). Η συγγραφέας συνέχισε να δημιουργεί μέχρι το θάνατό της, στη Μαδρίτη το 2000, και μάλιστα όπως τονίζει ο Sanz Villanueva (1994: 118) κατόρθωσε με την πάροδο του χρόνου να δημιουργήσει ένα απολύτως προσωπικό, απλό και αποτελεσματικό τρόπο γραφής, διορθώνοντας αδυναμίες των πρώιμων έργων της.
Ο Χεσούς Φερνάντεθ Σάντος ξεχώρισε για τη λιτή γραφή του όπως αυτή αποτυπώνεται στο μυθιστόρημά του En la hoguera (1956) και τη συλλογή διηγημάτων Cabeza rapada (1958). Το σημαντικότερο, όμως, έργο του είναι το μυθιστόρημα Los bravos (1954) το οποίο αποτελεί «μια πιστή μαρτυρία των δύσκολων συνθηκών της ζωής των αγροτών εκείνης της εποχής, ιδωμένη μέσα από τη ματιά ενός συγγραφέα με έντονη κοινωνική συνείδηση», (García López, 2001: 754).
Η γεννημένη στη Βαρκελώνη Άνα Μαρία Ματούτε, «παράγει ένα πολύ προσωπικό έργο, στο οποίο κυριαρχούν γκρίζες και τραγικές πινελιές», (Pedraza Jiménez και Rodríguez Cáceres, 2000: 734). Ανάμεσα στα έργα της διακρίνουμε τα Fiesta al Noroeste (1953), Pequeño teatro (1954) και τη συλλογή διηγημάτων, με έντονο το βιωματικό στοιχείο από τον εμφύλιο πόλεμο, Los hijos muertos (1957).
Ο Ραφαέλ Σάντσεθ Φερλόσιο, έχει δημοσιεύσει ελάχιστα στη ζωή του, θεωρείται, παρ’ όλα αυτά, ως ο δημιουργός του σημαντικότερου έργου της γενιάς που μας απασχολεί, πρόκειται για το θρυλικό El Jarama (1956). Το μυθιστόρημα διηγείται την κυριακάτικη εκδρομή μιας παρέας νεαρών Μαδριλένιων στις όχθες του ποταμού Χαράμα. Συμβαίνουν κάποια μικρά, ασήμαντα θα έλεγε κανείς, περιστατικά ώσπου, προς το τέλος σχεδόν του βιβλίου, πνίγεται μια από τις κοπέλες της παρέας και οι υπόλοιποι επιστρέφουν μαλώνοντας για το ποιος θα ανακοινώσει το δυσάρεστο νέο στην οικογένεια της φίλης τους. Όλα μοιάζουν να κυλάνε αργά και δίχως κανένα ενδιαφέρον. Εκεί ακριβώς κρύβεται και το μεγαλείο του έργου. Δίκαια αναρωτιέται ο σημαντικός σύγχρονος Ισπανός συγγραφέας, Χούλιο Γιαμαθάρες (2002: 50): «Γιατί τέτοια βραδύτητα; Γιατί τέτοια πλήξη όταν κάλλιστα ο δημιουργός του θα μπορούσε, δεν του λείπανε άλλωστε οι ικανότητες, να γεμίσει το μυθιστόρημα με περιστατικά και ιστορίες μεγαλύτερης αφηγηματικής δύναμης;», για να δώσει αμέσως ο ίδιος την απάντηση: «Γιατί απλούστατα αυτό που ήθελε να μας διηγηθεί ο Φερλόσιο με το El Jarama ήταν το πόσο παράλογη ήταν η ζωή στην Ισπανία εκείνα τα χρόνια και πόσο βαρετή, και γι’ αυτό το λόγο δεν υπήρχε βέβαια τίποτα καλύτερο από το να γράψει ένα βαρετό μυθιστόρημα. Θέλω να πω: υπέροχα βαρετό». Άλλο έργο του Φερλόσιο είναι το μυθιστόρημα Industrias y andanzas de Alfanhuí[2] (1951).
Στα έργα των συγγραφέων της γενιάς του κοινωνικού ρεαλισμού, ο αναγνώστης δεν θα βρει ούτε ξέφρενη δράση, ούτε πρωτότυπες ιστορίες, ούτε περιττά στολίδια· θα βρει αντίθετα πολλή ευαισθησία, καυστικό χιούμορ και μια απλότητα που αφοπλίζει. Οι δημιουργοί αυτών των έργων έγραψαν σε μια δύσκολη εποχή, κάτω από αντίξοες συνθήκες, αλλά με απίστευτο πάθος και οικονομία λόγου, χαρακτηριστικά που κάνουν, ακόμα και σήμερα, τα έργα τους να διαβάζονται με μεγάλο ενδιαφέρον. Η ισπανική πεζογραφία της δεκαετίας του ’50 ξεκίνησε, σύμφωνα με τους ειδικούς, από μια «κυψέλη» και κατέληξε σε μια «εποχή σιωπής», στην πραγματικότητα, όμως, έγινε μάλλον το αντίθετο: άρχισε να γράφεται σε μια περίοδο –αρχές του ’50– βουβαμάρας και καταπίεσης και μεταλλάχτηκε σε κάτι διαφορετικό σε μια άλλη εποχή –αρχές του ’60– κατά την οποία ο κόσμος, εξαιτίας εν μέρει και των έργων στα οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, είχε αρχίσει να ξεπερνά το φόβο και να σχηματίζει μικρές κυψέλες αντίστασης ενάντια στο καθεστώς και στην γκρίζα καθημερινότητά του.
Ολοκληρώνοντας θα ήταν αναγκαίο να ξεκαθαρίσουμε ότι η λογοτεχνική παραγωγή της γενιάς των ρεαλιστών και η πεζογραφία που γράφεται και εκδίδεται στην Ισπανία τη δεκαετία του ’50 δεν είναι, φυσικά, δύο έννοιες ταυτόσημες. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω δεκαετίας, κατά την οποία «η ισπανική λογοτεχνία ανακτά το ρυθμό της, μετά από μια δεκαετή σχεδόν αγκύλωση», (Pedraza Jiménez και Rodríguez Cáceres, 1997: 354), που οφείλεται, βέβαια, στις πληγές του άφησε ο εμφύλιος πόλεμος, εκτός από τους συγγραφείς παλαιότερων λογοτεχνικών γενεών, πρωτοεμφανίζονται και δημιουργούν μια σειρά λογοτεχνών με διαφορετικά, τόσο μεταξύ τους όσο και ως προς τους δημιουργούς που εξετάσαμε, χαρακτηριστικά, όπως ο ιδιόμορφος Χουάν Γκαρθία Ορτελάνο (1928-1992) που ανήγαγε το συμπεριφορισμό σε λογοτεχνική μέθοδο, ο λυρικός και παραγνωρισμένος Χουλιάν Αγέστα (1919-1996) και το εκπληκτικό του μυθιστόρημα Helena o el mar del verano[3] (1952), ο σημαντικότατος Χουάν Γκοϊτισόλο (1931) και πολλοί άλλοι.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

·         BARROSO, Asunción y otros: Introducción a la literatura española a través de los textos (tomo IV), octava edición. Madrid, Istmo, 2000.
·         ΓΙΑΜΑΘΑΡΕΣ, Χούλιο: Η τέχνη του ψεύδεσθαι (μτφ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος). Αθήνα, Instituto Cervantes, 2002.
·         GARCÍA DE CORTÁZAR, Fernando y GONZÁLEZ VESGA, José Manuel: Breve historia de España. Madrid, Alianza Editorial, 1994.
·         GARCÍA LÓPEZ, José: Historia de la literatura española (vigésima edición). Barcelona, Vicens Vives, 2001.
·         GIL CASADO, Pablo: La novela deshumanizada española (1958-1988). Barcelona, Anthropos, 1990.
·         GULLÓN, Ricardo: La novela española contemporánea. Madrid, Alianza Universidad, 1994.
·         PEDRAZA JIMÉNEZ, Felipe B. y RODRÍGUEZ CÁCERES, Milagros: Las épocas de la literatura española. Barcelona, Ariel, 1997.
·         PEDRAZA JIMÉNEZ, Felipe B. y RODRÍGUEZ CÁCERES, Milagros: Historia esencial de la literatura española e hispanoamericana. Madrid, EDAF, 2000.
·         SANZ VILLANUEVA, Santos: Historia de la literatura española 6/2 (quinta edición). Barcelona, Ariel, 1994.
                 

Μια αρχική μορφή του παρόντος κειμένου δημοσιεύτηκε το 2004 στο περιοδικό Η Λέξη, τεύχος 180, σελ. 370-375





[1] Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2005 με τον τίτλο Η καρδιά και άλλοι πικροί καρποί από τις εκδόσεις Ύψιλον σε ομαδική μετάφραση υπό το συντονισμό του Τάσου Δενέγρη.
[2] Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2007 με τον τίτλο Ο Αλφανουί: Πού περιπλανήθηκε και τι μηχανεύτηκε από τις εκδόσεις Λαγουδέρα σε ομαδική μετάφραση υπό το συντονισμό του Νίκου Πρατσίνη.
[3] Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2005 με τον τίτλο Ελένα ή η θάλασσα του καλοκαιριού από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου