Ο άγγελος
του Χουάν Εδουάρδο Θούνιγα
Η γυναίκα διέσχιζε τη μεγάλη πλατεία στο κέντρο της οποίας υψωνόταν ο στύλος που είχε στην κορυφή του ένα πελώριο άγαλμα, έναν άγγελο με απλωμένα τα φτερά που έμοιαζε έτοιμος να πετάξει.
Η μοναχική γυναίκα κάθε
πρωί έστρεφε επάνω του το γεμάτο θαυμασμό βλέμμα της, με το φόβο μήπως
εξαφανιζόταν στους αέρηδες του φθινοπώρου ή στην ομίχλη της παγωνιάς και δεν
τον έβλεπε πια· και παρόλο που ήξερε ότι για τον άγγελο εκείνη ήταν μονάχα μια
μαύρη κουκίδα στην απεραντοσύνη της έρημης πλατείας, τον παρακαλούσε να τη
συντροφεύει στη μακρά καθημερινή της διαδρομή.
Και ήταν τέτοια η
παραφορά της που ο άγγελος την άκουσε, ένοιωσε το επίμονο κάλεσμά της και μια
μέρα κατέβηκε από το στύλο και κατευθύνθηκε προς εκείνη με διστακτικά βήματα.
Στη θέα της γιγάντιας μορφής με τα ανοιγμένα φτερά, η γυναίκα αισθάνθηκε να
γεννιέται μέσα της η ελπίδα για ανταπόκριση, αλλά με το που πλησίασε ο άγγελος,
είδε ότι τα μάτια του ήταν κενά.
Παρ’ όλα αυτά, εκείνη
τον ρώτησε: «Θα έρθεις μαζί μου;» αλλά ο άγγελος αμφιταλαντεύτηκε, δεν απάντησε
και μετά από λίγο επέστρεψε στη θέση του, ψηλά στο στύλο.
Διαλύθηκε η φευγαλέα
προσμονή του έρωτα: εκείνη ένοιωσε ότι η ζωή της τελείωνε και θέλησε να
βυθιστεί στη γη μόλις κατάλαβε ότι δεν την είχε καν κοιτάξει, ότι ο άγγελος δεν
είδε ποτέ την έκφραση του έρωτά της. Αλλά σκέφτηκε το εργασιακό της καθήκον και
το δρόμο που είχε να διανύσει, όπως κάθε μέρα, και το πήρε απόφαση να
προχωρήσει. Ποτέ πια δεν θα αναζητούσε τον έρωτα, ούτε ο άγγελος θα κατέβαινε
στο έδαφος.
Οι μοναχικοί άνθρωποι
διασχίζουν την απέραντη πλατεία αλλά κανείς προς εκείνον δεν υψώνει το βλέμμα
του· γνωρίζουν ότι ο άγγελος που στέκει εκεί είναι τυφλός, ένας άγγελος
μοναχικός όπως εκείνοι.
Η
φουσκωτή κούκλα
του Χαβιέρ Τομέο
του Χαβιέρ Τομέο
Όταν τον εγκατέλειψε η φουσκωτή κούκλα του, ο φίλος μου σκέφτηκε πως η
μοναξιά του δεν είχε πλέον γιατρειά και ένοιωσε ο πιο δυστυχής άνθρωπος του
κόσμου.
«Ήταν ωραία όσο κράτησε»
μου εξομολογείται σήμερα το πρωί με τα μάτια δακρυσμένα. «Ούτε μια κατηγόρια,
ούτε μια φορά δεν ανέβηκαν οι τόνοι. Η σχέση μας ήταν, κυρίως, ένας γλυκός
μονόλογος».
«Πες μου» τον ρωτάω
«ποιος ήταν ο μοναδικός που μιλούσε σ’ αυτόν το μονόλογο;»
«Εκείνη» το ομολογώ.
«Τότε δεν μου κάνει
εντύπωση που τελικά έφυγε με άλλον» του λέω. «Όλοι βαριούνται στο τέλος τη
σιωπή».
Συνεχίζουμε τον περίπατό
μας στο πάρκο της Θ. και μετά από λίγο καθόμαστε σ’ ένα λεμονοπράσινο παγκάκι,
φρεσκοβαμμένο. Εδώ και καιρό δεν είναι και τόσο εύκολο να βρεις παγκάκι σ’ αυτή
την κατάσταση.
«Αυτό που με πειράζει
περισσότερο» συνεχίζει την εξομολόγησή του «είναι ότι όταν θα πάω στον άλλο
κόσμο δεν θα αφήσω σ’ αυτόν εδώ μια σύζυγο να με κλάψει. Δεν θα υπάρξει κανένας
που να μπει στον κόπο να με αποτεφρώσει και να φυλάξει τις στάχτες μου σ’ ένα
βάζο από πορσελάνη Βοημίας».
Και αφού μου λέει αυτές
τις βλακείες, δεν προσθέτει τίποτε άλλο. Τον ξέρω αρκετά καλά, μπορεί και να
μην ξανανοίξει το στόμα του όλη μέρα. Απ’ αυτή τη στιγμή, θα πρέπει να μαντεύω
τις σκέψεις του από τον τρόπο που ξεφυσάει από τη μύτη.
Το ραντεβού
του Πέδρο Ερέρο Αμορός
Αν ήξερε τι θα συνέβαινε μετά, θα είχε πάει κομμωτήριο και θα είχε αγοράσει ένα τολμηρό φόρεμα για να το βάλει για πρώτη φορά χθες, πριν πέσει στο κενό από τον εκατοστό τρίτο όροφο του τεράστιου ουρανοξύστη, καθώς προσπαθούσε να πιάσει ένα χαρτί που ο αέρας σήκωσε από το γραφείο της και το έσπρωξε προς τα έξω. Όταν βρέθηκε στο κενό, όλα προμήνυαν ένα αδιαμφισβήτητο στραπάτσο αλλά, στο ύψος του τεσσαρακοστού δευτέρου ορόφου, το σώμα της έπεσε στην αγκαλιά ενός θεόσταλτου νέου, εμφανίσιμου και γεροδεμένου που φορούσε εφαρμοστή στολή από μπλε και κόκκινη λύκρα και μια μπέρτα ασορτί, πολύ κομψή, που ανέμιζε όπως και το όμορφο μαύρο τσουλούφι του. Από εκεί και ύστερα, η κάθοδος ήταν μια απολαυστική βόλτα μέχρι που έφτασαν στο δρόμο, όπου εκείνος ο γόης αποχαιρέτησε ευγενικά και πέταξε στα ύψη, αφού προηγουμένως τις είπε πως σήμερα θα μπορούσαν να ξαναβρεθούν στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα. Και σήμερα εκείνη φοράει καινούριο φόρεμα, σκόπιμα επιλεγμένο, και φτιάχνεται επιμελώς για να πάει στο ραντεβού με τον μυστηριώδη σωτήρα της. Και τη συμφωνημένη ώρα ρίχνεται άφοβα από το παράθυρο του γραφείου της και αξιοποιεί την πτώση παράλληλα με την πρόσοψη του κτιρίου, για να βάλει τις τελευταίες πινελιές στο μακιγιάζ της. Αλλά αυτή τη φορά κανείς δεν την περιμένει μπροστά από τον τεσσαρακοστό δεύτερο όροφο. Και μόλις φτάνει στον δέκατο τέταρτο, πεπεισμένη ότι την έστησαν, αναγκάζεται να παραδεχτεί πως, αν είναι σκληρό και μόνο να πέσεις από ένα σύννεφο και να ακουμπήσεις με τα πόδια στο έδαφος, πιο σκληρό θα είναι να πρέπει να το κάνεις με το κεφάλι.
Ο Juan Eduardo Zúñiga γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1919 και πέθανε στην ίδια πόλη 101 χρόνια αργότερα. Σπούδασε Καλές Τέχνες και Φιλολογία.
Σημαντικότερο έργο του η τριλογία διηγημάτων Largo noviembre en Madrid (1980), La tierra será un paraíso (1989) και Capital de la gloria (2003) με θέμα
της τον ισπανικό εμφύλιο. Ήταν επίσης
μεταφραστής από τα πορτογαλικά, ρωσικά και βουλγαρικά. Στα ελληνικά κυκλοφορεί
το μυθιστόρημα Τα αβέβαια πάθη του Ιβάν Τουργκένιεφ (μτφ.
Δημήτρης Δημουλάς).
Ο Javier Tomeo γεννήθηκε στην
Κιθένα της Ουέσκα το 1932 και απεβίωσε στη Βαρκελώνη το 2013. Σημαντικότερα έργα του El gallitigre (1990), El crimen del cine Oriente (1995), Los
misterios de la ópera (1997), Napoleón VII (1999) και Cuentos perversos (2002).
Ο Pedro Herrero Amorós γεννήθηκε στην Μπανταλόνα το 1953. Σπούδασε
φιλολογία και εργάζεται ως αναλυτής επιχειρηματικών διαδικασιών. Μικροδιηγήματά του έχουν περιληφθεί στις ανθολογίες Velas al viento: los microrrelatos de La nave de los locos (Cuadernos Del Vigía,
2010) και Historias de portería (La Esfera Cultural , 2012).
Η μετάφραση των
διηγημάτων είναι προϊόν του εργαστηρίου μετάφρασης που διηύθυνε ο Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος στο Κέντρο Ισπανικής, Πορτογαλικής και Καταλανικής Γλώσσας ABANICO. Συμμετείχαν οι σπουδάστριες και σπουδαστές: Ελένη Βότση, Χρυσάνθη
Γιαννιά, Βαγγέλης Καμπούνιας, Eduardo Lucena, Μαρία Μελαδάκη, Ελένη Παλαιολόγου, Αγγελική
Παλασοπούλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου