Hemos salido a la terraza
A mirar la
tormenta
Por si
acaso pensamos distraernos
El cielo
nos envía irreverentes ráfagas
Que azotan
nuestros rostros
Y no nos
dejarán desatender
Esta desmesurada
exhibición de fuerza
Y su
enceguecedor estertor epiléptico
Y nosotros
delante del bárbaro despliegue
A salvo y
dándonos la mano
Paladeamos
como nunca antes
La dicha de
ser dos.
Βγήκαμε στη βεράντα
Να δούμε την καταιγίδα
Μην τυχόν και αφαιρεθούμε
Ο ουρανός μάς στέλνει ασεβείς ριπές
Που μαστιγώνουν τα πρόσωπά μας
Και δεν θα επιτρέψουν να αγνοήσουμε
Αυτή την υπέρμετρη επίδειξη δύναμης
Και τον εκτυφλωτικό επιληπτικό της ρόγχο
Και μεις μπροστά στη βάρβαρη επιδρομή
Ασφαλείς και πιασμένοι από το χέρι
Γευόμαστε όπως ποτέ πριν
Την ευτυχία του να είμαστε δύο.
=.=.=.=.=.=.=.=.=.=.
Lo que quisiera yo no es acordarme
Es colgarme
apoyarme aferrarme abrazarme
Sentarme
encima de las viejas horas
Casi
aplastarlas
Es
cabalgarlas yo y que me lleven ellas
Volver a
viajar en su viaje
Sacarlas ya
de ese bolsillo
Donde las
guardo a oscuras viviendo de migajas
Y que me
digan siempre interminablemente
Que no se
van a ir
Que estamos
juntos para siempre
Que no me
van a dejar solo
Y sobre
todo por piedad que digan
Que nunca
me engañaron
Ni me
engañarán nunca
Que vivir
era eso.
Αυτό που θα ’θελα εγώ
δεν είναι να θυμάμαι
Είναι να κρεμαστώ να στηριχτώ να γραπωθώ να αγκαλιαστώ
Να θρονιαστώ επάνω στις παλιές ώρες
Να τις λειώσω σχεδόν
Να τις ιππεύσω εγώ και εκείνες να με πηγαίνουν
Να ξαναταξιδέψω στο ταξίδι τους
Να τις βγάλω επιτέλους από κείνη την τσέπη
Όπου τις φυλάω στα σκοτεινά ταΐζοντάς τες ψίχουλα
Και να μου λένε πάντα αδιάκοπα
Ότι δεν θα φύγουν
Ότι είμαστε μαζί για πάντα
Ότι δεν θα μ’ αφήσουν μόνο
Και κυρίως από οίκτο να πουν
Ότι ποτέ δεν με απάτησαν
Ούτε θα με απατήσουν ποτέ
Ότι η ζωή ήταν αυτό.
=.=.=.=.=.=.=.=.=.=.
Hoy pesa un cielo torpe y apagado
Los
pájaros se han vuelto perezosos
El
día avanza renuente
Sin
ganas de decirnos nada
Este
lastre en el tiempo ¿quién lo ha puesto?
¿Son
las densas arenas de todas mis desidias
De
todo lo que he ido abandonando a medias
Y
no tuve la fuerza de hacer mío?
¿Es
que al fin estoy rengo por no estar a la altura?
¿Es
por no haber vivido?
¿O
es porque casi todo está vivido
Y
ésta es la lentitud con que encalla una vida
Que
ha llegado a su playa?
Moroso
cielo afónico
Yo
preguntar pregunto
Pero
tampoco un día como éste
Me
quedaré sentado en mi pregunta.
Σήμερα βαραίνει ένας ουρανός αδέξιος και μουντός
Τα πουλιά βαριούνται να πετάξουν
Η μέρα προχωρά ανόρεχτη
Δίχως κέφι να μας πει κουβέντα
Αυτό το έρμα στον χρόνο, ποιος το ’βαλε;
Είναι η παχιά άμμος όλων αυτών που
αμέλησα
Όλων των πραγμάτων που άφησα πίσω μου
ημιτελή
Γιατί δεν είχα τη δύναμη να τα κάνω
δικά μου;
Μήπως κατέληξα σακάτης επειδή δεν
ύψωσα το ανάστημά μου;
Είναι γιατί δεν έζησα;
Ή είναι επειδή τα έχω ζήσει σχεδόν
όλα
Και αυτή είναι η βραδύτητα μιας ζωής
που εξοκέλλει
Που έφτασε πλέον στην ακτή της;
Αργόσυρτε βουβέ ουρανέ
Εγώ τις ερωτήσεις μου τις κάνω
Αλλά δεν αρκούμαι κιόλας μια μέρα σαν
κι αυτή
Να μείνω μόνο με την ερώτησή μου.
μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
O ποιητής Τομάς Σεγκόβια γεννήθηκε στη Βαλένθια της Ισπανίας το 1927 και πέθανε στην Πόλη του Μεξικού το 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου