Σάββατο 6 Απριλίου 2024

MARÍA LUISA ELÍO, En el balcón vacío / Μαρία Λουίσα Ελίο, Στο άδειο μπαλκόνι

 

MARÍA LUISA ELÍO 

 

En el balcón vacío

 

En aquellos días en que ocurrió, aún era yo muy niña, qué diera yo por ser tan niña ahora, si es que acaso he dejado de serlo. Y entonces, había algo en las calles, algo en las casas, que después desapareció con                               aquella guerra, aquella guerra que aún veo por los tejados de las casas,  aquella guerra que apareció un día en el grito de la mujer.

 

*

 

La niña tenía miedo. Era un miedo tan grande que no la dejaba moverse. ¿Qué haría la niña con ese miedo que le pesaba tanto? Llevaba  ya con él mucho rato, sentada en aquel pasillo sin atreverse apenas a mover. Llevaba también mucho rato pensando por qué tenía miedo y no             sabía. Ella sabía cuando había sido mala de qué tenía miedo. Sabía que  no debía desobedecer ni gritar ni pelearse con sus hermanas. Sabía también que debía estudiar y ser buena para que no la castigaran. La niña sabía muchas cosas pero no sabía por qué tenía miedo. No era hoy el diablo lo que la asustaba, porque ella había sido buena. Ni tampoco el coco que se esconde para asustar a los niños malos, no, no era esto, porque ella había sido buena.

 

¿A qué tenía entonces tanto miedo la niña, si sabía que a los niños buenos no se les castiga? Pero yo seguía encogida en aquel pasillo, con             mi miedo ahí tan grande en un cuerpo tan chico para guardarlo, mientras              las bombas deshacían la ciudad...

 

*

 

Es increíble cómo pasa el tiempo... cuántas veces había oído decir esta frase y ahora estaba ahí, conmigo, era yo quien la repetía: “es increíble                   cómo pasa el tiempo.” ¿Por qué no me habían dicho antes lo que era el               tiempo? ¿Por qué no me lo habíais puesto entre las manos y me lo habíais enseñado? “Mira niña, esto es el tiempo.” El tiempo son diez dedos para contarlo, tengo siete años, cinco de la mano derecha y dos de  la izquierda. Y después el tiempo es Navidades, “la otra Navidad y la Navidad próxima.” Y después deja de ser tiempo y se hace fecha, mi santo, mi cumpleaños y el día de mi primera comunión. Y después el tiempo se hace distancia, cinco años después de la guerra, nueve años después de la guerra, quince años después de la guerra... Y después no  hay, ya no hay tiempo contado, sólo hay tiempo que pasa: seis años... siete años... o una tarde agradable, pasada en casa.

 

*

 

No era tan joven ya cuando volvió a su casa. Quizá fue eso lo que le  hizo no reconocerla. Habían pasado muchos años, tantos años como hacía que había empezado la guerra de España; y ahora le era casi imposible reconocer aquello. La casa donde ella había vivido siempre, donde se escuchaba la voz de sus padres, estaba ocupada ahora por gentes a las que no conocía y a las que tampoco hubiera querido conocer. Pero si los muebles eran otros, si en el lugar del arca donde ella  se escondía de pequeña había ahora una estantería, las paredes, sin embargo, eran las mismas. ¿Por qué entonces le costaba tanto trabajo reconocerlas? Recordaba que de niña había escrito con una piedra en un  balcón: “papá y mamá”. ¿Lo encontraría quizás ahora? Y estaba ya en el                       balcón buscándolo cuando oyó que alguien la llamaba: “Niña, ¡a cenar!” ¿No era ésa la voz de su padre? Ha debido llegar de la oficina, pensó, y  está de buen humor porque oigo a mamá reírse. Pero, ¿por qué estoy yo  en el balcón?; ¿qué hago aquí?, ¿a qué jugábamos?: “jugábamos a escondernos”, oyó a su hermana decirle, ¿pero dónde estaba su hermana                que no la veía? ¿Cecilia, dónde estás? “No soy Cecilia, soy Carmenchu”, oyó que contestaba su otra hermana, pero tampoco a ella la veía. ¿Qué le  pasaba que no veía a nadie?, ¿por qué estaba llorando?, ¿por qué había                       crecido tanto? “Mamá, ¿por qué soy tan alta si sólo tengo siete años? Mamá, contéstame, ¿dónde estáis todos?, ¿por qué os escondéis? Ya no                   quiero jugar, no esconderos, salir de donde estéis. Salir mamá, salir, volver a estar en casa, papá cántame aquella canción que me gustaba, y             vosotras, vosotras dos hermanas, jugar conmigo, no me dejéis aquí en el                 balcón; no me dejéis sola, venir a jugar conmigo, no dejéis que esos cuatro hombres con fusiles se lleven a papá, no vayáis a dejar que caigan esas bombas sobre nosotros, ¿no veis que mamá dice que no tiene miedo, pero es mentira?, venir a jugar conmigo que si no, después ya no             podremos hacer nada, que nos habrán separado y será ya tarde; no esconderos, jugar conmigo, volver, volver a estar en casa, venir, ayudarme, ayudarme por favor, ayudarme que yo no sé por qué he crecido tanto.”

 

(Cuaderno de apuntes, México,          CONACULTA/Ediciones del Equilibrista, 1995, pp. 31-35.)

 

 

María Luisa Elío (Pamplona, 1926 - México, 2009) llegó a México en 1940. Casada     con el cineasta y poeta hispanomexicano Jomí García Ascot, participó activamente en la preparación del guión de la ya célebre película del exilio, dirigida por su                      marido, En el balcón vacío (1961), en la que actuó como protagonista. Es autora de una obra corta pero densa que consta de dos libros: Tiempo de llorar (1988), relato de su primera vuelta a España, y Cuaderno de apuntes (1995) que reúne textos breves relacionados con su experiencia personal de exiliada y las prosas que sirvieron de base para el guión de En el balcón vacío. 

 

-.-.-.-.-.- 

 

Μαρία Λουίσα Ελίο 

 

Στο άδειο μπαλκόνι 

 

Εκείνες τις μέρες που συνέβη, εγώ ήμουν ακόμη πολύ μικρή, και τι δεν θα ’δινα να ήμουν τόσο μικρή τώρα, αν τυχόν έχω πάψει να είμαι. Και τότε, υπήρχε κάτι στους δρόμους, κάτι στα σπίτια, που ύστερα εξαφανίστηκε μ’ εκείνον τον πόλεμο, εκείνον τον πόλεμο που ακόμη βλέπω στις στέγες των σπιτιών, εκείνον τον πόλεμο που εμφανίστηκε μια μέρα στην κραυγή της γυναίκας.

 

*

 

Το κορίτσι φοβόταν. Ήταν ένας φόβος τόσο μεγάλος που δεν την άφηνε να κουνηθεί. Τι θα έκανε το κορίτσι με αυτόν τον φόβο που τη βάραινε τόσο; Είχε κάμποση ώρα πια που ήταν μαζί του, καθισμένη σ’ εκείνον τον διάδρομο χωρίς να τολμάει καν να κουνηθεί. Είχε και κάμποση ώρα που σκεφτόταν γιατί φοβόταν, και δεν ήξερε. Εκείνη, όταν ήταν άτακτη, ήξερε τι φοβόταν. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να παρακούει ούτε να φωνάζει ούτε να τσακώνεται με τις αδελφές της. Ήξερε, επίσης, ότι έπρεπε να μελετάει και να είναι φρόνιμη για να μην τη βάλουν τιμωρία. Το κορίτσι ήξερε πολλά πράγματα, αλλά δεν ήξερε γιατί φοβόταν. Δεν ήταν ο διάβολος αυτό που την τρόμαζε σήμερα, γιατί εκείνη ήταν φρόνιμη. Ούτε ο μπαμπούλας που κρύβεται για να τρομάξει τα κακά παιδιά, όχι, δεν ήταν αυτό, επειδή εκείνη ήταν καλό παιδί.

 

Τι φοβόταν τότε τόσο πολύ το κορίτσι, αφού ήξερε ότι τα καλά παιδιά δεν τα βάζουν τιμωρία; Αλλά εγώ παρέμενα μαζεμένη σ’ εκείνον τον διάδρομο, με τον φόβο μου εκεί τόσο μεγάλο σ’ ένα σώμα τόσο μικρό να τον χωρέσει, την ώρα που οι βόμβες ρήμαζαν την πόλη...

 

*

 

Είναι απίστευτο πώς περνάει ο χρόνος... πόσες φορές είχα ακούσει να λένε αυτή τη φράση και τώρα ήταν εκεί, μαζί μου, ήμουν εγώ εκείνη που την επαναλάμβανε: «είναι απίστευτο πώς περνάει ο χρόνος». Γιατί δεν μου είχαν πει νωρίτερα τι είναι ο χρόνος; Γιατί δεν μου τον είχατε βάλει στα χέρια να μου τον δείξετε; «Κοίτα, κορίτσι μου, αυτό είναι ο χρόνος». Ο χρόνος είναι δέκα δάχτυλα για να τον μετράς, είμαι επτά χρονών, πέντε στο δεξί χέρι και δύο στο αριστερό. Και μετά ο χρόνος είναι Χριστούγεννα, «τα περσινά Χριστούγεννα και τα επόμενα Χριστούγεννα». Και μετά παύει να είναι χρόνος και γίνεται ημερομηνία, η γιορτή μου, τα γενέθλιά μου και η ημέρα της πρώτης μου μετάληψης. Και μετά ο χρόνος γίνεται απόσταση, πέντε χρόνια μετά τον πόλεμο, εννιά χρόνια μετά τον πόλεμο, δεκαπέντε χρόνια μετά τον πόλεμο... Και μετά δεν υπάρχει, δεν υπάρχει πια χρόνος που να μετριέται, υπάρχει μόνο χρόνος που περνά: έξι χρόνια... επτά χρόνια... ή ένα ευχάριστο απόγευμα στο σπίτι.

 

*

 

Δεν ήταν τόσο μικρή πια όταν επέστρεψε στο σπίτι της. Ίσως αυτό ήταν που την έκανε να μην το αναγνωρίσει. Είχαν περάσει πολλά χρόνια, όσα χρόνια είχαν περάσει από το ξεκίνημα του πολέμου στην Ισπανία· και τώρα της ήταν σχεδόν αδύνατο να τα αναγνωρίσει όλα εκείνα. Το σπίτι όπου ζούσε πάντα, όπου ακουγόταν η φωνή των γονιών της, είχε καταληφθεί τώρα από ανθρώπους που ούτε γνώριζε ούτε θα ήθελε να γνωρίσει. Τι κι αν τα έπιπλα ήταν άλλα, τι κι αν στη θέση του μπαούλου όπου κρυβόταν όταν ήταν κοριτσάκι υπήρχε τώρα μια βιβλιοθήκη, οι τοίχοι, παρ’ όλα αυτά, ήταν οι ίδιοι. Τότε γιατί της ήταν τόσο δύσκολο να τους αναγνωρίσει; Θυμόταν πως όταν ήταν μικρή είχε γράψει με μια πέτρα σ’ ένα μπαλκόνι: «μπαμπάς και μαμά». Θα το έβρισκε άραγε τώρα; Και ήταν ήδη στο μπαλκόνι ψάχνοντάς το όταν άκουσε κάποιον να τη φωνάζει: «Μικρή, έλα να φάμε!». Μα, η φωνή του πατέρα της δεν ήταν αυτή; Πρέπει να γύρισε από το γραφείο, σκέφτηκε, κι έχει καλή διάθεση επειδή ακούω τη μαμά να γελάει. Αλλά, εγώ γιατί είμαι στο μπαλκόνι; Τι κάνω εδώ; Τι παίζαμε; «Παίζαμε κρυφτό», άκουσε την αδερφή της να της λέει, όμως πού ήταν η αδερφή της και δεν την έβλεπε; Θεθίλια, πού είσαι; «Δεν είμαι η Θεθίλια, είμαι η Καρμέντσου», άκουσε να της απαντά η άλλη της αδερφή, όμως ούτε κι εκείνη την έβλεπε. Τι της συνέβαινε και δεν έβλεπε κανέναν; Γιατί έκλαιγε; Γιατί είχε μεγαλώσει τόσο; «Μαμά, γιατί είμαι τόσο ψηλή αφού είμαι μόνο επτά χρονών; Μαμά, απάντησέ μου, πού είστε όλοι; Γιατί κρύβεστε; Δεν θέλω να παίξω άλλο, μην κρύβεστε, βγείτε από εκεί που είστε. Βγείτε, μαμά, βγείτε, γυρίστε σπίτι, μπαμπά, τραγούδα μου εκείνο το τραγούδι που μου άρεσε, κι εσείς αδερφές μου, εσείς οι δύο, παίξτε μαζί μου, μην με αφήνετε εδώ στο μπαλκόνι· μην με αφήνετε μόνη, ελάτε να παίξετε μαζί μου, μην αφήσετε αυτούς τους τέσσερις άντρες με τα τουφέκια να πάρουν τον μπαμπά, μην αφήσετε αυτές τις βόμβες να πέσουν πάνω μας, δεν βλέπετε ότι η μαμά λέει πως δεν φοβάται, αλλά είναι ψέματα; Ελάτε να παίξετε μαζί μου, γιατί αλλιώς μετά δεν θα μπορούμε πια να κάνουμε τίποτα, θα μας έχουν χωρίσει και θα είναι πια αργά· μην κρύβεστε, παίξτε μαζί μου, γυρίστε, γυρίστε πίσω στο σπίτι, ελάτε, βοηθήστε με, βοηθήστε με σας παρακαλώ, βοηθήστε με που δεν ξέρω γιατί μεγάλωσα τόσο». 

 

[Cuaderno de apuntes,

Consejo Nacional para la Cultura y las Artes (Conaculta) / Ediciones de Equilibrista,

Μεξικό, 1995, σελ. 31-35]

 

 

Η Μαρία Λουίσα Ελίο (Παμπλόνα, 1926 Πόλη του Μεξικού, 2009) αυτοεξορίστηκε στο Μεξικό το 1940. Παντρεμένη με τον ισπανομεξικανό κινηματογραφιστή και ποιητή Γιομί Γκαρθία Άσκοτ, συμμετείχε ενεργά στη συγγραφή του σεναρίου της φημισμένης πλέον ταινίας για τον ισπανικό εμφύλιο, σε σκηνοθεσία του συζύγου της, En el balcón vacío (1961), στην οποία και πρωταγωνιστεί. Το συγγραφικό της έργο είναι μικρής μεν έκτασης αλλά περιεκτικό, και αποτελείται από δύο βιβλία, το Tiempo de llorar (1988), μια αφήγηση της πρώτης επιστροφής της στην Ισπανία, και το Cuaderno de apuntes (1995), που συγκεντρώνει σύντομα κείμενα σχετικά με την προσωπική της εμπειρία ως εξόριστη και τα πεζά στα οποία βασίστηκε το σενάριο του En el balcón vacío.

 

Η μετάφραση του διηγήματος της Μαρία Λουίσα Ελίο έγινε, υπό την καθοδήγηση του καθηγητή του ΑΠΘ και μεταφραστή Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, στο πλαίσιο εργαστηρίου συλλογικής μετάφρασης του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Επιμόρφωσης «Ελληνοϊσπανικές Σπουδές, Ιστορία, Λογοτεχνία, Μετάφραση [ΕΛΙΣ]» του Κέντρου Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης του  Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Συμμετείχαν οι σπουδαστές και σπουδάστριες: Ευφροσύνη Βασιλοπούλου, Λίνα Βατοπούλου, Ελένη Γάκη, Ελένη Ζάχου, Δανάη Ηλιού, Μιχαήλ Ιωαννίδης, Φωτεινή Κακαβά, Θεώνη Κάμπρα, Κωνσταντίνα Κλαδογένη, Αφροδίτη Κουνετάκη, Βασιλική Κουφοπούλου, Πηγή Κρικοχωρίτη, Μαρία Λαμπρινού, Αλίκη Μανωλά, Μαρία Μελαδάκη, Ματίνα Μπίλλια, Ιφιγένεια Ντούμη, Μυρσίνη Παρσαλή, Ανδριανή Προβατάκη, Περουλής Σακελλαρίδης, Αντωνία Τζογανάκη, Βαλίνα Τσικαλά, Σταυρούλα Φενερίδου, Γιώργος Χατζητριανταφύλλου, Σπυρίδων Χρηστάκης, Βασιλική Χρηστάκου.

 

ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: επιστημονικό περιοδικό Tribuna Abierta de Estudios Hispano-Helenos, τεύχος ΣΤ [https://www.eap.gr/2024/04/09/tribuna-abierta-de-estudios-hispano-helenos-%ce%bd%ce%ad%ce%bf-%cf%84%ce%b5%cf%8d%cf%87%ce%bf%cf%82-%cf%83%cf%84-2024-nuevo-numero-vi2024/]



 

 

ναινε; ﷽﷽﷽ρνηθε  το

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου