Χθες το πρωί, εδώ στην πόλη του Σαν Αγουστίν δε Τάνγκο[1], είδα επιτέλους το θέαμα που τόσο πολύ επιθυμούσα να δω: την εκτέλεση ενός ατόμου στη λαιμητόμο. Θύμα της ο χαζοβιόλης ο Ρουδεσίντο Μαλιέκο, που ρίχτηκε στη φυλακή πριν από έξι μήνες (έκλεισαν χθες) για κάτι το οποίο κρίθηκε ως ασυγχώρητο αδίκημα.
Ιδού ποιο ήταν αυτό:
Ο Ρουδεσίντο Μαλιέκο ήταν ένας
άντρας όπως όλοι οι άλλοι. Όπως όλοι οι άντρες, μιαν ωραίαν ημέρα συνήψε γάμο.
Διάλεξε για σύντροφό του αυτή που είναι σήμερα η απαρηγόρητη χήρα του, την τεθλιμμένη
Ματίλδε Ατακάμα. Ο Ρουδεσίντο Μαλιέκο βίωσε από το πρώτο κιόλας βράδυ μια εξαιρετικά
ευχάριστη έκπληξη. Ήξερε ήδη από τους φίλους του ότι όλα θα κατέληγαν σε μια αξεπέραστη
απόλαυση, αλλά ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα έφτανε σε τέτοια ουρανομήκη ύψη. Τη
βρήκε τόσο απολαυστική ώστε ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο να τον απομακρύνει κανείς
από τη σύζυγό του, και όταν περπατούσε στους δρόμους χαμογελούσε ο καρασιχαμένος
με τέτοια φιληδονία, σκεπτόμενος τη Ματίλδε του, ώστε πολλές σεμνές δεσποινίδες
κοκκίνιζαν από αιδώ.
Αλλά να που τα χρόνια άρχισαν να
περνούν για τον δύσμοιρο Ρουδεσίντο με τον ίδιο αδυσώπητο ρυθμό που περνούν για
οιονδήποτε πολίτη αυτής της πόλης ή οποιασδήποτε άλλης και, όπως είναι φυσικό, οι
δυνάμεις του καλού μας ανθρώπου δεν μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστες.
Στην αρχή, η ευτυχία τού
χαμογελούσε κάθε ώρα και στιγμή. Έπειτα βρέθηκε στην ανάγκη να την καλεί οπλισμένος
με μεγαλύτερη υπομονή. Έπειτα έπρεπε να αρκεστεί στο γεγονός ότι η ευτυχία –ντάμα διακατεχόμενη από ακραία αλαζονεία– τον επισκεπτόταν όταν της κάπνιζε εκείνης,
όχι εκείνου. Και, τέλος, παρατήρησε ότι, εξαιρουμένης της 1ης και της 15ης κάθε
μήνα, η μεγάλη ντάμα ήταν αναμφίβολα απασχολημένη με άλλες υποχρεώσεις, κι έτσι
δεν του χτυπούσε καν την πόρτα.
Αν και το θεωρώ προφανές, σημειώνω ότι μαζί με τη βαθμιαία αύξηση της αδυναμίας ανταπόκρισης του καλού μας ανθρώπου, αυξανόταν και η στεναχώρια του. Ο Μαλιέκο έγινε μελαγχολικός, σκοτείνιασε ο χαρακτήρας του και είναι πολλοί εκείνοι που κατέθεσαν στη δίκη ότι τον είχαν δει να κλαίει μονάχος. Αν τα πράγματα είχαν συνεχίσει έτσι, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι σήμερα ο Ρουδεσίντο θα βρισκόταν στη λίστα των αυτοχείρων. Δεν έγινε όμως έτσι.
[1] Σαν Αγουστίν δε Τάνγκο, πόλη της
Δημοκρατίας της Χιλής, στις όχθες του Ρίο δε Σάντα Μπάρμπαρα, σε 32 μοίρες
νότιο γεωγραφικό πλάτος και 73 μοίρες δυτικό γεωγραφικό μήκος· 622.708
κάτοικοι, καθεδρικός ναός, βασιλική και αρχιεπισκοπή. Ορυχεία μαγγανίου στη
γύρω περιοχή.
Ο Χουάν Εμάρ δημοσίευσε λίγα πράγματα, σε ώριμη ηλικία και με τρόπο παράδοξο: τον Ιούνιο του 1935, σε ηλικία σαράντα ενός ετών, εξέδωσε μια και έξω τρία ιδιοφυή μυθιστορήματα (Miltín 1934, Un año [Ένας χρόνος] και Ayer [Χθες], ίσως το καλύτερο από τα τρία) και σχεδόν αμέσως, το 1937, η Editorial Universitaria δημοσίευσε το Diez [Δέκα], το οποίο κατά την άποψή μου είναι μια από τις καλύτερες συλλογές διηγημάτων στη λατινοαμερικανική λογοτεχνία, αν και αυτό το λέω από τη Χιλή και από το μέλλον, γιατί, φυσικά, στο παρόν του Εμάρ το βιβλίο μετά βίας βρήκε κάποιους λίγους αναγνώστες· ήταν ένα οικτρό φιάσκο ελάχιστα πιο αξιοπρεπές από εκείνο των μυθιστορημάτων του, που ήταν οι απόλυτες αποτυχίες τόσο όσον αφορά το κοινό όσο και την κριτική.
[από τον πρόλογο του Αλεχάντρο Σάμπρα]
Το Ayer, το κορυφαίο μυθιστόρημα του χιλιανού υπερρεαλισμού, θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου