Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

Αndrés Neuman: La realidad / Αντρές Νέουμαν: Η πραγματικότητα

 

Αndrés Neuman 

 

 

La realidad

 

 —¡Llueve! ¡Llueve! ¡Mamá, mira cómo llueve!

Eso exclama riendo la niña del vestidito rosa, que pasea de la mano de su madre. Para ser sinceros, no nos agrada demasiado el vestidito rosa. Pero así es como la ha vestido su madre, y uno bastante tiene con preocuparse de lo suyo como para ir censurando la vestimenta ajena, y mucho menos la de una niña tan simpática.

Así que la niña del vestidito rosa, riendo sin cesar, tira de la mano de su madre: una mujer de apariencia sobria y un punto distraída o cansada de los continuos hallazgos de su hija. Esto nos la vuelve poco amable, aunque cada uno educa a sus retoños como mejor entiende y uno tiene bastante con lo suyo, etcétera, etcétera. Reconozcamos que la señora conserva unos magníficos tobillos. Camina erguida como una reina. Tacón va, tacón viene.

—¡Mamá, llueve! ¡Mira cómo llueve! –insiste la niña.

La señora se detiene en seco, nunca mejor dicho, y le clava una mirada que si no tuviera uno ya bastante, etcétera, podríamos calificar de injusta o incluso de terrible. Le suelta la mano a su hija. Mira con didáctica vehemencia hacia arriba, hacia donde se elevan las hileras de balcones floreados bajo un cielo impoluto, azulísimo. Luego vuelve a mirar a la niña y pone los brazos en jarra.

—¡Llueve, mamá, llueve!

La niña ríe y ríe. Brinca en círculos, sacudiéndose los húmedos hombritos. Su madre menea la cabeza y resopla abultando los labios bien pintados.

—¡Llueve! ¡Llueve…!

Pero sucede que las evidencias rara vez son evidentes: la severa señora detiene el movimiento de su hija como quien posa un dedo sobre un trompo, le aprieta la carita iluminada y se agacha, hablándole al oído:

—Alba, hija. Oye. Que pareces tonta. ¿Es que no te das cuenta de que el agua cae de los balcones?

Alba aparta la cara, baja la vista un momento. Luego chasquea la lengua con fastidio y decide tener paciencia con su madre. Contesta muy despacio, subrayando cada sílaba:

—Ya lo sé, mamá: los balcones. Pues claro. Pero… ¡mira, mami, mira cómo llueve! ¡Qué bonita, qué requetebonita es la lluvia!

Dicho lo cual, Alba regresa de inmediato a su júbilo y a sus brincos, haciendo ondear ese insólito vestidito rosa del que ya no opinaremos.

 

>.<>.<

 

Αντρές Νέουμαν

 

Η πραγματικότητα

 

«Βρέχει! Βρέχει! Μαμά, κοίτα πώς βρέχει!»

Αναφωνεί γελώντας η μικρή με το ροζ φορεματάκι, που περπατά πιασμένη από το χέρι της μητέρας της. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν μας πολυαρέσει το ροζ φορεματάκι. Όμως έτσι την έντυσε η μητέρα της, και αντί να επικρίνει κανείς τις ενδυματολογικές επιλογές των άλλων, πόσο μάλλον μιας τόσο χαριτωμένης μικρής, ας κοιτάζει καλύτερα τη δικιά του καμπούρα.

Κι έτσι η μικρή με το ροζ φορεματάκι, γελώντας χωρίς σταματημό, τραβάει από το χέρι τη μητέρα της: μια γυναίκα με σοβαρό παρουσιαστικό και κάπως αφηρημένη, ή κουρασμένη από τις συνεχείς ανακαλύψεις της κόρης της. Αυτό μάς την κάνει λιγότερο συμπαθητική, παρόλο που ο καθένας ανατρέφει τα βλαστάρια του όπως νομίζει, και καλύτερα να κοιτάζει τη δικιά του καμπούρα και τα λοιπά, και τα λοιπά. Ας αναγνωρίσουμε όμως ότι η εν λόγω κυρία διαθέτει εξαιρετικούς αστραγάλους. Περπατά στητή σαν βασίλισσα. Τα τακούνια της, τακ τουκ.

«Μαμά βρέχει! Κοίτα πώς βρέχει!», επιμένει η μικρή.

Η κυρία πατάει φρένο στεγνά, κυριολεκτικά μιλώντας, και της ρίχνει ένα βλέμμα που, αν κάποιος δεν είχε πολλά στο κεφάλι του και τα λοιπά, θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει άδικο, ή ακόμα και απαίσιο. Αφήνει το χέρι της κόρης της. Κοιτάζει με δασκαλίστικο ζήλο προς τα πάνω, όπου υψώνονται σειρές από λουλουδιασμένα μπαλκόνια, κάτω από έναν καθάριο, καταγάλανο ουρανό. Ύστερα ξανακοιτάζει τη μικρή και βάζει τα χέρια της στη μέση.

«Βρέχει, μαμά, βρέχει!»

Η μικρή γελάει, όλο γελάει. Χοροπηδάει γύρω-γύρω, τινάζοντας τους μουσκεμένους ώμους της. Η μητέρα κουνάει το κεφάλι της και ξεφυσάει φουσκώνοντας τα καλοβαμμένα χείλη της.

«Βρέχει! Βρέχει…!»

Όμως μερικές φορές τα προφανή πράγματα δεν είναι καθόλου προφανή: η αυστηρή κυρία σταματάει την κίνηση της κόρη της∙ σαν κάποιος που βάζει το δάχτυλο πάνω σε μια σβούρα, πιέζει το λαμπερό προσωπάκι και σκύβει μιλώντας της στο αφτί:

«Άλμπα, κορίτσι μου, άκου. Μη λες χαζομάρες. Δεν καταλαβαίνεις ότι το νερό πέφτει από τα μπαλκόνια;»

Η Άλμπα γυρνάει από την άλλη το πρόσωπό της, χαμηλώνει για μια στιγμή το βλέμμα. Ύστερα πλαταγίζει τη γλώσσα της εκνευρισμένη και αποφασίζει να δείξει υπομονή με τη μητέρα της. Απαντάει πολύ αργά, τονίζοντας κάθε συλλαβή:

«Το ξέρω, βρε μαμά: τα μπαλκόνια. Φυσικά. Μα… κοίτα, μανούλα, κοίτα πώς βρέχει! Τι όμορφη, τι πανέμορφη που είναι η βροχή!»

Κι αφού είπε όσα είχε να πει, η Άλμπα επιστρέφει ευθύς στη χαρά και στα χοροπηδητά της, κάνοντας να ανεμίζει το ασυνήθιστο ροζ φορεματάκι της, που δεν θα το σχολιάσουμε άλλο.

 

>.<>.<

 

Ο Αντρές Νέουμαν (Andrés Neuman) γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες το 1977, αλλά από οκτώ ετών ζει και εργάζεται στη Γρανάδα. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια και ποιητικές συλλογές. Θεωρείται από τους καλύτερους σύγχρονους ισπανόφωνους μυθιστοριογράφους.

 

Η παρούσα ομαδική μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος «Μεταφρασεολογία και μετάφραση κειμένων ισπανόφωνης λογοτεχνίας στην ελληνική» που δίδαξε, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2023/24, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο Τμήμα Ιταλικής Φιλολογίας του ΑΠΘ. Συμμετείχαν οι φοιτήτριες και οι φοιτητές: Ιάσων Βαής Στεργιάδης, Αλέσια Γκολέμι, Κωνσταντίνα Δράτσα, Μαρία Λαζαρίδου, Αναστασία Μποζίνου, Βίκυ Παπακώστα, Δημήτριος Σαλονικίδης, Ελεούσα-Ελευθερία Σαρρή, Χριστόφορος-Γεράσιμος Σκλαβούνος, Έλενα Τάπου, Λίνα Χαριστού, Αιμίλιος Χρυσικόπουλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου