Η ιδεολογία των γλωσσών
Το
επαναλαμβανόμενο σύνθημα «ένα έθνος, μία γλώσσα», παρουσιάζει τα Ισπανικά ως
μια γλώσσα επιβαλλόμενη και αποικιοκρατική
του Χοσέ
Λουίς Μπαρμπερία
Το κίνημα της
ανεξαρτησίας της Καταλονίας οδεύει προς τη ρήξη με το ισπανικό κράτος χωρίς η
καστιλλιανόφωνη Ισπανία να θέλει να αποδεχτεί ότι οι δυναμικές ενδόρρηξης του κράτους
των Αυτοδιοικούμενων Περιφερειών τρέφονται από τη γλωσσική διαμάχη μεταξύ κέντρου και περιφέρειας που
έχει ξεσπάσει στην Ισπανία. Είναι σαν το ίδιο το σύστημα να μην έχει καταλάβει
ότι οι αποσχιστικές διεργασίες ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό το μονοπάτι των
γλωσσικών πολιτικών στις οποίες η ιδεολογία και η εκπαίδευση επικαλύπτονται. Οι
κυρίαρχες πολιτικές ελίτ και μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν έχουν ακόμα
αποδεχτεί ότι τα Καταλανικά, τα Γαλικιανά και τα Βασκικά είναι γλώσσες καθ’ όλα
ισπανικές, ακριβώς όπως και τα Καστιλλιάνικα. «Το αποσχιστικό μας πρόβλημα είναι
ουσιαστικά γλωσσικό. Αν επιλύσουμε το γλωσσικό πρόβλημα, θα επιλύσουμε και το αποσχιστικό»,
υποστηρίζει ο δοκιμιογράφος και διπλωμάτης Χουάν Κλάουντιο ντε Ραμόν.
Υπάρχει
ένας μηχανισμός και μια βιομηχανία εθνικισμού που βρίσκουν εφαρμογή στη
συμφεροντολογική, σχεδόν μονοπωλιακή διαχείριση των περιφερειακών γλωσσών· όπως,
από την άλλη, υπάρχει αμέλεια, κρατική πολιτική παρεμπόδισης, αδιαφορία έως και
απαξίωση κάποιων γλωσσών που συχνά αντιμετωπίζονται περισσότερο ως πρόβλημα
παρά ως συλλογικός πλούτος τον οποίο πρέπει να υπερασπιστούμε και να
φροντίσουμε. Στη χώρα μας πολύς κόσμος παραβλέπει το γεγονός ότι εκατομμύρια
Ισπανοί ονειρεύονται και σκέφτονται στα Καταλανικά, τα Βασκικά ή τα Γαλικιανά
και ότι πολλοί από αυτούς τους φυσικούς ομιλητές υποστηρίζουν το αποσχιστικό
κίνημα επειδή έχουν πειστεί, συχνά από τους ίδιους τους θεσμούς των
Αυτοδιοικούμενων Περιφερειών, ότι η γλώσσα τους είναι απαξιωμένη στην υπόλοιπη
Ισπανία ή ότι διατρέχει κίνδυνο εξαφάνισης. Τι μπορεί να γίνει ώστε οι γλώσσες,
που δεν ευθύνονται για το γεγονός ότι γίνονται αντικείμενο πολιτικής
χειραγώγησης και εκμετάλλευσης, να πάψουν να καλλιεργούν τη διχόνοια αλλά,
αντιθέτως, να προκαλούν το σεβασμό και την εθνική ομοψυχία; Γιατί άραγε η χώρα
μας δεν βρίσκει τις λύσεις που άλλες πολύγλωσσες χώρες με παρόμοια προβλήματα
κατάφεραν να βρουν;
Στην
Ισπανία εδώ και καιρό λαμβάνει χώρα ένας ακήρυχτος πόλεμος σχετικά με την
ιδεολογία των περιφερειακών γλωσσών, τον οποίο το ισπανικό κράτος χάνει
συστηματικά ερήμην του. Και το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι αυτό το κράτος
που καταδικάζουν οι περιφερειακοί εθνικισμοί, κάνει όντως, από τυπικής άποψης,
το καθήκον του για την υπεράσπιση και την προώθηση όλων των γλωσσών του, ακόμα
και αν δεν το κάνει με ζήλο, δίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την εικόνα ότι δεν
ανταποκρίνεται στην υψηλή συναισθηματική και συμβολική αξία των περιφερειακών
γλωσσών. «Υπάρχουν τομείς, όπως ο δικαστικός, στον οποίο η Ισπανία δεν τηρεί
τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Ευρωπαϊκό Χάρτη –αυτός, όμως, είναι ένας
τομέας προβληματικός σε όλες τις χώρες–, αλλά και τομείς, όπως το ζήτημα των
γλωσσών, στους οποίους έχει αναλάβει δεσμεύσεις στον ύψιστο βαθμό –κάτι που πολύ
λίγες χώρες έχουν κάνει– και το επίπεδο εκπλήρωσης αυτών των δεσμεύσεων είναι
από τα πιο υψηλά, αν και δίνει την εντύπωση ότι το ζήτημα έχει αφεθεί στα χέρια
των Αυτοδιοικούμενων Περιφερειών και ότι η κεντρική διοίκηση δεν είναι ενήμερη
για όλα όσα γίνονται για την προστασία και την προώθησή του, ούτε το αποδέχεται
ως δικό της», δηλώνει ο Αλμπέρτο Λόπεθ Μπασαγούρεν, καθηγητής Συνταγματικού
Δικαίου στο Πολυτεχνικό Πανεπιστήμιο της Βαλένθια, πρώην μέλος της Επιτροπής
Εμπειρογνωμόνων σε θέματα γλωσσικών πολιτικών του Συμβουλίου της Ευρώπης και
μέλος του Συμβουλίου Σοφών για τη
βασκική γλώσσα. Στο πεδίο της εθνικιστικής νομιμοποίησης, η λογική «ένα έθνος,
μία γλώσσα», κερδίζει συνεχώς έδαφος μέσω μιας λανθάνουσας ή ξεκάθαρης
ρητορικής που παρουσιάζει τα Καστιλλιάνικα ως μια γλώσσα επιβαλλόμενη,
αποικιοκρατική, ξένη, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να μετατρέψει την περιφερειακή
γλώσσα σε κινητήριο μοχλό για να ορίσει τη διαφορετικότητα.
«Η
διαφορετική γλώσσα είναι το βασικό μέσο για να προστατευτούμε από τη στενή
επαφή με τους Ισπανούς και για να αποφύγουμε τη διασταύρωση των δύο φυλών. Αν
οι εισβολείς μας μάθαιναν Βασκικά θα έπρεπε να τα εγκαταλείψουμε, βάζοντας πολύ
προσεκτικά στο αρχείο τη γραμματική και το λεξικό τους, και να αρχίσουμε να
μαθαίνουμε Ρωσικά, Νορβηγικά ή οποιασδήποτε άλλη γλώσσα άγνωστη σε εκείνους,
όσο θα βρισκόμασταν υπό την κυριαρχία
τους», έγραφε ο ιδρυτής του Εθνικιστικού Κόμματος των Βάσκων (PNV), Σαμπίνο Αράνα, το 1894.
Ενενήντα χρόνια αργότερα, ο bertsolari[1]
Τσαβιέρ
Αμουρίθα, εξέχουσα μορφή της αυτονομιστικής
(abertzale) αριστεράς συνέθεσε αυτούς τους στίχους που και σήμερα ακόμη
αναπαράγονται στα tweets:
"Euskal Herrian euskara hitz egiterik ez bada, bota dezagun demokracia
zerri askara" [«Εάν στη Χώρα των Βάσκων δεν μπορούν να ομιλούνται τα Βασκικά,
ας πετάξουμε τη δημοκρατία στα σκυλιά»].
Η
ιδέα ότι «η [καταλανική] γλώσσα είναι ο θεματοφύλακας της καταλανικής ψυχής»,
που εκφράστηκε από τον ιδρυτή του καταλανικού εθνικισμού Πρατ ντε λα Ρίμπα στα
τέλη του 19ου αιώνα, υποβόσκει στην άποψη που διατύπωσε ο Ζόρντι Πουζόλ, ότι «η
γλώσσα είναι ο κεντρικός άξονας του έθνους», αλλά και στις δηλώσεις του
διαδόχου του στην ηγεσία της Generalitat[2],
του σοσιαλιστή Πασκουάλ Μαραγάλ: «η καταλανική γλώσσα είναι η ταυτότητα της
Καταλονίας».
Στο δοκίμιό του, Morte e Resurrección [Θάνατος
και Ανάσταση] του 1932, ο Ραμόν Οτέρο Πεδράγιο, γνωστός ως ο πατέρας των
γραμμάτων της Γαλικίας απεφάνθη: «Εν αρχή ην η γλώσσα. Η γλώσσα, πνευματική
μορφή μιας Φυλής, οφείλει να αποτελεί πρωταρχική ευθύνη όλων. [...] Κάλλιο μια
Γαλικία φτωχή που ομιλεί Γαλικιανά, παρά μια πλούσια Γαλικία που χρησιμοποιεί
άλλη γλώσσα». Και ο Αντόν Βιγιάρ Πόντε, μορφή του προεμφυλιακού κινήματος για
την ανάδειξη των γραμμάτων και του πολιτισμού της Γαλικίας, διατύπωσε στο Discursos á nación
galega [Ομιλίες
προς το γαλικιανό έθνος] την άποψη ότι «η γλώσσα μας αποτελεί το χρυσό
μονοπάτι προς τη λύτρωση και την πρόοδό μας· δίχως τη γλώσσα θα πεθάνουμε ως
λαός... μονάχα με τη χρήση της δικής μας γλώσσας, έργο της φύσης, θα το
αποτρέψουμε αυτό».
Οι απόψεις αυτές πρέπει να καταστεί σαφές πως δεν
αποτελούν απλώς και μόνο το απότοκο περιόδων παρακμής και απομόνωσης, κατά τις οποίες
οι μειονοτικές γλώσσες περιορίζονταν στο οικογενειακό περιβάλλον και μετέδιδαν
στους ομιλητές τους, όπως κάθε γλώσσα άλλωστε, ένα χαρακτηριστικό τρόπο σκέψης
και μια κοσμοθεωρία ξεχωριστή, συγκεκριμένη, ιδιαίτερη. Οι κινητοποιήσεις για
την «προάσπιση» της «γλώσσας» –20.000 Γαλικιανοί διαδήλωσαν τον Φεβρουάριο του 2015 γι’ αυτόν το
σκοπό– είναι συχνό φαινόμενο στην πλουραλιστική Ισπανία,
η οποία, απαθής και σαστισμένη, παρακολουθεί πώς οι μεγάλες πορείες υπέρ της
ανεξαρτητοποίησης της Καταλονίας και της Χώρας των Βάσκων συνεχίζονται δίχως η
εφαρμογή όλο και πιο ενεργητικών και τολμηρών γλωσσικών πολιτικών να έχει
μειώσει τη μόνιμη αίσθηση προσβολής εξαιτίας των υποτιθέμενων «επιθέσεων» του
κράτους ενάντια στη γλώσσα. Και έχουμε φτάσει πια στο σημείο ο καταλανικός
εθνικισμός να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και να καλεί σε πλήρη ανυπακοή
κάθε φορά που τα Δικαστήρια αμφισβητούν τη γλωσσική πολιτική του. Το πεδίο αυτό
αποτελεί ιερό έδαφος και όποιος τολμά να το καταπατήσει εξορίζεται στο πυρ το
εξώτερον και στιγματίζεται ως «φασίστας» ή «προδότης».
«Από τη μετάβαση στο δημοκρατικό πολίτευμα, το
1978, και έπειτα, όλες οι κυβερνήσεις επέλεξαν την αδράνεια σε αυτό το ζήτημα.
Δεν παρεμπόδισαν την αποκατάσταση των υπολοίπων ισπανικών γλωσσών, αλλά ούτε
έβαλαν φρένο στην απαξίωση της διγλωσσίας που πρέσβευαν κυβερνήσεις εθνικιστικού
χαρακτήρα», δηλώνει η Μερσέ Βιλαρούμπιας, καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας στην Κρατική
Σχολή Γλωσσών Drassanes της Βαρκελώνης. Από τη μια, η μονόγλωσση Ισπανία αντιστέκεται στην
αποδοχή της διγλωσσίας, και από την άλλη, υπάρχει έντονος αναβρασμός ενάντια
στα Καστιλλιάνικα. Στη Γαλικία, όπου ουσιαστικά το σύνολο του πληθυσμού είναι
δίγλωσσο, αρχίζει να διαμορφώνεται το προφίλ του «νέο-ομιλητή» (κάτι αντίστοιχο
με τον βάσκο euskaldunberri), άτομο το οποίο, παρά το
χαμηλό επίπεδό του στη γλώσσα, αποφασίζει να μην χρησιμοποιεί τη μητρική του
γλώσσα, τα Καστιλλιάνικα, και να ομιλεί κατά κύριο λόγο στα Γαλικιανά, ακόμη
και με όσους προτιμούν να εκφράζονται στα Καστιλλιάνικα. «Υπάρχει μια μόνιμη αντιπαράθεση ανάμεσα σε μια
ιδεολογία χειραφέτησης των Γαλικιανών, η οποία μπορεί να φτάσει στο σημείο της
υπεράσπισης της χρήσης μόνο αυτής της γλώσσας, και σε μια άλλη η οποία
χαρακτηρίζεται από την υπεράσπιση μιας ευρύτερης χρήσης των Καστιλλιάνικων»,
υποστηρίζει ο Φερνάντο Ραμάγιο, καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βίγο
και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Αν και το κύριο αίτημα για ανεξαρτητοποίηση
ενισχύεται σε επίπεδο επιχειρημάτων με επικλήσεις βασισμένες σε ένα μέλλον με
μεγαλύτερη και καλύτερη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, οι ισπανικοί
εθνικισμοί δεν παύουν να είναι γλωσσικού χαρακτήρα, επηρεασμένοι από τη
ρομαντική εμμονή περί ταυτότητας, η οποία πρέσβευε μια πνευματική κληρονομιά,
ιερή και προαιώνια: μια ψυχή, ένας χαρακτήρας, μια κοσμοθεωρία, και ένας
συλλογικός τρόπος ύπαρξης... που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. «Μπαίνει
κανείς στον πειρασμό να εξηγήσει την εθνική, πολιτιστική ή κοινωνική ψυχοσύνθεση
ενός λαού με βάση τις διαφορές στο λεξιλόγιο μιας γλώσσας, αλλά σε μια γλωσσική
κοινότητα δεν υπάρχει ένας και μόνο πολιτισμός», εξηγεί ο Χοσέ Αντόνιο Ντίαθ
Ρόχο, μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιστημονικών Ερευνών (CSIC). Πράγματι, όπως επιχειρηματολογεί ο ίδιος ο
Ντίαθ Ρόχο, μια χιλιανή καθηγήτρια, ένας καστιλλιάνος αγρότης, ένας ουρουγουανός
καλλιτέχνης, ένας αργεντινός εργάτης και ένας μεξικανός διευθύνων σύμβουλος δεν
είναι απαραίτητο να βλέπουν με τον ίδιο τρόπο, για παράδειγμα, την οικογένεια ή
τις κοινωνικές σχέσεις.
«Η
γλώσσα είναι ένας πολύ καθοριστικός παράγοντας για την ταυτότητα ενός λαού, δεν
προσφέρει όμως καμία κοσμοθεωρία. Για την ακρίβεια, συμβαίνει το αντίθετο. Αυτό
που κάνει η γλώσσα είναι να αντικατοπτρίζει, να (μετα)φέρει τις πολιτιστικές
αξίες. Γι’ αυτό οι Εσκιμώοι έχουν 17 τρόπους να πουν χιόνι και λευκό, γι’ αυτό
η γερμανική γλώσσα προσδίδει περισσότερη αξία στις φιλοσοφικές έννοιες και η
αγγλική στην πρακτικότητα των πραγμάτων», επιχειρηματολογεί η καταλανή
ψυχολόγος Σάρα Μπερμπέλ. «Το ότι εγώ στερούμαι μίας λέξης που να περιγράφει τη
μυρωδιά του μετρό σε ώρα αιχμής ή τη μυρωδιά του φρεσκοκομμένου γρασιδιού, δεν
σημαίνει ότι συγχέω τις δύο αυτές εμπειρίες. Η άποψη ότι η γλώσσα θεμελιώνει το
έθνος, αποκλείει ένα μεγάλο μέρος Καταλανών που έχουν ως μητρική τους γλώσσα τα
Καστιλλιάνικα. Κατά τα λοιπά, σε ό,τι αφορά την ταυτότητα ενός ατόμου, φαίνεται
να είναι πιο καθοριστικοί άλλοι παράγοντες όπως το φύλο, η κοινωνική τάξη,
ακόμη και οι περιβαλλοντικές συνθήκες», τονίζει ο Φέλιξ Οβεχέρο, διδάκτωρ
Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης.
Ωστόσο,
η πεποίθηση ότι η γλώσσα είναι το θεμέλιο της ταυτότητας με την οποία δομείται
το έθνος και πως κάθε έθνος από το γεγονός της ύπαρξής του και μόνο έχει
δικαίωμα στην ανεξαρτησία εξακολουθεί να είναι έντονα
παρούσα στις εθνικιστικές νοητικές δομές. Θα έπρεπε άραγε να προικιστεί με ένα
δικό της κράτος κάθε μία από τις περισσότερες από 6.700 γλώσσες που διασώζονται
στον πλανήτη; Τι θα συνέβαινε στην Ευρώπη η οποία αριθμεί σήμερα 225 γλώσσες
και 49 κράτη; Ανάμεσα στα διακόσια υπάρχοντα κράτη μόνο 25 μπορούν να θεωρηθούν
γλωσσικά ομοιογενή θεωρώντας ως τέτοια εκείνα στα οποία το 90% του πληθυσμού
μιλά την ίδια γλώσσα. Ας λάβουμε υπόψη μας ότι στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη το γεγονός
ότι οι άνθρωποι μοιράζονταν την ίδια γλώσσα δεν τους εμπόδισε να
αλληλοσκοτωθούν για εθνικο-πολιτικο-θρησκευτικούς λόγους και ότι υπάρχουν κρατικοί
εθνικισμοί σε χώρες της Λατινικής Αμερικής οι οποίες γειτνιάζουν και μιλούν την
ίδια γλώσσα.
Σε
αντίθεση με το αυθεντικά εθνικό και φυλετικό περιεχόμενο του βασκικού
εθνικισμού, ο καταλανικός προσδιοριζόταν πάντα ως ένα πολιτιστικό μοντέλο
μόνιμα στηριζόμενο στη γλώσσα, αν και, όπως διακήρυσσε ο Σαμπίνο Αράνα, το
ζήτημα είναι να τονιστεί η διαφορά, διαδικασία αρχικά άκρως περίπλοκη σε ένα
παλιό «οικόπεδο» όπως η Ισπανία από το οποίο κατά τη διάρκεια της ιστορίας του
έχουν περάσει τόσοι και τόσοι λαοί. Άλλωστε, τα Γκαρθία, Μαρτίνεθ, Λόπεθ,
Σάντσεθ, Ροντρίγκεθ, Φερνάντεθ, Πέρεθ, Γκονθάλεθ..., επώνυμα ελάχιστα παρόντα
στις νομενκλατούρες και στις εκλογικές λίστες των υποψηφίων της Καταλονίας, είναι
τα πιο συνηθισμένα στην εν λόγω περιφέρεια.
Ο
Αλμπέρτ Μπραντσαδέλ, διακεκριμένος γλωσσολόγος σε μια επιστήμη που, όπως και η
Ιστορία, έχει γίνει αντικείμενο εκτενούς μελέτης από στρατευμένους εθνικιστές,
εξηγεί ότι αυτό που συμβαίνει στην Ισπανία είναι μια κλασική περίπτωση
διασταύρωσης μοντέλων. «Από τον 19ο αιώνα και ειδικότερα κατά τη διάρκεια του
φρανκικού καθεστώτος, η Ισπανία συνέχισε το λεγόμενο μοντέλο του nation building που στόχευε στη
γλωσσική ενοποίηση της κοινωνίας επί τη βάσει της εξάλειψης, με σχετικά
διακριτικό τρόπο, των γλωσσών που διέφεραν από τα Καστιλλιάνικα. Απέναντι σε αυτό
το μοντέλο αναπτύχθηκε εκείνο της διατήρησης των μειονοτικών γλωσσών, αρχικά
στην Καταλονία και αργότερα στις υπόλοιπες σημερινές Αυτοδιοικούμενες Περιφέρειες.
Αυτό που συνέβη έκτοτε είναι πως οι υπέρμαχοι της διατήρησης αυτών των γλωσσών
(ειδικά οι Καταλανοί) έχουν υιοθετήσει τεχνικές του nation
building
στη δική τους γλωσσική πολιτική και τα Καταλανικά θα μπορούσαν σήμερα να είναι
μια γλώσσα ικανή να αντικαταστήσει τα Καστιλλιάνικα ως διεθνοτική γλώσσα
επικοινωνίας», δηλώνει ο Αλμπέρτ Μπραντσαδέλ. Αν και οι περιφερειακές γλώσσες
είναι επίσημες στις περιφέρειες όπου ομιλούνται, ο στόχος της διγλωσσίας τον
οποίο επιδίωκε η καταλανική αριστερά αντικαθίσταται σταδιακά από τις
μονογλωσσικές τάσεις και την υποχρεωτική χρήση των Καταλανικών στην εκπαίδευση,
ενώ μέρος της διανόησης ασπάζεται την τάση υπέρ της ανεξαρτησίας.
«Η
εθνικιστική ηγεμονία έχει καταφέρει να εγκαθιδρύσει ένα ιδεολογικοποιημένο
εννοιολογικό πλαίσιο στο οποίο η προφορά της λέξης Ισπανία αρκεί για να σε
καταστήσει ύποπτο για υιοθέτηση δεξιών θέσεων ή για ακραίο ισπανικό εθνικισμό»,
δηλώνει ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Αντόνιο Σανταμαρία, συγγραφέας του
βιβλίου Convergència Democràtica de Catalunya. De
los
orígenes
al
giro
soberanista [Δημοκρατική Σύγκλιση της Καταλονίας. Από τις
απαρχές έως τη στροφή υπέρ της πολιτικής ανεξαρτησίας]. Πώς έχουν λύσει άλλες
χώρες αυτές τις γλωσσικές εντάσεις που φέρνουν σε τόση αμηχανία την ισπανική
αριστερά; «Νομοθετώντας, αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο για την επίλυση του προβλήματος,
θεωρώντας πραγματικά ως δικές τους τις περιφερειακές γλώσσες, μην επιτρέποντας
στους εθνικισμούς να αναλαμβάνουν αποκλειστικά την εκπροσώπηση, την υπεράσπιση
και τη διαχείρισή τους», υπογραμμίζει η Μερσέ Βιλαρούμπιας, συγγραφέας του
έργου Sumar
y
no
restar [Πρόσθεση και όχι αφαίρεση]. Δεν είναι η μόνη που υποστηρίζει κάτι
τέτοιο. Ο Χουάν Κλάουντιο ντε Ραμόν πιστεύει επίσης πως το κράτος πρέπει να
αποδώσει φόρο τιμής στον ισπανικό γλωσσικό πλουραλισμό ανάγοντας τα Καταλανικά,
τα Γαλικιανά και τα Βασκικά σε γλώσσες του Κράτους, με τρόπο ώστε να μπορούν να
χρησιμοποιούνται στα κοινά θεσμικά όργανα, όπως συμβαίνει ήδη στη Γερουσία, και
να τις ενσωματώσει στα κρατικά σύμβολα. Ταυτόχρονα, το ζήτημα είναι να
προσδιοριστούν ξεκάθαρα τα δικαιώματα των χρηστών και οι υποχρεώσεις των
Δημόσιων Διοικήσεων.
«Απαιτείται
μια νομοθεσία για τις γλώσσες, διότι δεν διαθέτουμε ένα ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο
σχετικά με το θέμα και αυτό υποχρεώνει τα δικαστήρια να καλύπτουν το κενό με
περίπλοκο τρόπο δεδομένου ότι πρέπει να διαφυλάσσουν τα δικαιώματα των πολιτών,
αλλά δεν θέλουν να ανατρέψουν νόμους των Αυτοδιοικούμενων Περιφερειών. Το κράτος
οφείλει επίσης να «διαφημίσει» όλα όσα κάνει πλέον στις μέρες μας: όλα τα
έγγραφα που εκδίδουν οι υπηρεσίες του
κράτους –ταυτότητες, οικογενειακά βιβλιάρια, διαβατήρια και τα λοιπά– είναι ήδη
δίγλωσσα, επιδοτεί πολιτιστικές βιομηχανίες που εκφράζονται στα Καταλανικά,
Γαλικιανά και Βασκικά, χρηματοδοτεί ένα κρατικό τηλεοπτικό κανάλι και έναν
κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό στα Καταλανικά, προάγει αυτές τις γλώσσες στο
εξωτερικό μέσω του Ινστιτούτου Θερβάντες, ενώ η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
μεταφράζεται σε όλες τις συνεπίσημες γλώσσες... Η δημιουργία μιας τετράγλωσσης Δημόσιας
Διοίκησης θα ήταν παράλογη, αλλά η Ισπανία έχει επιτακτική ανάγκη να
υπερασπιστεί τις αξίες της και να ομιλεί τις τέσσερις γλώσσες στις επίσημες
εκδηλώσεις, να έχει επίγνωση της συνεκτικής σημασίας του συμβολικού και
συναισθηματικού στοιχείου τους», προτείνει ο Χουάν Κλάουντιο ντε Ραμόν.
Είναι
προφανές πως οποιαδήποτε μεταρρύθμιση, συνταγματική ή μη, που προσπαθεί να
αποφύγει τον εκτροχιασμό και τη διάσπαση του κράτους θα πρέπει να προσεγγίσει
αυτό το ζωτικής σημασίας για τη συνύπαρξη των Ισπανών ζήτημα. Αποτελεί καθήκον όλων
η εκρίζωση του γλωσσικού φονταμεταλισμού, η αποφυγή του πολέμου μεταξύ των
γλωσσών και η ταύτιση της ενιαίας Ισπανίας με την πολυπολιτισμική.
To παρόν κείμενο
δημοσιεύτηκε στην El País στις
22 Σεπτεμβρίου 2015 υπό τον τίτλο «idoeología de las lenguas». O José Luis Barbería είναι δημοσιογράφος ειδικός σε
θέματα που αφορούν τη Χώρα των Βάσκων.
Η μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος «Μετάφραση από τα
Ισπανικά στα Ελληνικά» που διδάσκει ο αναπληρωτής καθηγητής Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος στο πλαίσιο του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών
του ΑΠΘ «Διερμηνεία και Μετάφραση», κατεύθυνση Μετάφρασης. Συμμετείχαν οι
σπουδάστριες Χριστίνα Ευθυμίου, Θωμαή Κωνσταντίνου, Χρυσούλα Χρυσουλάκη.
[1] Στα Βασκικά, bertsolaritza ονομάζεται μια παράδοση βασισμένη στον προφορικό
αυτοσχεδιασμό. Οι bertsolaris συνθέτουν, τραγουδούν και αυτοσχεδιάζουν
στίχους στα Βασκικά σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες μετρικής (Σ.τ.Μ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου