Στις 19 Αυγούστου του 1931, ακριβώς πέντε χρόνια πριν
την εκτέλεσή του, ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα ολοκληρώνει στη Γρανάδα το Así que pasen cinco años [Σαν περάσουν πέντε χρόνια], θεατρικό έργο που είχε αρχίσει να
γράφει στην Κούβα, το 1930, και το οποίο ανήκει μαζί με το El público [Το κοινό] του 1930 και το ανολοκλήρωτο La comedia sin título [Κωμωδία δίχως τίτλο] στην άτυπη τριλογία
του αποκαλούμενου «Teatro imposible»
[«Ανέφικτου θεάτρου»]. Στα έργα αυτά συναντάμε έναν Λόρκα υπερρεαλιστή,
επηρεασμένο έντονα από τις θεωρίες του Φρόιντ και τα κινήματα της πρωτοπορίας
των αρχών του 20ού αιώνα, έναν Λόρκα που απέχει αισθητά από τη χρονικά
μεταγενέστερη και σαφώς πιο γνωστή στο ελληνικό θεατρόφιλο κοινό, ρεαλιστική
ηθογραφική θεματολογία των αγροτικών δραμάτων του: Ματωμένος γάμος (1933), Γέρμα
(1934) και Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα (1936).
Στον Λόρκα του Σαν περάσουν πέντε χρόνια δεν συναντούμε
τον καυτό αέρα και τις μαυροφορεμένες φιγούρες της «ανδαλουσιάνικης τραγωδίας»,
είναι όμως παρούσες πολλές από τις θεατρικές σταθερές του, όπως ο ποιητικός
λόγος ή η τραγικότητα των χαρακτήρων και η αδυναμία τους να βιώσουν, έστω και
φευγαλέα, την ευτυχία. Κοντολογίς, στον υπερρεαλιστή Λόρκα μπορεί ναι μεν να διαφέρει
το εκφραστικό «όχημα», όμως το ταξίδι στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής (διαχρονική
αδυναμία του Λόρκα) παραμένει εξίσου ενδιαφέρον.
Στην παρούσα περίπτωση το
ταξίδι αφορά την τραγωδία του ατόμου που πέφτει θύμα των ονείρων του και της ανελέητης
φθοράς του χρόνου. Ο Λόρκα φυσικά δεν δημιουργεί εν κενώ· ο υποψιασμένος αναγνώστης/θεατής θα
εντοπίσει στο Σαν περάσουν… έντονες
επιρροές από τον εξπρεσιονισμό (όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι
χαρακτήρες δεν έχουν ονόματα), το ρομαντισμό (φέρ’ ειπείν, οι έντονες συναισθηματικές
περιπέτειες του Νεαρού) ή την κομέντια ντελ άρτε (με την παρουσία του
Αρλεκίνου), πλην όμως, αυτό που κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζει το εν λόγω έργο είναι
ο συμβολισμός και η απομάκρυνση από οποιαδήποτε ρεαλιστική θεατρική παράδοση.
Το Σαν περάσουν… είναι ένα έργο «αναμονής» ή, για να είμαστε πιο
ακριβείς, δύο αναμονών: ο κεντρικός ήρωας του έργου, ο Νεαρός, υποχρεώνεται σε
πενταετή διαστήματα αναμονής προκειμένου να κατακτήσει τα διαδοχικά αντικείμενα
του πόθου του. Ο Λόρκα δεν δίνει εξηγήσεις σχετικά με το γιατί των αναμονών, απομακρυνόμενος,
όπως προείπαμε, από οποιαδήποτε ρεαλιστική ή νατουραλιστική παράδοση του
θεάτρου. Όσον αφορά την «ιστορία» του έργου, αυτή μπορεί να έχει δύο
τουλάχιστον αναγνώσεις που μοιάζουν αντίθετες μεταξύ τους, αλλά μπορούν να
ενεργήσουν (και) συμπληρωματικά: μια «λογική», γραμμική και μια ονειρική,
κυκλική. Παρόλο που το έργο αρχίζει και τελειώνει στη βιβλιοθήκη, και παρά την
ύπαρξη χρονικών ελλείψεων ή αφηγηματικών κενών, ονειρικών καταστάσεων και
συμβολικών χαρακτήρων, μπορούμε να διακρίνουμε μια γραμμική εξέλιξη της πλοκής.
Σύμφωνα με αυτή, ο Νεαρός πληροφορεί, στον εναρκτήριο διάλογο, τον Ηλικιωμένο
ότι αισθάνεται αγωνία καθότι έχουν παρέλθει τα πέντε χρόνια αναμονής και
πλησιάζει η στιγμή να ξανασμίξει με την Αρραβωνιαστικιά. Η Αρραβωνιαστικιά,
όμως, τον απορρίπτει και το σκάει με τον Παίκτη του Ράγκμπι. Ο Νεαρός,
επιθυμώντας σφοδρά να τεκνοποιήσει, ρίχνεται στην αναζήτηση της Δακτυλογράφου,
την οποία προηγουμένως είχε απορρίψει λόγω του έρωτά του για την Αρραβωνιαστικιά.
Η Δακτυλογράφος επιβάλλει στον Νεαρό μια νέα πεντάχρονη περίοδο αναμονής
προκειμένου να αποφασίσει αν θα αποδεχθεί τον έρωτά του ή όχι. Στο τέλος ο
Νεαρός πεθαίνει.
Βέβαια, όπως τονίσαμε, μπορούμε
να δούμε το Σαν περάσουν… (και) ως τη
δραματοποίηση ενός ονείρου, ή μάλλον ενός εφιάλτη, ο οποίος δεν έχει σαφή
χρονικά και χρονολογικά όρια: για παράδειγμα, η πρώτη πράξη αρχίζει και
τελειώνει με το ρολόι να δείχνει την ίδια ώρα, έξι το απόγευμα. Σύμφωνα με την
«ονειρική» προσέγγιση, ο Νεαρός, ο οποίος άλλωστε εμφανίζεται στην πρώτη πράξη
φορώντας μπλε πιτζάμα, αποκοιμιέται μετά
τη συζήτησή του με τον Ηλικιωμένο και ονειρεύεται το υπόλοιπο έργο. Η εν λόγω
ερμηνεία δικαιολογεί την ύπαρξη χαρακτήρων όπως η Μάσκα ή η Κοπέλα που
αποτελούν ονειρικές προβολές της θυρωρού και της Δακτυλογράφου, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, ο θάνατος του Νεαρού θα μπορούσε να ερμηνευτεί
ως το τέλος του εφιάλτη, ως το ξύπνημα του Νεαρού.
Ανάλογα με την ερμηνευτική οδό
που θα υιοθετήσει, ο αναγνώστης ή ο θεατής θα δώσει μεγαλύτερη η μικρότερη
σημασία στο ρόλο που διαδραματίζει το όνειρο στην εξέλιξη του δράματος· το σίγουρο, όμως,
είναι πως καμία ερμηνεία του δεν μπορεί να παρακάμψει την ονειρική ατμόσφαιρα
που διαπερνά όλο το έργο. Βέβαια, ο Λόρκα δεν είναι ο πρώτος θεατρικός
συγγραφέας του καιρού του που βασίζει σχεδόν εξολοκλήρου ένα έργο του σε αυτό
που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ονειρική πραγματικότητα». Ο πρώτος που αποτολμά
κάτι τέτοιο είναι ο Στρίντμπεργκ στο έργο του Το όνειρο το οποίο ολοκληρώθηκε το 1902 και έκανε πρεμιέρα στη
Στοκχόλμη το 1907. Το έργο μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον ίδιο τον συγγραφέα,
εκδοχή που ανέβασε στο Παρίσι, το 1928, ο Αντονέν Αρτώ. Είναι πολύ πιθανό,
επομένως, ο Λόρκα να γνώριζε το εν λόγω έργο, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη τη
χρονική στιγμή που έκανε πρεμιέρα στο Παρίσι και την ταχύτητα με την οποία διέσχιζαν
εκείνη την εποχή τα Πυρηναία οι πολιτιστικές και λογοτεχνικές τάσεις. Βέβαια, παρά τις ομοιότητές τους όσον
αφορά τη χρήση αυτού που προηγουμένως αποκαλέσαμε ονειρική πραγματικότητα
(κατηγορηματική και ξεκάθαρη στο έργο του Σουηδού, απλός υπαινιγμός στο έργο
του Ισπανού), τα δύο έργα διαφέρουν σημαντικά στην εκτέλεσή τους: το
ύφος του Στρίντμπεργκ είναι πιο άμεσο και διδακτικό, ενώ εκείνο του Λόρκα ποιητικό
και αποστασιοποιημένο, σχεδόν ειρωνικό.
Στο ψηφιδωτό των επιρροών που
έχει δεχτεί ο υπερρεαλιστής Λόρκα, δεν μπορούμε να μην συμπεριλάβουμε τη ρωσική
πρωτοπορία και, κυρίως, τον συγγραφέα Νικολάι Εβρέινοφ και τα περίφημα
«μονοδράματά» του, όπως το Στα παρασκήνια
της ψυχής (1912), στα οποία τα διάφορα πρόσωπα του έργου δεν είναι παρά η προέκταση των
διαφορετικών ψυχικών καταστάσεων του πρωταγωνιστή. Η (όποια) δράση στα
μονοδράματα λαμβάνει χώρα στο μυαλό ενός χαρακτήρα και δεν αποδίδει την
αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά τις διαρκείς διαθλάσεις του «εγώ» στο μυαλό
των ηρώων. Για τον Εβρέινοφ, η χίμαιρα είναι η μόνη πραγματικότητα της ζωής. Το
έργο του ρώσου συγγραφέα και θεωρητικού του θεάτρου άρχισε να γίνεται γνωστό
στην υπόλοιπη Ευρώπη από το 1920 και εντεύθεν, όταν ο Πιραντέλο παρουσίασε το
έργο του Η κωμωδία της ευτυχίας σε διάφορες
ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της Μαδρίτης.
Τέλος, σε αυτό το σύντομο ταξίδι
σε συγγραφείς και έργα που είναι πολύ πιθανόν να επηρέασαν τον υπερρεαλιστή
Λόρκα του Σαν περάσουν…, δεν μπορούμε
να μην σταθούμε στον Ροζέ Βιτράκ και το έργο του Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία, του 1928, που θεωρείται το μόνο υπερρεαλιστικό
θεατρικό έργο το οποίο γνώρισε σχετική εμπορική επιτυχία στην εποχή του.
Πρόκειται για ένα έργο το οποίο, όπως ακριβώς και το Σαν περάσουν…, περιφρονεί την
αληθοφάνεια της πλοκής και βασίζεται στο γκροτέσκο, το παραλήρημα των ηρώων και
το ενδιαφέρον για τα όνειρα. Αν και γραμμένο σε πεζό λόγο, στο έργο του
Βιτράκ, απαντώνται διάσπαρτα, όπως άλλωστε και στο έργο του Λόρκα, μικρά
υπερρεαλιστικά ποιήματα που ωθούν τη γλώσσα στα άκρα της, αναγκάζοντας το κοινό
σε συνεχή «επαγρύπνηση».
Βέβαια στο Σαν περάσουν πέντε χρόνια είναι ευδιάκριτα τα ίχνη και από άλλες δραματικές
παραδόσεις (ήδη αναφέραμε την κομέντια ντελ άρτε). Έτσι, η σκηνή του Παιδιού
και του Γάτου, πέρα από το υπερρεαλιστικό περιεχόμενο, παραπέμπει στα ισπανικά
παιδικά λαϊκά τραγούδια και στο θέατρο με μαριονέτες, ενώ η σκηνή ανάμεσα στη Μάσκα
και τη Δακτυλογράφο έχει «αέρα» όπερας (δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η πρώτη
χρησιμοποιεί διαρκώς στο λόγο της ιταλικές λέξεις).
Όλα αυτά μας επιτρέπουν να
συμπεράνουμε ότι, ο Λόρκα στο Σαν
περάσουν πέντε χρόνια ναι μεν υπονομεύει τη θεατρική παράδοση, όπως το
είχαν κάνει στην εποχή τους ο εξπρεσιονισμός και ο υπερρεαλισμός, για να
δημιουργήσει μια μοντέρνα πρωτοποριακή τραγωδία που ελάχιστη σχέση έχει με τα,
πολύ πιο γνωστά και εμπορικά πετυχημένα, αγροτικά ανδαλουσιανά δράματά του, το
κάνει όμως, όπως και στην ποίησή του, αξιοποιώντας στο έπακρο «εργαλεία» που
προέρχονται από διάφορες και διαφορετικές θεατρικές παραδόσεις.
Το
Σαν περάσουν… αρχικά είχε
χαρακτηριστεί ως έργο το οποίο ήταν αδύνατον να «ανεβεί» στο θεατρικό σανίδι,
γι’ αυτό ο δημιουργός του προχώρησε σε ορισμένες αλλαγές προκειμένου να
ξεπεραστεί αυτός ο σκόπελος. Μάλιστα είχαν αρχίσει οι πρόβες για να παιχτεί
στην Ισπανία τον Οκτώβριο του 1936 (στο Club Anfistora, σε σκηνοθεσία της Πούρα
Μαόρτουα δε Ουθελάι), πλην όμως ο εμφύλιος πόλεμος και η εκτέλεση του συγγραφέα
ματαίωσαν αυτή την παράσταση. Τελικά η παγκόσμια πρώτη του έλαβε χώρα στο
Θέατρο του Πανεπιστημίου του Πουέρτο Ρίκο, το 1954, σε σκηνοθεσία της Βικτόρια
Εσπινόσα. Στην Ευρώπη ανεβαίνει για πρώτη φορά το 1959 στο Θέατρο Recamier του Παρισιού σε σκηνοθεσία της Μαρσέλ Οκλέρ. Στην Ισπανία
η πρεμιέρα του άργησε πάνω από 40 χρόνια. Το Μάρτιο του 1975, οκτώ μήνες πριν
το θάνατο του Φράνκο, ανεβαίνει από τους μαθητές του Γαλλικού Λυκείου της Μαδρίτης
και το Σεπτέμβριο του 1978 έχουμε το πρώτο ανέβασμά του με επαγγελματίες
ηθοποιούς, στο Θέατρο Eslava,
σε σκηνοθεσία Μιγκέλ Νάρος. Στην Ισπανία ακολούθησαν αρκετές σκηνοθετικές
προσεγγίσεις ακόμα, με πιο διάσημη εκείνη του Ρικάρντο Ινιέστα για το Atalaya Teatro,
σε δύο εκδοχές, αρχικά το 1986 και έπειτα το 1994.
Εκτός
Ισπανίας το έργο δεν έχει παιχτεί πολύ. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σε μια
χώρα σαν την Ελλάδα που λατρεύει τον Λόρκα, το έργο έχει ανέβει μόλις μία φορά,
την περίοδο 1971/72, σε σκηνοθεσία και μετάφραση Αλέξη Σολομού, με πρωταγωνιστή
τον Δημήτρη Ποταμίτη. Παρεμπιπτόντως, μιας και αναφερθήκαμε στη μετάφραση του
Σολομού, αξίζει να σημειώσουμε πως έχουν υπάρξει άλλες δύο μεταφραστικές
προσεγγίσεις του έργου, από τον Κλείτο Κύρου τη δεκαετία του ’60 και τον Κώστα
Ζαρούκα τη δεκαετία του ’70. Και οι δύο αυτές μεταφράσεις (δυσεύρετες πλέον)
ελήφθησαν υπόψη στην παρούσα (ανα)μεταφραστική προσέγγιση.
Το ανά χείρας μετάφρασμα, που
φιλοδοξεί να κάνει γνωστό το έργο σε μια καινούργια γενιά αναγνωστών και, γιατί
όχι, θεατών του Λόρκα στην Ελλάδα, είναι προϊόν συλλογικής δουλειάς που κράτησε
για περισσότερα από δύο χρόνια. Στο διάστημα αυτό η μετάφραση πέρασε, όπως
πρέπει να γίνεται άλλωστε, από «σαράντα κύματα» προκειμένου αυτή η σύγχρονη
ματιά να μην προδώσει τον υπερρεαλιστή Λόρκα και τις γλωσσικές ακροβασίες του
και να είναι συνεπής με το πνεύμα του δημιουργού. Να είναι, εν ολίγοις,
«λορκιανή» δίχως όμως να καταντά «λορκίζουσα». Ελπίζω να καταφέραμε το στόχο
μας.
Το Σαν περάσουν πέντε χρόνια θα ανέβει το Φεβρουάριο του 2016 στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη και μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Άννυς Ανεστοπούλου, Έφης Γεωργοπούλου και Θεοδοσίας Κοφινά. Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΕΛΙΚΑ ΜΑΤΑΙΩΘΗΚΕ!
Καλή Επιτυχία!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε θερμά!
ΑπάντησηΔιαγραφή