Όταν εκείνη η
ταινία τρόμου τελείωσε, τα φώτα στην αίθουσα δεν άναψαν. Όλα παρέμειναν στο
σκοτάδι. Φαινόταν μόνο το κόκκινο φωτάκι που έδειχνε την πόρτα της τουαλέτας.
Κάποιοι θεατές οπλίστηκαν με θάρρος και δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν την έξοδο.
Άλλοι, έχοντας στο νου τους τον δολοφόνο της ταινίας, φοβήθηκαν και παρέμειναν
στις θέσεις τους. Ο Χουάν Κ., για παράδειγμα, ήταν από εκείνους που δεν
τόλμησαν να κουνηθούν. Έκλεισε τα μάτια –το ένα μάλιστα ήταν μεγαλύτερο από το
άλλο–, σταύρωσε τα χέρια και προσπάθησε να πάρει κουράγιο σκεπτόμενος τη γαλλίδα
μνηστή του που ήταν ό,τι πιο αντίθετο στο θάνατο υπήρχε, απ’ όλα όσα γνώριζε.
Μισή ώρα μετά, ανοίγοντας πάλι τα
μάτια, συνειδητοποίησε ότι οι υπόλοιποι θεατές τον είχαν αφήσει μόνο κι ότι ο
δολοφόνος καθόταν δίπλα του.
«Για πείτε μου», τον ρώτησε εκείνο
το κάθαρμα, ενόσω το δεξί του χέρι χάιδευε τη λαβή του στιλέτου, «τι λόγους έχετε
για να παραμείνετε ζωντανός;»
«Έχω μια γαλλίδα μνηστή», του
απάντησε ο Χουάν πασχίζοντας να μην τρέμει υπερβολικά η φωνή του.
Ο δολοφόνος δεν περίμενε μια τέτοια
απάντηση και έμεινε σκεφτικός. Ύστερα του ζήτησε να του περιγράψει λίγο πώς
ήταν η κοπέλα και ο Χουάν του είπε ότι ήταν ξανθιά με γαλανά μάτια.
«Αυτό δεν αρκεί», είπε ο δολοφόνος μέσα
από τα δόντια του, χωρίς να πάρει το χέρι του από το στιλέτο, «πείτε μου
τουλάχιστον πώς τη λένε».
Ο Χουάν του είπε ότι την έλεγαν
Ζακλίν κι ότι, εκτός από γαλανά μάτια, είχε και μια φωνούλα κοριτσιού χαμένου
στο δάσος που τον άναβε.
«Μου φαίνεται πως είστε πολύ βρομιάρης»,
του είπε τότε ο δολοφόνος.
Και σήκωσε το στιλέτο με τις
χειρότερες προθέσεις. Ο Χουάν φώναξε βοήθεια και έσπευσαν οι ταξιθέτες, οι
οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν στο φουαγιέ και έπαιζαν μονά-ζυγά. Όρμησαν
στον δολοφόνο και τον ακινητοποίησαν στο άψε σβήσε.
Το κακό ήταν ότι μετά δεν ήξεραν τι
να τον κάνουν, να τον πάνε στο τμήμα που ήταν δύο δρόμους πιο πάνω, ή να τον
στείλουν πίσω στο φανταστικό απ’ όπου προερχόταν.
«Αναγνωρίζω ότι δεν είναι εύκολο να
βρει κανείς τον δρόμο που οδηγεί από την πραγματικότητα στη φαντασία», τους
είπε ο Γενικός Υποδιευθυντής Υδροπολιτικής που παρίστατο αυτοπροσώπως στον τόπο
των συμβάντων.
Ζήτησαν από τηλεφώνου τη συμβουλή
του Γενικού Διευθυντή και αποφάσισαν να κλείσουν τον ψυχοπαθή δολοφόνο σε μια
αποθήκη και να τον έχουν δεκαπέντε μέρες με ψωμί και νερό.
Μια εβδομάδα αργότερα ο δολοφόνος
κατάφερε να αποδράσει και να επιστρέψει με δική του ευθύνη στο φανταστικό. Δεν
μπόρεσε, ωστόσο, να ανακτήσει το ρόλο του δολοφόνου επειδή, όσο καιρό ήταν
εκτός, η ταινία τρόμου είχε μετατραπεί σε μια γλυκιά ιστορία αγάπης με πρωταγωνιστές
μια άλλη Ζακλίν με γαλανά μάτια κι έναν ασύμμετρο Χουάν που φοβόταν κι αυτός το
σκοτάδι, αλλά που δεν μπορούσε να ακούει τη φωνούλα της αγαπημένης του δίχως να
επαναστατούν όλες του οι αισθήσεις.
Ο Javier Tomeo γεννήθηκε στην Κιθένα της Ουέσκα το 1932 και απεβίωσε στη Βαρκελώνη το
2013. Σπούδασε Εγκληματολογία. Ως συγγραφέας καταπιάστηκε με όλα τα λογοτεχνικά
είδη. Σημαντικότερα έργα του El gallitigre (1990), El
crimen del cine Oriente (1995), Los misterios de la ópera (1997), Napoleón
VII (1999) και Cuentos perversos (2002).
Η μετάφραση είναι προϊόν των σεμιναρίων λογοτεχνικής
μετάφρασης του ισπανικού τμήματος του ΕΚΕΜΕΛ. Συμμετείχαν οι σπουδαστές Νιόβη
Βουδούρη, Μαρκέλλα Καρασούλη, Ελένη Κουλικούρδη, Νεκταρία Ντάση, Μαρία
Παλαιολόγου, Μαρίνα Σουρουπίδου, Ελπίδα Τσούκια, Μιχάλης Τσούτσιας, Αθηνά
Φάσσα, Αναστάσιος Ψαρρής, Αθανασία Ψωμά, υπό τη διδασκαλία του Κωνσταντίνου
Παλαιολόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου