Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Tomás Borrás σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Las dos enlutadas

de Tomás Borrás

La viuda ordenó a la doncella, al leer la tarjeta:
                –Que pase.
                Y para sí, murmuró:
                –Por fin voy a conocer a la amante de mi marido.
                Entró una mujer de negro y se inclinó ante la otra mujer de negro.
                –No está mal –juzgó la amante.
                –No está mal –díjose la viuda.
                Una y otra se sonrieron y se quedaron serias.
                –El motivo de mi visita es, como la indiqué, esa carta que el pobre... –se llevó el pañizuelo a los ojos.
                –A mí también me ha dejado una carta –la interrumpió, cuidadosa de sus privilegios, la legítima.
                –No ha sido accidente...
                –Eso creí al principio: que por un azar terrible perdía al hombre que yo adoraba.
                –Y yo, si no la molesta.
                –Mi dolor...
                –Nuestro dolor...
                –...fue tan agudo que creí morir y seguirle.
                –Sufrió usted mi misma crisis.
                –Le contemplaba en éxtasis. Hasta comprendía sus debilidades. Usted...
                –Yo supe soportar una situación difícil y humillante sólo por su amor.
                –Pensaba... o pensábamos, voy a ser justa, que era un hombre extraordinario.
                –Sí. Me figuré que era capaz de todos los heroísmos. Hasta del heroísmo de amar y sufrir con doble corazón.
                –Ésos eran mis sentimientos. Y toleraba.
                –En el fondo, producía respeto su vitalidad inmensa; su poderío de abarcar más que cualquier hombre de los vulgares, su genio para hacer posible y natural lo increíble.
                –Hasta la carta que me escribió antes de morir. Léala.
                –«Adelaida: me mato porque os amo a Loreto y a ti, y no puedo decidirme»... El texto de la otra carta es igual. Véalo.
                –«Loreto, no me puedo decidir entre Adelaida y tú. Perdóname...».
                –¡Qué tristeza!
                –¡Qué desengaño! El que creíamos un semidiós...
                –Eso hacen con nosotras los hombres.
                –Yo le hubiese perdonado una decisión. Sería lo hermoso en su caso. No me hubiera ofendido su abandono si le arrebataba una pasión más fuerte que la infamia.
                –Yo también hubiera comprendido y perdonado si me arroja de sí, aun después de engañarme, atraído por la obsesión de otro amor invencible.
                –Pero resulta...
                –...que tuvo miedo. Es espantoso.
                –¡Miedo!
                –No ha quedado bien con ninguna de las dos.
                –Es indisculpable la ofensa que nos ha hecho. La ofensa peor que la infidelidad: el desencanto.
                –Entregue su corazón, virginal y confiado, a un hombre para que ni siquiera aprecie lo que vale haciéndole sufrir. La sienta a usted muy bien el luto.
                –Como soy rubia... Pero no se preocupe. La temporada que viene me ha dicho el modisto que se va a llevar el azul. Y como usted es morena... Con unas joyas de zafiros...
                –Imperdonable esa falta de coraje en un hombre que en apariencia valía por dos. Las mujeres anhelamos el amor o el odio, no la estupidez.
                –A mí, se lo confieso, la carta me ha dejado helada, tranquila... Como si no le hubiera conocido. Un hombre que no fue capaz... Tiene usted razón.


,.,.,.,.,.,.,.,.,.,.,.,



Οι δύο πενθοφορούσες

του Τομάς Μποράς

Η χήρα πρόσταξε την υπηρέτρια, μόλις διάβασε την καρτ ντε βιζίτ:
                «Να περάσει».
                Και μουρμούρισε χαμηλόφωνα:
                «Επιτέλους θα γνωρίσω την ερωμένη του συζύγου μου».
                Εισήλθε μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα και υποκλίθηκε μπροστά στην άλλη μαυροφορεμένη γυναίκα.
                «Καλή είναι», έκρινε η ερωμένη.
                «Καλή είναι», μονολόγησε η χήρα.
                Χαμογέλασε η μία στην άλλη και ύστερα πήραν το σοβαρό τους.
                «Η αιτία της επισκέψεώς μου είναι, όπως σας δήλωσα, αυτή η επιστολή που ο καημένος…», σφούγγισε με το μαντιλάκι της τα μάτια της.
                «Και σε εμένα άφησε μία επιστολή», τη διέκοψε, μην θέλοντας να εκχωρήσει τα προνόμιά της, η νόμιμη σύζυγος.
                «Δεν ήταν ατύχημα…»
                «Αυτό είχα πιστέψει στην αρχή: πως λόγω μιας τραγικής συγκυρίας έχασα τον άνδρα που λάτρευα».
                «Και εγώ το ίδιο, αν δεν σας ενοχλεί».
                «Ο πόνος μου…»
                «Ο πόνος μας…»
«…ήταν τόσο μεγάλος που πίστεψα πως θα πεθάνω και θα τον ακολουθήσω».
«Υποφέρατε αυτά που υπέφερα και εγώ».
«Τον θωρούσα πάντα εκστασιασμένη. Δικαιολογούσα όλες του τις αδυναμίες. Εσείς…»
«Εγώ μπόρεσα να αντέξω τη δύσκολη και ταπεινωτική αυτή κατάσταση μόνο και μόνο χάριν της αγάπης του».
«Σκεφτόμουν… ή, για να είμαι δίκαιη, σκεφτόμασταν πως ήταν ένας εξαίρετος άνδρας».
«Ναι. Τον είχα ικανό για κάθε είδους ηρωισμό, ακόμη και να αγαπήσει και να υποφέρει με διπλή καρδιά».
«Αυτά ήταν και τα δικά μου συναισθήματα. Και υπέμενα».
                «Κατά βάθος, ενέπνεε σεβασμό η ανεξάντλητη ζωτικότητά του· η δύναμη που είχε να τα βγάζει πέρα με περισσότερα πράγματα από οποιονδήποτε κοινό θνητό, ο χαρακτήρας του που έκανε να φαίνονται δυνατά και φυσιολογικά τα απίστευτα».
                «Μέχρι την επιστολή που μου έγραψε πριν πεθάνει. Διαβάστε την».
                «Αδελάιδα, αυτοκτονώ γιατί αγαπώ και τη Λορέτο και εσένα και δεν μπορώ να διαλέξω… Το κείμενο στην άλλη επιστολή λέει τα ίδια. Κοιτάξτε το».
                «Λορέτο, δεν μπορώ να διαλέξω ανάμεσα στην Αδελάιδα και εσένα. Συγχώρεσέ με...»
                «Οποία θλίψη!»
                «Οποία απομυθοποίηση! Αυτός που θεωρούσαμε ημίθεο…»
                «Αυτά μας κάνουν οι άντρες».
                «Εγώ θα τον είχα συγχωρέσει έτσι και είχε πάρει μια απόφαση. Αυτό θα ήταν το ωραίο στην περίπτωσή του. Δεν θα με είχε προσβάλει αν με εγκατέλειπε επειδή παρασύρθηκε από ένα πάθος που ήταν πιο ισχυρό από την ανηθικότητα».
                «Και εγώ θα τον είχα καταλάβει και θα τον είχα συγχωρήσει αν απομακρυνόταν από εμένα, ακόμα και ύστερα από την απιστία του, δέσμιος ενός ανίκητου έρωτα που του είχε γίνει εμμονή».
                «Αλλά τελικά…»
                «…απλώς φοβήθηκε. Είναι τρομακτικό».
                «Φοβήθηκε!»
                «Δεν φέρθηκε καλά σε καμία από τις δυο μας».
                «Είναι ασυγχώρητη η προσβολή που μας έκανε. Μια προσβολή χειρότερη από την απιστία: η απογοήτευση».
                «Παράδωσε εσύ την παρθενική και ανυποψίαστη καρδιά σου σε έναν άνδρα και εκείνος ούτε που θα εκτιμήσει την αξία της, κάνοντάς σε να υποφέρεις. Σας ταιριάζουν πάρα πολύ τα μαύρα».
                «Επειδή είμαι ξανθιά… Αλλά μην ανησυχείτε. Την ερχόμενη σεζόν μού είπε ο μόδιστρός μου ότι θα είναι της μόδας το μπλε. Και έτσι μελαχρινή όπως είστε… Με μερικά κοσμήματα από ζαφείρι…»
                «Ασυγχώρητη αυτή η έλλειψη θάρρους από έναν άνδρα που φαινομενικά άξιζε για δύο. Οι γυναίκες επιθυμούμε διακαώς την αγάπη ή το μίσος, όχι τη βλακεία».
                «Εμένα, σας το εκμυστηρεύομαι, η επιστολή με άφησε παγωμένη, αδιάφορη… Σαν να μην τον είχα γνωρίσει. Ένας άνδρας που δεν στάθηκε ικανός… Έχετε δίκιο».       

Ο Τομάς Μποράς γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1891 όπου και απεβίωσε το 1976. Υπήρξε συγγραφέας μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων καθώς και δημοσιογράφος. Χρημάτισε στέλεχος της φασιστικής Falange.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου