Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Ο Αντόνιο Μπουέρο Βαγέχο και το ισπανικό μετεμφυλιακό θέατρο

Τη δεκαετία του ’40 η πολιτιστική δραστηριότητα στην Ισπανία επηρεάστηκε –αναπόφευκτο ήταν– από το ολέθριο κλίμα που κυριάρχησε στη χώρα μετά τη λήξη του εμφύλιου πολέμου (1936-39). Αυτό είχε ως συνέπεια το ισπανικό θέατρο, για δύο σχεδόν δεκαετίες, τις πρώτες της μετεμφυλιακής περιόδου, να κινηθεί μέσα στη μετριότητα διανύοντας, σύμφωνα με όλους τους μελετητές, μια από τις χειρότερες περιόδους της μακραίωνης ιστορίας του. Τέσσερις είναι οι λόγοι αυτής της παρακμής: α) η απώλεια, κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, ορισμένων από τις πιο σημαντικές μορφές της ισπανικής δραματουργίας (Ραμόν ντελ Βάγε-Ινκλάν, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Αντόνιο Ματσάδο, Μιγκέλ ντε Ουναμούνο), ο χαμός των οποίων άφησε ορφανό από μαέστρους το ισπανικό θέατρο· β) η αναγκαστική φυγή από την Ισπανία της πλειονότητας των σημαντικών νέων δραματουργών εκείνης της εποχής, που δεν θέλησαν να ζήσουν και να δημιουργήσουν υπό το φρανκικό ζυγό: Μαξ Άουμπ, Ραφαέλ Αλμπέρτι, Αλεχάντρο Κασόνα, Λεόν Φελίπε, Ραφαέλ Ντιέστε, Παουλίνο Μασίπ κ.ά.· γ) το εμπόδιο της αμείλικτης λογοκρισίας που επέβαλαν το καθεστώς του στρατηγού Φράνκο και η Καθολική Εκκλησία, και δ) ο κονφορμισμός ενός κοινού ταλαιπωρημένου από τα δεινά του πολέμου, ενός κοινού που έδειχνε σαφή προτίμηση προς ένα θέατρο συμβατικό, με έντονα πατριωτικά στοιχεία και παντελή έλλειψη προβληματισμού για τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της εποχής. Κύριοι εκφραστές αυτού του θεάτρου ήταν, μεταξύ άλλων, οι Χουάν Ιγκνάθιο Λούκα ντε Τένα, Ενρίκε Χαρδιέλ Πονθέλα και Μιγκέλ Μιούρα.
Αυτό ήταν, επιγραμματικά, το πανόραμα του ισπανικού θεάτρου τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Από τα τέλη όμως της δεκαετίας του ’40 και, πιο έντονα, από τα πρώτα χρόνια εκείνης του ’50 αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του ένα θέατρο μαρτυρίας και προβληματισμού το οποίο προσπαθεί να κερδίσει το ενδιαφέρον του κοινού, παρακάμπτοντας παράλληλα, στο μέτρο του δυνατού, τα εμπόδια της φασιστικής λογοκρισίας. Κυριότεροι εκφραστές του είναι ο Αντόνιο Μπουέρο Βαγέχο και ο Αλφόνσο Σάστρε. Η στροφή προς μια, ας την αποκαλέσουμε, πιο ευαισθητοποιημένη λογοτεχνία δεν εμφανίζεται μόνο στο θέατρο· ανάλογες τάσεις παρατηρούνται τόσο στην ποίηση (Αντόνιο Γκαμονέδα, Άνχελ Γκονθάλεθ, Χάιμε Χιλ ντε Μπιέδμα, Φρανθίσκο Μπρίνες κ.ά.) όσο και στην πεζογραφία (Ιγκνάθιο Αλδεκόα, Ραφαέλ Σάντσεθ Φερλόσιο, Κάρμεν Μαρτίν Γκάιτε, Χεσούς Φερνάντεθ Σάντος κ.ά.) με την εμφάνιση των συγγραφέων του αποκαλούμενου «κοινωνικού ρεαλισμού».
Ο Αντόνιο Μπουέρο Βαγέχο γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1916 στην Γκουαδαλαχάρα της Καστίλλης. Ο πατέρας του, Φρανθίσκο, αξιωματικός του στρατού και καθηγητής μαθηματικών στην Ακαδημία Μηχανικών της Γκουαδαλαχάρα, καταγόταν από το Κάδιθ της Ανδαλουσίας, ενώ η μητέρα του, Μαρία Κρουθ, από την Ταραθένα της Γκουαδαλαχάρα. Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, στον οποίο ο συγγραφέας πήρε μέρος στο πλευρό των δημοκρατικών δυνάμεων, σημάδεψε τη ζωή του. Αφενός έχασε τον πατέρα του, που εκτελέστηκε το Δεκέμβριο του 1936, αφετέρου ο ίδιος, στο τέλος του πολέμου, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Τελικά, η ποινή του μετατράπηκε σε τριάντα χρόνια φυλάκισης. Ελευθερώθηκε το 1946, αλλά του απαγορεύτηκε η δυνατότητα να εγκατασταθεί στη Μαδρίτη.                           
Αν και κατά την περίοδο που πέρασε έγκλειστος σε διάφορες φυλακές της Ισπανίας διακρίθηκε ως ζωγράφος πορτρέτων (ιστορική έχει μείνει η προσωπογραφία του συγκρατούμενού του ποιητή Μιγκέλ Ερνάντεθ), ο Μπουέρο Βαγέχο, μετά την αποφυλάκισή του, αφιερώνεται ψυχή τε και σώματι στη συγγραφή θεατρικών έργων. Το 1946 γράφει, μέσα σε μία εβδομάδα, το En la ardiente oscuridad, για να ακολουθήσουν, μέχρι το θάνατό του, περί τα τριάντα θεατρικά έργα ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν το Historia de una escalera (γράφτηκε την περίοδο 1947-48 και έκανε πρεμιέρα στο θέατρο το 1949) και το Tragaluz (που έκανε πρεμιέρα το 1967), το πρώτο θεατρικό έργο που αποτολμούσε έναν κριτικό αναστοχασμό του εμφύλιου πολέμου και μάλιστα από την οπτική γωνία των ηττημένων.
Στη θεατρική πορεία που ακολουθεί ο Μπουέρο Βαγέχο δεν υπάρχουν ούτε παρεκκλίσεις ούτε εκπτώσεις: γλώσσα καλλιεργημένη και ευγενής, εξαιρετική τεχνική στο στήσιμο των έργων του και μια φιλόδοξη όσο και ρωμαλέα ιδεολογική στάση, που δεν κλονίζεται μπροστά στις δύσκολες επιλογές, ούτε επαναπαύεται σε εύκολα σκηνικά ευρήματα.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις και βραβεία ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν το Βραβείο Θερβάντες (το σημαντικότερο των ισπανόφωνων γραμμάτων), που του απονεμήθηκε το 1986, και το Εθνικό Βραβείο Γραμμάτων της Ισπανίας, το 1996. Απεβίωσε στη Μαδρίτη, τον Απρίλιο του 2000, σε ηλικία 83 ετών.
            Το Historia de una escalera [Ιστορία μιας σκάλας], που παρουσιάζουμε μεταφρασμένο για πρώτη φορά στα ελληνικά[1], είναι ένα έργο το οποίο αντανακλά τη δραματική κατάσταση της πλειονότητας του πληθυσμού της Ισπανίας μετά το τέλος του αιματηρού εμφύλιου πολέμου. Πρόκειται για την περίοδο της οικονομικής και πολιτικής απομόνωσης της Ισπανίας από τον υπόλοιπο κόσμο, για την περίοδο της ανέχειας, του φόβου και της έλλειψης προοπτικής.
            Στο έργο διακρίνουμε στοιχεία αυτοβιογραφικά. Ο ίδιος ο συγγραφέας εξομολογείται: «Σ’ αυτό το έργο υπάρχουν πράγματα από τις σκάλες όπου έζησα και από άλλες που βρίσκονται σε γειτονιές στις οποίες δεν έζησα ποτέ…» (Buero Vallejo, 1994: 326). Η ζωγραφική, όπως προαναφέραμε, υπήρξε η αρχική ενασχόληση του συγγραφέα, γι’ αυτό, λίγο καιρό μετά την πρεμιέρα του έργου, δήλωνε ότι σε αυτό το έργο πάντρευε τη ματιά του ζωγράφου με εκείνη του συγγραφέα, επιδιώκοντας να προκαλέσει «την ίδια τραγική αίσθηση που μας προκαλούν τα πιο συγκλονιστικά έργα της ισπανικής ζωγραφικής και λογοτεχνίας» (Romera Castillo, 2003: 82).
Η προτίμηση του Μπουέρο Βαγέχο για την τραγωδία βασίζεται στην αντίληψη που έχει ο ίδιος για την αποστολή του ως θεατρικός συγγραφέας: «Ο ύψιστος και σημαντικότερος ηθικός σκοπός της τραγωδίας είναι μια ομολογία πίστης. Αυτή η ύψιστη πίστη ελλοχεύει πίσω από τις αμφιβολίες και τις αποτυχίες που δείχνουν οι σκηνές, αυτή η ελπίδα είναι που κινεί το χέρι το οποίο περιγράφει τις πιο απελπιστικές καταστάσεις» (Torrente Ballester, 1957: 282). Αυτό ακριβώς είναι η Ιστορία μιας σκάλας: η περιγραφή της απελπιστικής κατάστασης μιας χούφτας ανθρώπων χωρίς προοπτική.
            Το έργο χωρίζεται σε τρεις πράξεις. Η πρώτη πράξη διαδραματίζεται το 1919, ακριβώς δηλαδή μετά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, που άφησε πίσω του μια Ισπανία πληγωμένη και με καταστραμμένη οικονομία. Η δεύτερη πράξη διαδραματίζεται το 1929, επί δικτατορίας Πρίμο ντε Ριβέρα, και η τρίτη πράξη την εποχή που γράφτηκε το έργο, δηλαδή τη δεκαετία του ’40, επί διακυβέρνησης Φράνκο. Ο χρόνος, λοιπόν, σχετίζεται με τη δραματική ιστορία της Ισπανίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Η Ιστορία μιας σκάλας (βραβείο Λόπε ντε Βέγα το 1949) προκάλεσε μεγάλη αίσθηση για το ρεαλιστικό χαρακτήρα και το κοινωνικό περιεχόμενό της. Σημάδεψε βαθιά το ισπανικό θέατρο, άλλαξε τις μέχρι τότε υπάρχουσες τάσεις, εγκαινιάζοντας στην ισπανική σκηνή ένα κοινωνικό θέατρο που βρίσκεται σε επαφή με την κοινωνία και το οποίο διατηρήθηκε στο προσκήνιο μέχρι τη δεκαετία του ’80. Ο Μπουέρο Βαγέχο καταδίκασε τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής και εισήγαγε αλλαγές στην οπτική του δράματος, χρησιμοποιώντας το ρεαλισμό ως κινητήριο μοχλό. Η Ιστορία μιας σκάλας έφερε για πρώτη φορά στη σκηνή, μετά τον πόλεμο, ένα κομμάτι πραγματικότητας που δεν είχε καμία σχέση με το θέατρο της αστικής τάξης. Ο Marquerie έγραψε: «Η επιτυχία της Ιστορίας μιας σκάλας ανήγγειλε στο ισπανικό θεατρικό περιβάλλον τη γέννηση ενός δραματουργού που ξεπερνούσε το φτωχικό ορίζοντα των κοινοτυπιών του ελαφρού θεάτρου, γιατί καταπιανόταν με το να καταγράψει τις αγωνίες, τα άγχη και τις κοινωνικές ανησυχίες των ανθρώπων…» (Marqueríe, 1959: 119).
            Η ιστορία του έργου εξελίσσεται στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας, όπου ζουν τέσσερις οικογένειες, καθώς και στο τμήμα της σκάλας που οδηγεί σε αυτόν. Στο πρώτο διαμέρισμα (πόρτα Α) ζουν η κυρία Χενερόσα, ο σύζυγός της, ο κύριος Γκρεγκόριο, και τα παιδιά τους, η Καρμίνα και ο Πέπε· στο δεύτερο (πόρτα Β) ο δον Μανουέλ και η κόρη του Ελβίρα· στο τρίτο (πόρτα Γ) η κυρία Πάκα, ο σύζυγός της, ο κύριος Χουάν, και τα τρία παιδιά τους, ο Ουρμπάνο, η Ρόσα και η Τρίνι· στο τέταρτο διαμέρισμα (πόρτα Δ) ζουν η δόνια Ασουνθιόν και ο γιος της Φερνάντο. Όλοι τους είναι φτωχοί βιοπαλαιστές, εκτός από τον δον Μανουέλ και την κόρη του Ελβίρα που είναι εύποροι. Η Ελβίρα αγαπάει τον Φερνάντο και θέλει να τον παντρευτεί, αλλά αυτός είναι ερωτευμένος με την Καρμίνα. Σ’ αυτήν εξομολογείται τον έρωτά του και της υπόσχεται ότι θα δουλέψει, θα σπουδάσει, θα την παντρευτεί και θα την απομακρύνει από τη μίζερη ζωή της πολυκατοικίας.
            Στη δεύτερη πράξη, δέκα χρόνια αργότερα, η δόνια Ασουνθιόν, ο δον Μανουέλ και ο κύριος Γκρεγκόριο έχουν πεθάνει. Η Ελβίρα, με τη βοήθεια των χρημάτων του πατέρα της, κατάφερε να παντρευτεί τον Φερνάντο και έχουν αποκτήσει ένα μωρό, ενώ η Καρμίνα και ο Ουρμπάνο έχουν ερωτικό δεσμό. Οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο ζευγάρια είναι τεταμένες. Το κλίμα ανάμεσα στους  γείτονες είναι ακόμη πιο δυσάρεστο λόγω της απογοήτευσης και της αδυναμίας τους  να αλλάξουν ζωή και να προοδεύσουν.
            Στην τρίτη πράξη, είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, η Ελβίρα και ο Φερνάντο έχουν ήδη δύο γιους, τον Φερνάντο (γιο) και τον Μανολίν, ενώ ο Ουρμπάνο και η Καρμίνα έχουν μια κόρη, την Καρμίνα (κόρη). Κάποιοι πέθαναν, άλλοι γέρασαν. Ο Φερνάντο (γιος) και η Καρμίνα (κόρη), όπως και οι γονείς τους στα νιάτα τους, είναι ερωτευμένοι. Οι γονείς τους όμως δεν συμφωνούν με αυτή τη σχέση. Στο «μπαράκι», στο χώρο δηλαδή που χρησιμεύει για καπνιστήριο κάτω από τη σκάλα, ο Φερνάντο (γιος) εκφράζει τον έρωτά του στην Καρμίνα (κόρη) και ονειρεύεται ότι θα δουλέψει, θα σπουδάσει, θα βγάλει λεφτά… υπόσχεται δηλαδή στο κορίτσι αυτά ακριβώς που υποσχόταν ο πατέρας του στη μητέρα της, χρησιμοποιώντας τα ίδια ακριβώς λόγια. Η ιστορία επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο. Το έργο δείχνει τη φτώχεια, τη βία και τις συγκρούσεις στους κόλπους της μεταπολεμικής ισπανικής κοινωνίας, η οποία με δυσκολία προσπαθεί να επιβιώσει και να προοδεύσει.
            Το έργο έχει κλασική εσωτερική δομή: έκθεση (πρώτη πράξη), δέση (δεύτερη πράξη) και λύση (τρίτη πράξη). Η εξωτερική του δομή αντιστοιχεί απόλυτα με την εσωτερική: περιέχει τρεις πράξεις ξεκάθαρα διαφοροποιημένες με μια απόσταση δέκα χρόνων η πρώτη από τη δεύτερη και είκοσι χρόνων η δεύτερη από την τρίτη. Εμφανίζονται συνολικά 18 πρόσωπα, ενώ υπάρχει και αφηγητής (τα λόγια του εμφανίζονται εντός παρενθέσεως), ο οποίος δεν προβαίνει ποτέ σε προσωπικές παρατηρήσεις, είναι ουδέτερος και αφήνει τον αναγνώστη να σχηματίσει προσωπική άποψη.
            Οι πιο σημαντικές παρουσίες στο έργο είναι εκείνες των Φερνάντο, Καρμίνα, Ελβίρα, Ουρμπάνο, Φερνάντο (γιου) και Καρμίνα (κόρης), ενώ δευτερεύουσες είναι εκείνες των Χενερόσα, Πάκα, Τρίνι και της δόνια Ασουνθιόν. Ανεκδοτική παρουσία έχουν ο Εισπράκτορας της Ηλεκτρικής Εταιρείας, ο Πέπε, η Ρόσα, ο κύριος Χουάν, ο δον Μανουέλ, ο Μανολίν, ο καλοντυμένος κύριος και ο καλοντυμένος νεαρός. Ο κύριος Γκρεγκόριο, ο πατέρας της Καρμίνα, αναφέρεται μεν αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ.
            Στην πρώτη πράξη υπάρχουν συγκρούσεις, γεννιούνται οι αισθηματικές σχέσεις και αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε την απογοήτευση που διακατέχει τους χαρακτήρες. Η απογοήτευση γίνεται πιο έντονη στη δεύτερη πράξη, όπου πλέον, δέκα χρόνια μετά, οι σχέσεις έχουν παγιωθεί, ενώ, ταυτόχρονα, παρακολουθούμε θανάτους, έρωτες και συγκρούσεις. Στην τρίτη πράξη η απογοήτευση είναι εντονότατη. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο κανένας τους δεν θα μπορέσει ποτέ να βγει, ένα φαύλο κύκλο τραγικό με πράξεις και λόγια που επαναλαμβάνονται από γενιά σε γενιά.
            Αν και η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Μπουέρο Βαγέχο-αφηγητής είναι ιδιαίτερα φροντισμένη, τα πρόσωπα του έργου μεταχειρίζονται μια γλώσσα καθημερινή και αρκετές φορές αδέξια και πρόστυχη.
Οι τρεις πράξεις εξελίσσονται κατά κύριο λόγο στη σκάλα και τους διαδρόμους που χωρίζουν και ενώνουν τα πρόσωπα του έργου. Ο Μπουέρο Βαγέχο μάς κάνει κοινωνούς ενός ασφυκτικού συστήματος εντός του οποίου κανένας δεν έχει τη δύναμη να κατακτήσει τους στόχους του και από το οποίο δεν υπάρχει καμία δυνατότητα διαφυγής, όπως ακριβώς και από το δικτατορικό καθεστώς του Φράνκο.
Ο συγγραφέας δεν κάνει απλή ηθογραφική περιγραφή μιας ατμόσφαιρας, ενός περιβάλλοντος και κάποιων προσώπων. Τα πρόσωπα του έργου του υπερβαίνουν τον κόσμο όπου δρουν, ανήκουν σε άλλη σφαίρα: τα πρόσωπα αυτά αποτελούν στην ουσία δραματικά σύμβολα.
            Η κριτική διαχώρισε τα πρόσωπα του έργου σε ενεργά και στοχαστικά. Τα πρώτα (όπως ο Πέπε και η Ελβίρα) δεν έχουν τύψεις και δρουν κινούμενα από τον εγωισμό και τα «ζωώδη» ένστικτά τους, όταν δε βρίσκουν την ευκαιρία, δεν διστάζουν να γίνουν σκληρά και βίαια, αν δουν πως με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν να πετύχουν τους στόχους τους. Δεν είναι κακοί, ο κλασικός διαχωρισμός μεταξύ καλών και κακών δεν υφίσταται στο θέατρο του Μπουέρο Βαγέχο, απλώς αυτός είναι ο χαρακτήρας τους.
Τα στοχαστικά πρόσωπα (όπως η Τρίνι και η Χενερόσα) είναι αγχωμένα. Ζουν σ’ έναν κόσμο στενάχωρο, δίχως ελπίδα. Αν και γνωρίζουν τους περιορισμούς τους, ονειρεύονται το αδύνατο και είναι αθεράπευτα καταδικασμένα στην αποτυχία γιατί ποτέ δεν θα δουν τα όνειρά τους να πραγματοποιούνται.
Αν εξαιρέσουμε τον δον Μανουέλ, που χαίρει σχετικής οικονομικής άνεσης, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ομάδα ανθρώπων που έχει κοινά χαρακτηριστικά, προβλήματα και επιδιώξεις. Το έργο χαρακτηρίζεται από μια συλλογικότητα, δεν δρα ένα μόνο πρόσωπο αλλά όλα μαζί σαν να είναι ένα, ασχέτως αν κάποια έχουν μεγαλύτερους ρόλους και κάποια άλλα μικρότερους. Δεν υπάρχει η έννοια του ατομικού πρωταγωνιστή, όλοι οι ένοικοι της σκάλας είναι πρωταγωνιστές.
Από τις 14 Οκτωβρίου 1949 που έκανε πρεμιέρα το έργο (στη Μαδρίτη, σε σκηνοθεσία Καγετάνο Λούκα ντε Τένα) μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί πολλές παραστάσεις όχι μόνο στην Ισπανία αλλά και στο εξωτερικό (Ιαπωνία, Αργεντινή, Μεξικό κ.α.). Στην Ισπανία ανέβηκε για τελευταία φορά το 2003, τρία χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα, σε σκηνοθεσία Πέρεθ ντε λα Φουέντε, στο θέατρο Μαρία Γκερέρο της Μαδρίτης, στον ίδιο χώρο που έλαβε χώρα η παρθενική πρεμιέρα του έργου, πενήντα τέσσερα χρόνια νωρίτερα.
            Στην Ελλάδα, το έργο δεν ευτύχησε να παιχτεί μέχρι σήμερα. Η μετάφραση αυτή φιλοδοξεί να κάνει γνωστό στους έλληνες αναγνώστες το κλασικό πλέον έργο του Μπουέρο Βαγέχο, που αποτυπώνει τόσο εύστοχα καταστάσεις δύσκολες, σαν κι αυτές που ζούμε σήμερα υπό το βάρος αυτής της παρατεταμένης κρίσης. Πολλοί άνθρωποι βιώνουν στη σημερινή Ελλάδα τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Είναι μια κατάσταση που θυμίζει εν πολλοίς την αποπνικτική ατμόσφαιρα που περιγράφει ο Μπουέρο Βαγέχο στο έργο του. Ένα έργο που θέτει θέματα παγκόσμιου ενδιαφέροντος, όπως τα αδιέξοδα των νέων, η μοναξιά, η δυσκολία αποφυγής του πεπρωμένου, οι συγκρούσεις ανάμεσα σε γενιές και κοινωνικές τάξεις, η ανάγκη συλλογικής αντίδρασης και αλληλεγγύης ως αντίβαρο στο μοναχικό αγώνα κ.λπ.
            Στην Ιστορία μιας σκάλας υπάρχει καημός και πόνος, αλλά και η λαχτάρα των ανθρώπων να καλυτερεύσουν τη ζωή τους. Οι χαρακτήρες του δράματος είναι θύματα καταστάσεων από τις οποίες δεν μπορούν να ξεφύγουν. Μόνο μια πράξη αυθεντικής ελευθερίας θα μπορούσε να τους απελευθερώσει από τη σκάλα-φυλακή. Κάθε πρόσωπο είναι υπεύθυνο για την αποτυχία των ονείρων του και μόνο αυτό το ίδιο έχει τη δύναμη να ορίσει τη μοίρα του, θετικά ή αρνητικά. Η πρωτοτυπία της Ιστορίας μιας σκάλας έγκειται στο ότι ο συγγραφέας στο τέλος του έργου αρνείται συνειδητά να δώσει μια απάντηση, απλώς θέτει ένα κεφαλαιώδες ερώτημα στο θεατή: Άραγε, οι νεαροί ερωτευμένοι θα αποτύχουν όπως οι γονείς τους ή θα σπάσουν τα δεσμά τους και θα ελευθερωθούν; Αυτό που επιθυμεί ο συγγραφέας είναι να ενοχλήσει και να ταρακουνήσει τη συνείδηση του θεατή. Και η απάντηση σε αυτή την ερώτηση δεν οδηγεί φυσικά στη λύση του δράματος που παρακολουθούμε αλλά στη γέννηση ενός νέου δράματος: αυτού που αφορά τον κάθε θεατή προσωπικά. Το θέατρο του Μπουέρο Βαγέχο δημιουργεί μια δυναμική σχέση μεταξύ δράματος και θεατή, ο οποίος βγαίνει από το θέατρο έχοντας συνάψει μια νέα δέσμευση με τον εαυτό του. Η Ιστορίας μιας σκάλας είναι έργο πικρό και σκληρό που δεν αφήνει κανένα θεατή αδιάφορο. Όταν πέφτει η αυλαία, κάθε ένας από εμάς δίνει τη δική του απάντηση. Σε αυτό το ανοιχτό τέλος, εμείς ποιο δρόμο θα επιλέξουμε;

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Χρυσούλα Κλήμη, Ματθίλδη Σιμχά

Βιβλιογραφικές αναφορές

Alonso de Santos, José Luis (2007). Manual de teoría y práctica del teatro. Μαδρίτη: Castalia.

Buero Vallejo, Antonio (1994). Obra Completa, I. Teatro. II. Poesía, narrativa, ensayos y artículos. Κριτική έκδοση του Luis Iglesias Feijoo και του Mariano de Paco. Μαδρίτη: Espasa Calpe.

Marqueríe, Alfredo (1959). Veinte años de teatro en España. Μαδρίτη: Editora Nacional.

Romera Castillo, José (επιμελητής) (2003). Teatro y memoria en la segunda mitad del siglo XX. Μαδρίτη: Visor Libros.

Torrente Ballester, Gonzalo (1957). Teatro español contemporáneo. Madrid: Guadarrama.



Το παρόν κείμενο αποτελεί τον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης
του κορυφαίου έργου του Αντόνιο Μπουέρο Βαγέχο Ιστορία μιας σκάλας, σε μτφ. Κ. Παλαιολόγου, Χ. Κλήμη και Μ. Σιμχά και επιμέλεια Ιφιγένειας Ντούμη (Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη, 2014)






[1] Στην Ελλάδα έχει ανέβει μέχρι σήμερα μόνο ένα έργο του Μπουέρο Βαγέχο. Πρόκειται για το Στο πανηγύρι του Αγίου Οβιδίου [El concierto de San Ovidio]. Το έργο, γραμμένο το 1962, ανέβηκε το 1994 στο Εθνικό Θέατρο σε μετάφραση Ιουλίας Ιατρίδη και σκηνοθεσία Νίκου Διαμαντή. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου