Νωρίς το απόγευμα,
ο άντρας κάθεται στο γραφείο του, παίρνει ένα λευκό φύλλο χαρτί, το βάζει στη
γραφομηχανή και αρχίζει να γράφει. Η πρώτη πρόταση του βγαίνει αβίαστα. Η δεύτερη
επίσης. Μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης μεσολαβούν μερικά δευτερόλεπτα
αμφιβολίας.
Γεμίζει μία σελίδα,
βγάζει το φύλλο από τον κύλινδρο της γραφομηχανής και το αφήνει στο πλάι, με τη
λευκή πλευρά προς τα πάνω. Σε αυτό το πρώτο φύλλο προσθέτει άλλο, και ύστερα κι άλλο. Κάθε τόσο ξαναδιαβάζει ό,τι έχει γράψει, διαγράφει λέξεις,
αλλάζει τη σειρά τους μέσα στις προτάσεις, αφαιρεί παραγράφους, πετάει ολόκληρα
φύλλα στο καλάθι των αχρήστων. Ξαφνικά, παραμερίζει τη γραφομηχανή, παίρνει τη στοίβα με τα γραμμένα φύλλα, τη γυρίζει από την άλλη και με ένα στυλό διαγράφει, αλλάζει, προσθέτει, αφαιρεί. Τοποθετεί
τη στοίβα με τα διορθωμένα φύλλα στα δεξιά του, ξαναφέρνει μπροστά του τη γραφομηχανή
και ξαναγράφει την ιστορία από την αρχή μέχρι το τέλος. Μόλις τελειώνει, τη διορθώνει
πάλι με το χέρι και την ξαναγράφει στη γραφομηχανή. Και όταν πια έχει πέσει η
νύχτα, τη διαβάζει για πολλοστή φορά. Είναι ένα διήγημα. Του αρέσει πολύ. Τόσο,
που κλαίει από χαρά. Είναι ευτυχισμένος. Ίσως να είναι το καλύτερο διήγημα που
έχει γράψει ποτέ. Του φαίνεται σχεδόν τέλειο. Σχεδόν, γιατί του λείπει ο τίτλος.
Όταν βρει τον κατάλληλο τίτλο, θα είναι ένα διήγημα ανυπέρβλητο. Συλλογίζεται
τι τίτλο να του βάλει. Του έρχεται ένας στο νου. Τον γράφει σε ένα φύλλο για να
δει πώς του φαίνεται. Δεν ταιριάζει. Αν το καλοκοιτάξεις, δεν ταιριάζει με
τίποτα. Τον διαγράφει. Σκέφτεται άλλον. Όταν τον ξαναδιαβάζει, τον διαγράφει κι αυτόν.
Όλοι οι τίτλοι που
του έρχονται στο μυαλό του καταστρέφουν το διήγημα: ή είναι προφανείς ή
καταδικάζουν την ιστορία σε ένα σουρεαλισμό που αλλοιώνει την απλότητα. Ή είναι τόσο ανόητοι που το χαραμίζουν. Για μια στιγμή σκέφτεται να το ονομάσει Χωρίς τίτλο, αλλά αυτό το χαλάει εντελώς.
Σκέφτεται, επίσης, το ενδεχόμενο πραγματικά να μην βάλει κανέναν τίτλο και να
αφήσει κενό το χώρο που προορίζεται για αυτόν. Όμως, αυτή η λύση είναι η χειρότερη
απ’ όλες: ίσως να υπάρχει κάποιο διήγημα που να μην χρειάζεται
τίτλο, αλλά όχι αυτό· αυτό χρειάζεται έναν πολύ συγκεκριμένο: τον τίτλο που από
διήγημα σχεδόν τέλειο, θα το μετέτρεπε σε ένα διήγημα απολύτως τέλειο: το
καλύτερο που θα έχει γράψει ποτέ.
Το ξημέρωμα τα παρατάει:
δεν υπάρχει κανένας τίτλος επαρκώς τέλειος γι’ αυτό το τόσο τέλειο διήγημα για το οποίο κανένας
τίτλος δεν είναι αρκετά καλός, πράγμα που το εμποδίζει να γίνει απολύτως τέλειο.
Παραιτημένος (και ξέροντας ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο), παίρνει τα φύλλα
όπου είχε γράψει το διήγημα, τα σκίζει στη μέση και μετά ξανά στη μέση· και
συνεχίζει έτσι μέχρι να το κάνει κομματάκια.
Ο Joaquim Monzó i Gómez, γνωστός ως Quim Monzó, γεννήθηκε στις
24 Μαρτίου 1952 στη Βαρκελώνη. Είναι συγγραφέας μυθιστορημάτων και διηγημάτων, κυρίως
στην καταλανική γλώσσα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Monzó ήταν ανταποκριτής στο Βιετνάμ, στην Καμπότζη, στη
Βόρεια Ιρλανδία και στην Ανατολική Αφρική της εφημερίδας της Βαρκελώνης Tele/eXpres. Ζει στη Βαρκελώνη και αρθρογραφεί τακτικά στην
εφημερίδα La Vanguardia.
Η
συλλογική μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος «Μεταφρασεολογία, μετάφραση
ισπανικής λογοτεχνίας στα ελληνικά» που διδάσκει ο επίκουρος καθηγητής
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.
Συμμετείχαν οι σπουδάστριες και οι σπουδαστές: Χριστέλεν Ανδρέογλου, Γεωργία
Θεοδωρίδη, Ιωάννης, Ίσερης, Αλεξάνδρα Κοκκίνη, Ελένη Κονδυλίδου, Κωνσταντίνα
Κοροξένου, Σταματία Λουτράρη, Γεώργιος Μανιώτης, Χριστίνα Μαυρουδή, Μαργαρίτα
Μπαστρογιάννη, Ελισάβετ Παμλίδου, Κατερίνα Πιπίδου, Γεωργία Σαββίδου, Βαλεντίνα
Σαντόρο, Ερμιόνη Σαρηκεχαγιά, Αθανάσιος Τρίπκος, Τάσος Τσουμάνης, Έλενα
Χατζηκυριάκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου