Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Raúl Brasca: El pozo / Ραούλ Μπράσκα: Η τρύπα

 

Raúl Brasca

 

El pozo

 

Hacía tres minutos que cavaba en la arena cuando el pozo le tragó la palita. Desconcertado, el chico miró a la madre. La mujer lo vio hundirse, corrió, alcanzó a tomarle las manos aterrada, y se hundió con él. Los otros bañistas aún no habían reaccionado y el pozo ya devoraba una sombrilla. Se miraron con estupor, vieron que ellos mismos convergían hacia allí, y por un instinto soterrado desde siempre que se acababa de revelar, intuyeron que no podían salvarse. Era tan natural como el ocaso: el mundo se revertía. Muchos trataron de huir, despacio, con la misma aprensión sin esperanza de los animales que buscan esconderse de la tormenta. Pero la arena se deslizaba más rápido y todos terminaron cayendo mansamente. A su turno, se derrumbaron en el pozo casas, ciudades, montañas. Del mismo modo que la mano invisible da vuelta la manga de una camisa, una fuerza poderosa arrastraba hacia dentro la piel del mundo poniéndolo del revés. Y cuando los últimos retazos desflecados de mares y tierras fueron engullidos, el pozo se consumió a sí mismo. No dejó siquiera un hueco fugaz en el espacio, tan sólo quedó el vacío, homogéneo y silencioso, la inapelable evidencia de que el mundo había sido el revés de la nada.

 

Raúl Brasca (1948) es argentino. Narrador, antólogo, crítico y ensayista. "El pozo" proviene de la colección de microrrelatos Las aguas madres (Ed. Sudamericana, Buenos Aires, 1994). 


 >.<>.<


Ραούλ Μπράσκα 

 

Η τρύπα

 

Δεν είχαν περάσει τρία λεπτά που έσκαβε στην άμμο, όταν η τρύπα κατάπιε το φτυαράκι του. Σαστισμένο, το παιδί κοίταξε τη μητέρα του. Η γυναίκα το είδε να βυθίζεται, έτρεξε, πρόφτασε τρομοκρατημένη να το αρπάξει από τα χέρια και βυθίστηκε μαζί του. Οι άλλοι λουόμενοι δεν είχαν προλάβει καν να αντιδράσουν, και η τρύπα καταβρόχθιζε ήδη μια ομπρέλα θαλάσσης. Κοιτάχτηκαν εμβρόντητοι, είδαν ότι και οι ίδιοι παρασύρονταν προς τα εκεί και μ’ ένα προαιώνια θαμμένο ένστικτο που μόλις είχε εκδηλωθεί, διαισθάνθηκαν ότι δεν υπήρχε τρόπος να σωθούν. Ήταν τόσο φυσικό όσο ένα ηλιοβασίλεμα: ο κόσμος αναστρεφόταν. Πολλοί προσπάθησαν να ξεφύγουν, σαν σε αργή κίνηση, με την ίδια αγωνία που κυριεύει τα ζώα όταν μάταια προσπαθούν να προφυλαχθούν από μια καταιγίδα. Αλλά η άμμος κυλούσε όλο και πιο γρήγορα, και όλοι στο τέλος έπεσαν χωρίς να προβάλουν αντίσταση. Με τη σειρά τους, γκρεμίστηκαν στην τρύπα σπίτια, πόλεις, βουνά. Με τον ίδιο τρόπο που ένα αόρατο χέρι γυρίζει ανάποδα το μανίκι ενός πουκαμίσου, μια ισχυρή δύναμη τραβούσε προς τα μέσα το δέρμα του κόσμου, αντιστρέφοντάς τον. Και όταν τα τελευταία κουρελιασμένα ξέφτια των θαλασσών και των στεριών καταποντίστηκαν, η τρύπα ρούφηξε τον εαυτό της. Δεν άφησε καν μια ανεπαίσθητη οπή στον χώρο, μόνο το απόλυτο κενό, ομοιογενές και σιωπηλό, την αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι ο κόσμος ήταν το αντίστροφο του τίποτα.

 

Ο Ραούλ Μπράσκα (1948) είναι αργεντινός μυθιστοριογράφος, ανθολόγος, κριτικός και δοκιμιογράφος. To παρόν μικροδιήγημα είναι από τη συλλογή Las aguas madres (Ed. Sudamericana, Μπουένος Άιρες, 1994).

 

Η μετάφραση του μικροδιηγήματος του Ραούλ Μπράσκα είναι προϊόν εργαστηρίου συλλογικής μετάφρασης και επιμέλειας που συντόνισε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, την περίοδο Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2025, στο πλαίσιο των σεμιναρίων του Κέντρου Ισπανικής Γλώσσας «Βίκυ Γιανναρά». Συμμετείχαν οι σπουδάστριες: Βαρβάρα Γεμελιάρη, Κάτια Γιαννίτσα, Ζωή Κατσίλα, Κατερίνα Λάμπρου, Κατερίνα Μαρκουλάκη, Μαριάμ Μερτζάνη, Αιμιλία Μπέλμπα, Όλια Παπουτσή, Θεοδώρα Πρασοπούλου, Δανάη Τέλιου, Μαρία Αντωνία Τερλέγκα, Αντιγόνη Τσιμπούρη.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου