Ήλια Λούτα
Στίγμα Λόγου, 02 Δεκεμβρίου 2025
Ο Μάριο Βάργκας
Λιόσα, ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας
και της χώρας του, του Περού, έφυγε πρόσφατα από τη ζωή (1936-2025). Πολύ νέος
απέκτησε παγκόσμια φήμη με την έκδοση και τη βράβευση του μυθιστορήματος Η πόλη
και τα σκυλιά. Με το πρώτο του εκείνο μυθιστόρημα τη δεκαετία του ’60, χάραξε
μια νέα εποχή στη λατινοαμερικανική λογοτεχνία φέρνοντας καινούριους αφηγηματικούς και υφολογικούς
τρόπους.
Το βιβλίο
αναφερόταν στις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα από τη στρατιωτική σχολή που είχε φοιτήσει
για δύο χρόνια. Η παρουσία της βίας σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας ήταν το
βασικό θέμα που τον προβλημάτισε εξαρχής τόσο σε αυτό όσο και σε άλλα βιβλία
του. Το συγκεκριμένο βιβλίο θεωρήθηκε βλάσφημο από τους στρατιωτικούς
ιθύνοντες, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίστηκε αρρωστημένο μυαλό και εχθρός
της πατρίδας. Ωστόσο η επιθετική αυτή κριτική εκτόξευσε τη φήμη του και τον
έκανε παγκόσμια γνωστό σε ηλικία μόλις 26 χρόνων. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια
ώσπου το 2010 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ. Σύμφωνα με το σκεπτικό της
Σουηδικής Βασιλικής Ακαδημίας των Επιστημών, το βραβείο απονεμήθηκε στον Λιόσα
«για τη χαρτογράφησή του των δομών της εξουσίας και τις διεισδυτικές του
εικόνες της ατομικής αντίστασης, εξέγερσης και ήττας».
Η βία της
εξουσίας μέσα σε μια κοινωνία
διεφθαρμένη που δημιουργεί θύματα αθώους πολίτες μοιάζει να είναι κοινός τόπος
στα θέματά του, αφού σε αυτήν επανέρχεται σε ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματά
του στη Γιορτή του Τράγου.
Ο Μάριο Βάργκας
Λιόσα σχολιάστηκε, ωστόσο, για τις πολιτικές του τοποθετήσεις σε βάθος χρόνου,
καθώς τα τελευταία χρόνια έκανε στροφή προς το συντηρητισμό και παρά τους
πολλούς φανατικούς αναγνώστες απέκτησε και πολλούς επικριτές κυρίως λόγω των
πρόσφατων πολιτικών του επιλογών. Γι’ αυτό
και στο τελευταίο του βιβλίο (εκδόσεις Καστανιώτη, 2025, μτφρ: Κων/νος
Παλαιολόγος) μας αφιερώνει τη σιωπή του και μας αποχαιρετά, καθώς αυτό είναι το
βιβλίο που σηματοδοτεί το τέλος της συγγραφικής του πορείας μετά από
προσωπική επιλογή.
Ο κοινός
θεματικός του τόπος, ωστόσο, η παρουσία της βίας στη ζωή του περουβιανού λαού
εξακολουθεί να διαποτίζει την έμπνευσή του, μονάχα που τώρα είναι αφανής,
υπονοείται, χωρίς να κραυγάζει. Ο
κεντρικός ήρωας αναζητά έναν ισχυρό
τρόπο αντίστασης σε αυτήν μέσω της παραδοσιακής μουσικής της χώρας του. Είναι
άραγε ικανή η μουσική να ενώσει μια βαθιά ταλαιπωρημένη χώρα; Στο κύκνειο άσμα
του ο συγγραφέας αναζητά την αδελφοσύνη, μα μοιάζει να μπλέκεται εντέλει στα
δίχτυα της ουτοπίας.
Ο κεντρικός
ήρωας είναι ο Τόνιο Ασπιλκουέτα που μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα σε δουλειά,
οικογένεια και το μεγάλο πάθος του, την κρεολική μουσική. Μια απρόσμενη
πρόσκληση για να ακούσει έναν άγνωστο, μα εξαιρετικά ταλαντούχο κιθαρίστα, τον
Λάλο Μολφίνο, θα τον αναστατώσει και θα είναι η αιτία για να αλλάξει η ζωή του.
Πολύ γρήγορα ο Τόνιο θα αποφασίσει να γράψει ένα βιβλίο για εκείνον,
ταξιδεύοντας στον τόπο καταγωγής του, αναζητώντας τις ρίζες του, τη δική του
προσωπική ιστορία, ζητώντας να ανακαλύψει τι ήταν εκείνο που τον έκανε να
αγαπήσει τόσο την κρεολική μουσική. Καθώς αναζητά τα ίχνη του και γράφει το
βιβλίο, σε έναν κυκεώνα αναζήτησης
και προσπάθειας για μια ακριβή, αληθινή
και εμπεριστατωμένη έρευνα, εμπλέκεται και η δική του ζωή. Θα αναζητήσει τις ρίζες της περουβιανής
μουσικής και πέρα από την τέρψη που εμφανώς προκαλεί, θα ψάξει να βρει και να
φωτίσει μέσω αυτού του ανθρώπου την
κρυφή δύναμή της στη σύζευξη του λαού και στην καλλιέργεια της συλλογικής
συνείδησης. Αυτό που θέλει να αναδείξει περισσότερο είναι πάνω απ’ όλα η δύναμη
της κρεολικής μουσικής να δημιουργεί
ενότητα, μέσα από μια μορφή συλλογικότητας και γνήσιας φιλίας ενάντια σε κάθε
μορφή ατομικισμού. Ωστόσο η έρευνά του φέρνει στο φως μια δυναμική διαφορετική
από αυτήν που είχε φανταστεί. Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας γράφει, το βιβλίο
αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που ονειρεύτηκε μια χώρα ενωμένη μέσω της
μουσικής και τρελάθηκε στην προσπάθειά του να γράψει το τέλειο βιβλίο.
Με την
αφηγηματική τεχνική που ο συγγραφέας αγαπά, εγκιβωτίζει την ιστορία της ζωής
του κιθαρίστα μέσα στη μεγαλύτερη ιστορία που αφορά τη ζωή του ίδιου του Τόνιο.
Οι δυο ιστορίες αλληλοτροφοδοτούνται, η μια πραγματικότητα διεισδύει μέσα στην
άλλη και το αποτέλεσμα είναι συγκρουσιακό.
Παράλληλα ο
συγγραφέας δίνει μεγάλη προβολή στην ιστορικότητα της κρεολικής μουσικής,
αναλύοντας σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις του και παραθέτοντας πολλές πληροφορίες
με μορφή δοκιμίου.
«Το κρεολικό
βαλς αναπτυσσόταν, κέρδιζε όλο και μεγαλύτερο μερίδιο ενδιαφέροντος των
Περουβιανών, αφού δεν επρόκειτο για ένα φαινόμενο πρωτευουσιάνικο, αλλά
πανεθνικό. Δεν υπάρχει αμφιβολία, λοιπόν, ότι μιλάμε για μια πανεθνικής
εμβέλειας μουσική με βαθιές λαϊκές ρίζες, εξαιτίας, κυρίως, της κοινωνικής
θέσης των ανθρώπων που την καλλιεργούσαν: ανθρώπων ταπεινών, ορισμένες φορές
πολύ φτωχών, εργατών, μαρμαράδων, κτιστών, οδοκαθαριστών, υπευθύνων ανάμματος
των φανοστατών, λιθοξόων, που έκαναν οικονομία και αγόραζαν την κιθάρα τους ή
την έκαναν δώρο ο ένας στον άλλο».
Με έναν
εμπνευσμένο συνδυασμό αφηγηματικού λόγου που κινείται ανάμεσα στο δοκίμιο και
τη μυθοπλασία, με αυτόνομες ενότητες που λειτουργούν παράλληλα και
συμπληρωματικά, ο συγγραφέας γράφει σε πρώτο επίπεδο έναν «ύμνο» για την
κρεολική μουσική.
Το γεγονός πως
άνθρωποι φτωχοί διαμόρφωσαν και καλλιέργησαν τη λαϊκή περουβιανή μουσική σε
συνθήκες οικονομικής ανέχειας, με τρικούβερτα γλέντια και καρδιά ανοιχτή στη
φιλία, την αδελφοσύνη και τη συλλογικότητα φαίνεται πως συγκινεί βαθύτατα το
συγγραφέα.
Με αφετηρία την
περουβιανή μουσική λοιπόν, και κυρίως το
βαλς που γεννήθηκε στα στενοσόκακα της Λίμα, σε μια χώρα ισοπεδωμένη από τη βία
του Φωτεινού Μονοπατιού, ο Τόνιο ευελπιστεί
σε μια κοινωνική επανάσταση που θα ανατρέψει τις προκαταλήψεις και θα
ενώσει τη χώρα του σε μια κοινωνία αδελφοσύνης. Μπορεί να είναι η κρεολική
μουσική το όχημα ενάντια σε κάθε μορφή βίας και κάθε μορφή ταξικού διαχωρισμού;
Είναι άραγε αυτό δυνατόν ή πρόκειται για ουτοπία; Ασφαλώς και ο ήρωας έρχεται
αντιμέτωπος με την αποκάλυψη της αλήθειας, όπου η σχέση ανάμεσα στο πραγματικό
και το ιδεατό είναι μάλλον πιο περίπλοκη απ’ ό,τι φαντάζει εξαρχής. Σε δεύτερο
επίπεδο, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που
αναφέρεται στη σύγκρουση ανάμεσα στο εφικτό και το ανέφικτο, ανάμεσα στο όραμα
και την πραγματικότητα, ανάμεσα στο αληθινό και το ιδεατό. Και ποια είναι
εντέλει η δυναμική του ιδανικού σε έναν κόσμο που μοιάζει κατακερματισμένος;
Όπως και να ’χει,
φαίνεται πως ο συγγραφέας αναγνωρίζει το ρόλο της κρεολικής μουσικής στη
δημιουργία μιας κοινής πολιτιστικής ταυτότητας που συνέβαλε στην ενοποίηση του
Περού, στην προβολή της εικόνας του σε παγκόσμιο επίπεδο, εξυψώνοντας τον
περουβιανό λαό, πέρα από το διαχωρισμό
των κοινωνικών τάξεων.
Πρόκειται για
ένα δύσκολο μυθιστόρημα που τα μηνύματά του μας αποκαλύπτονται σταδιακά και
χρειάζεται μια σχεδόν εμμονική προσήλωση από τον αναγνώστη για να καταφέρει να
τα ανακαλύψει και να τα ιεραρχήσει.
«Σας αφιερώνω
τη σιωπή μου, μου είπε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. – Δεν ξέρω τι ήθελε να μου
πει με αυτό: Εσύ καταλαβαίνεις κάτι;». Μια φράση που τη λέει ο Λάλο, ο
ταλαντούχος κιθαρίστας, δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο.
Σας αφιερώνω τη
σιωπή μου: ένας αποχαιρετισμός στη συγγραφή, ένας αποχαιρετισμός στην ίδια τη
ζωή, μια διαρκής σιωπή, μια σιωπή ωστόσο που αφιερώνεται στην κοινή εθνική
ταυτότητα, την κοινή κληρονομιά, την αγάπη για την παράδοση, την αγάπη για τη
μουσική, το πάθος για ενότητα του περουβιανού λαού. Μια σιωπή που μας
αναστατώνει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου