Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα: ένας «έλληνας» ποιητής από τη Γρανάδα

 

 

Υπήρξε κάποτε στην Ισπανία μια γενιά ποιητών που σημάδεψε βαθύτατα την παγκόσμια λογοτεχνία, μια γενιά που περιελάμβανε στις τάξεις της, όπως θα αποδεικνυόταν με το πέρασμα του χρόνου, μεταξύ άλλων, ένα Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας (Βιθέντε Αλεϊξάντρε), ένα δημιουργό παγκόσμιου κύρους (Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα), αλλά και άλλες τεράστιες προσωπικότητες (Ραφαέλ Αλμπέρτι, Λουίς Θερνούδα, Χεράρδο Ντιέγο, Πέδρο Σαλίνας, Χόρχε Γκιγέν, Ντάμασο Αλόνσο κ.ά.). Αναφερόμαστε στη θρυλική Γενιά του ’27, μια ομάδα φίλων και συνεργατών που ανέπτυξαν στενές προσωπικές σχέσεις και είχαν μια εν πολλοίς, αρχικά τουλάχιστον, κοινή αισθητική προσέγγιση στην τέχνη τους, ή, καλύτερα, στις τέχνες τους, αφού, εκτός από την ποίηση, καλλιέργησαν, αρκετοί από αυτούς, τη θεατρική γραφή, τη ζωγραφική και τη μουσική.

Τα μέλη της Γενιάς του ’27 αποτελούν γνήσια τέκνα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα· έζησαν, αν και από κάπως μακριά λόγω της ουδετερότητας της Ισπανίας, τη φρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και από πολύ κοντά τη δικτατορία (1923-1931) ενός «μετρίου ανθρώπου», όπως τον χαρακτήρισε ο Καζαντζάκης, ο πρώτος μεταφραστής ποιημάτων του Λόρκα στα ελληνικά, του στρατηγού Πρίμο δε Ριβέρα. Ταυτόχρονα, όμως, βίωσαν τις ανατροπές και τις προκλήσεις, τον φρέσκο αέρα των κινημάτων της πρωτοπορίας (φουτουρισμός, ντανταϊσμός, υπερρεαλισμός κ.λπ.) και των κοινωνικών συγκρούσεων που σάρωναν εκείνη την εποχή την Ευρώπη. Η επαφή με τα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής τους τους επέτρεψε να αρθρώσουν, με τρόπο πρωτότυπο και ιδιοφυή, την ισπανική εκδοχή της λογοτεχνικής πρωτοπορίας, ενώ, παράλληλα, και αυτό αποτελεί ένα από τα πιο δυναμικά στοιχεία αυτής της γενιάς, δεν έκρυψαν ποτέ τον θαυμασμό τους προς (και τις επιρροές τους από) το έργο παλαιότερων ισπανών ποιητών, όπως ο Γκαρθιλάσο, ο Γκόνγκορα (δεν είναι τυχαίο ότι το όνομά της η Γενιά του ’27 το οφείλει στο πνευματικό μνημόσυνο για τα 300 χρόνια από τον θάνατο του μεγαλύτερου ποιητή του Χρυσού Αιώνα των ισπανικών γραμμάτων, τελεσθέν στη Σεβίλλη το 1927) ή ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ (Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1956).

Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα είναι το πιο προβεβλημένο, ανήσυχο και πολυδιάστατο μέλος της Γενιάς του ’27. Γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898 στο Φουέντε Βακέρος, ένα μικρό χωριό της Ανδαλουσίας, 15 χλμ. δυτικά της Γρανάδας. Το 1915 άρχισε τις σπουδές του στη Φιλολογία και στα Νομικά, στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας. Δεν υπήρξε ένας αφοσιωμένος και ιδιαίτερα μελετηρός φοιτητής· δεν ήταν ένα πνεύμα που μπορούσε να κλειστεί στους τέσσερις τοίχους μιας ακαδημαϊκής αίθουσας· μοίρα του, θα το μάθαινε σιγά σιγά, ήταν ο δρόμος. Το 1918, με έξοδα του πατέρα του, τυπώνει το πρώτο του βιβλίο με ταξιδιωτικές αφηγήσεις: Impresiones y paisajes. Ένα χρόνο αργότερα, το 1919, μετακομίζει στη Μαδρίτη και εγκαθίσταται στο περίφημο πνευματικό κέντρο επιστημονικού και εκπαιδευτικού εκσυγχρονισμού της Ισπανίας των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, τη Residencia de Estudiantes, όπου γνωρίζεται με κορυφαίες μορφές της τέχνης: Σαλβαδόρ Νταλί, Πέδρο Σαλίνας, Λουίς Θερνούδα, Ραφαέλ Αλμπέρτι, Λουίς Μπουνιουέλ κ.ά.

Το 1921 εκδίδει τα πρώτα ποιητικά του έργα, Libro de poemas και Poema del cante jondo· ενώ το 1927 έρχεται η πρώτη θεατρική επιτυχία με το έργο Mariana Pineda. Το 1928 είναι η χρονιά ενός πολύ σημαντικού ποιητικού έργου, του χιλιοτραγουδισμένου Romancero gitano [Τσιγγάνικο τραγουδιστάρι]. Το 1929 πραγματοποιεί το πρώτο υπερατλαντικό του ταξίδι, αρχικά στη Νέα Υόρκη (διαλέξεις στο Columbia University και στο Vassar College) και στη συνέχεια, το 1930 πλέον, στην Αβάνα. Καρπός εκείνου του συγκλονιστικού περίπλου είναι το πιο μεστό ποιητικό του έργο: Poeta en Nueva York, και το El público (το πρώτο έργο της άτυπης τριλογίας του αποκαλούμενου «Teatro imposible» [«Ανέφικτου θεάτρου»]). Το 1931 ιδρύει τον μυθικό περιοδεύοντα θίασο «La Barraca» και εκδίδει το δεύτερο «ανέφικτο» έργο του: Así que pasen cinco años (το τρίτο, το Comedia sin título, δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει).

Το 1933 αρχίζει το δεύτερο υπερατλαντικό ταξίδι, στο Μπουένος Άιρες και στο Μοντεβιδέο, αυτή τη φορά. Στις πόλεις αυτές ο Λόρκα αναζητεί, και βρίσκει, ένα καινούριο κοινό για τα θεατρικά του έργα. Αν το πρώτο υπερατλαντικό ταξίδι λειτούργησε καταλυτικά για τον ποιητή Λόρκα, το δεύτερο σημαίνει τη διεθνή αναγνώριση του θεατράνθρωπου Λόρκα. Στην πρωτεύουσα της Αργεντινής, άλλωστε, έρχεται η καταξίωση για το πρώτο από τα ανδαλουσιάνικα δράματά του, το Bodas de sangre (γράφτηκε μεταξύ των ετών 1931 και 1932 και πρωτοανέβηκε στη Μαδρίτη το 1933). Στη διάρκεια των έξι μηνών που έζησε ο Λόρκα στο Μπουένος Άιρες, ο Ματωμένος γάμος έκανε, σε σκηνοθεσία δική του, περισσότερες από 150 παραστάσεις.

Το 1934, έχοντας επιστρέψει πλέον στην Ισπανία, παρουσιάζει το δεύτερο από τα ανδαλουσιάνικα δράματά του, την περίφημη Yerma. Ένα χρόνο αργότερα, το 1935, έχουμε το εκτενές ποίημα Llanto por Ignacio Sánchez Mejías, με αφορμή τον θάνατο σε ταυρομαχία του φίλου του διανοούμενου ταυρομάχου, Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, και το πιο παραγνωρισμένο από τα θεατρικά του έργα, το Doña Rosita la soltera o El lenguaje de las flores.

Το 1936 γράφει το τρίτο και τελευταίο από τα ανδαλουσιάνικα δράματά του, το πάντα επίκαιρο La casa de Bernarda Alba. Στις 16 Ιουλίου ταξιδεύει από τη Μαδρίτη στη Γρανάδα, όπου φτάνει την επομένη, ημέρα που εκδηλώνεται, στις ισπανικές κτήσεις στο Μαρόκο, το πραξικοπηματικό κίνημα του στρατηγού Φράνκο. Ο Λόρκα κρύβεται στο σπίτι του φίλου του ποιητή Λουίς Ροσάλες, δεδομένου ότι απειλείται η ζωή του λόγω των φιλελεύθερων πολιτικών του φρονημάτων και του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Τον Αύγουστο συλλαμβάνεται από μέλη της τοπικής φρανκικής φάλαγγας και στις 19 του μηνός εκτελείται. Ο τόπος όπου έχει ταφεί, με ευθύνη της Ισπανικής Πολιτείας αλλά και της ίδιας της οικογένειας του Λόρκα, δεν έχει εντοπιστεί ακόμη.

Το Βοdas de sangre είναι ένα από τα διεθνώς πιο αναγνωρισμένα και καταξιωμένα θεατρικά δράματα (με έντονη την παρουσία στοιχείων της αρχαιοελληνικής τραγωδίας) του 20ού αιώνα, ένα μνημείο ερωτικού πάθους, θρησκευτικού παραλογισμού και εκδίκησης (βεντέτας) σε περιβάλλον μεσογειακό. Έργο ανεξάντλητο, αν και παιγμένο ξανά και ξανά, εδώ και ενενήντα χρόνια, σε όλη την υφήλιο. Στην Ελλάδα το πρωτομετέφρασε, το 1945, ο μέγιστος Νίκος Γκάτσος. Ακολούθησαν, μέχρι τη μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου (της πρώτης γυναίκας μεταφράστριας που καταπιάνεται με το εν λόγω έργο στην Ελλάδα), εννέα τουλάχιστον ακόμα καταγεγραμμένες αποδόσεις του έργου στα ελληνικά, είτε ως Ματωμένος γάμος είτε ως Ματωμένα στέφανα, από τους Κώστα Κοτζιά, Γιώργο Σεβαστίκογλου, Κώστα Ζαρούκα, Πάνο Κυπαρίσση, Αθανάσιο Α. Τσακανάκη, Ερρίκο Μπελιέ, Δημήτρη Τσεκούρα, Κωνσταντίνο Κυριακού και Μιχάλη Κλαπάκι (Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, Festival LEA, 2021).

Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα έχει αγαπηθεί στην Ελλάδα όσο λίγοι ξένοι συγγραφείς. Η πλειονότητα των θεατρικών έργων του έχει παιχτεί περισσότερες από μία φορές, τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σχεδόν όλα (μεταξύ των μεταφραστών απαντώνται ορισμένοι από τους πιο αναγνωρισμένους έλληνες συγγραφείς του 20ού αιώνα: Καζαντζάκης, Γκάτσος, Αναγνωστάκης, Βαρβιτσιώτης,  Κοσμάς Πολίτης, Ελύτης, γεγονός που αδιαμφισβήτητα έχει συμβάλει στη δημοφιλία του) και πολλά από αυτά έχουν μελοποιηθεί και έχουν γίνει μεγάλες επιτυχίες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού (στις περισσότερες περιπτώσεις το κοινό αγνοεί τον «στιχουργό»).

Η επιρροή του στο έργο σημαντικότατων ποιητών όπως ο Ελύτης και ο Γκάτσος είναι προφανής, όπως επίσης είναι προφανής η προσπάθεια της πλειονότητας των ποιητών-μεταφραστών του να «ελληνοποιήσουν» τον ποιητή από τη Γρανάδα. Αυτή η προσπάθεια οικειοποίησης του Λόρκα μπορεί να ερμηνευθεί με δύο τρόπους (που ο ένας δεν αποκλείει τον άλλο): μπορεί να θεωρηθεί, αφενός, ως μια προσπάθεια μεταφραστικής απλούστευσης του αρχικού περιεχομένου των έργων του (αρκετοί από τους μεταφραστές, άλλωστε, είχαν ισχνή γνώση των ισπανικών), και, αφετέρου, ως απόπειρα παροχής «γλωσσικής φιλοξενίας», ώστε να καταστεί αποδεκτός και κατανοητός από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ού αιώνα (και ίσως ο πιο κοντινός στην ελληνική ψυχοσύνθεση).

O Ματωμένος γάμος, που έλκει την έμπνευσή του από ένα πραγματικό γεγονός, ένα έγκλημα τιμής που έλαβε χώρα στο ανδαλουσιάνικο χωρίο Νίχαρ τον Ιούλιο του 1928, αποτελείται από τρεις πράξεις (η πρώτη πράξη υποδιαιρείται σε τρεις σκηνές ή εικόνες, η δεύτερη και η τρίτη σε δύο) και συνδυάζει τον πεζό με τον έμμετρο λόγο. Οι βασικοί χαρακτήρες δεν είναι εξατομικευμένοι, δηλαδή δεν έχουν όνομα: λέγονται «Γαμπρός», «Νύφη», «Μάνα» κ.λπ. Με αυτόν τον τρόπο, ο Λόρκα δημιουργεί τύπους χαρακτήρων, που τον βοηθούν να ξεπεράσει την αρχική ιστορία, πλάθοντας ένα δράμα οικουμενικό και διαχρονικό περί της διπλής αντιπαράθεσης, αφενός, του ατόμου με την κοινωνία και, αφετέρου, της κοινωνίας με τη φύση.

Αφορμή, λοιπόν, του έργου είναι η ματαίωση του γάμου των δύο κεντρικών ηρώων, του Γαμπρού και της Νύφης, καθώς η Νύφη συναντιέται την ημέρα του γάμου με τον παλιό της αγαπημένο, Λεονάρδο (προσέξτε τη λεπτομέρεια: είναι το μόνο πρόσωπο του έργου που έχει όνομα) και ο έρωτάς της για εκείνον ξυπνά ξανά. Η τραγωδία, τουτέστιν, μόλις ξεκινάει, και ο Λόρκα δεν διστάζει να «εμφανίσει» από τις πρώτες κιόλας φράσεις το όπλο του εγκλήματος, που στο έργο διαφέρει από εκείνο του πραγματικού περιστατικού: στην αληθινή ζωή ήταν ένα πυροβόλο όπλο, στη μυθοπλασία την ντροπή θα την ξεπλύνει ένα μαχαίρι, κλασικό ανδαλουσιάνικο μέσο εκδίκησης και από τα πιο γνωστά σύμβολα του λορκικού σύμπαντος. Στον Ματωμένο γάμο όλοι οι χαρακτήρες έχουν αδυναμίες, όλοι οι χαρακτήρες σφάλλουν, με μία, όμως, πολύ μεγάλη διαφορά: οι άντρες το κάνουν από υστεροβουλία, ενώ οι γυναίκες παρουσιάζονται ως θύματα μιας πατριαρχικής κοινωνίας, την οποία εκείνες, οι ίδιες, δυστυχώς, διαιωνίζουν.

Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα αποτελεί, όπως σημειώνουμε στον τίτλο αυτού του κειμένου, μια ιδιότυπη και ξεχωριστή μορφή «έλληνα» ποιητή και θεατρικού συγγραφέα για τρεις λόγους: γιατί γράφει έντονα επηρεασμένος (και) από την αρχαιοελληνική τραγωδία, γιατί έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας από κορυφαίους μεταφραστές και γιατί έχει επηρεάσει όσο λίγοι τον ελληνικό ποιητικό κανόνα του 20ού αιώνα. Ήρθε η ώρα να επανεκτιμήσουμε την αειθαλή αξία του Ματωμένου γάμου, αξία που οφείλεται στις βαθιές ρίζες του έργου στο αρχαίο και σύγχρονο κλασικό θέατρο, στην έντονη ισπανικότητά του (τίποτα δεν είναι διεθνές αν δεν είναι πρωτίστως «τοπικό») και σε μια ποιητική ευαισθησία/μαεστρία που διαρκώς μας εκπλήσσει με τη διαχρονικότητά της. 

 

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Καθηγητής ΑΠΘ - Μεταφραστής

 

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΤΩΜΕΝΟΥ ΓΑΜΟΥ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΓΚΑΝΑΡΗ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΤΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 2022




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου