Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Τελευταίες φορές, του Σταύρου Χατζή

 

Τελευταίες φορές[1]

 

Μπήκα στο σπίτι. Επαναλήφθηκε η ίδια αλληλουχία σκέψεων της κάθε επιστροφής. Ήδη πριν φτάσω, η υπενθύμιση ότι η γειτονιά ήταν πια άσχημη. Μπαίνοντας, η συνειδητοποίηση (για ακόμα μία φορά!) ότι το σπίτι ήταν παλιό, με προβλήματα. Και ακούγοντας τους γείτονες να μαλώνουν και να φωνάζουν, η αποδοχή ότι το σπίτι δεν θα μου προσφέρει ποτέ ξανά την ηρεμία που τόσο έχω ανάγκη. Ακόμη κι έτσι, δεν έπαυε να είναι το σπίτι στο οποίο μεγάλωσα. Αυτό στο οποίο έχω επιλέξει να ζω τα τελευταία χρόνια. Το καταφύγιό μου.

Δεν είχα καμία όρεξη να αδειάσω τη βαλίτσα. Την παράτησα σε μια γωνία. Η είσοδος στο σπίτι, μαζί με την αίσθηση ασφάλειας που μου πρόσφερε, με κέρασε και μια γερή δόση μοναξιάς. Το σκεφτόμουν ήδη στο δρόμο, αλλά με το που μπήκα μέσα, σαν να μετατράπηκε απότομα ο συλλογισμός σε μια σκληρή πραγματικότητα: Ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, το τελευταίο ταξίδι που έκανα με τα παιδιά. Ο μικρός επέλεξε να μείνει στην Αθήνα για τις σπουδές του και να μην πάει με την μεγάλη στην Κομοτηνή. Και οι δυο ενήλικες πια, δύσκολα θα έβρισκαν χρόνο για διακοπές με τον μπαμπά.

Πήγα κατευθείαν στον υπολογιστή. Ίσως λίγη δουλειά να μου έφτιαχνε την διάθεση. Άνοιξα ένα αρχείο και το κοιτούσα κανένα τέταρτο. Δεν μου ερχόταν καμία απολύτως έμπνευση. Έβαλα ένα τραγουδάκι να ακούσω, αλλά μου θύμισε τις διακοπές που μόλις είχαν τελειώσει και το έκλεισα. Μπήκα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά να διαβάσω λίγη ποίηση (πάντα βοηθούσε) αλλά τίποτα δεν μου τράβηξε την προσοχή. Τέλη Ιουλίου, τι περιμένεις… Τελικά, είπα να ρίξω μια ματιά στο μπλογκ ενός  πρώην μαθητή μου, να δω αν έγραψε τίποτα ενδιαφέρον. Είχε ένα καινούριο διήγημα:

 

Ο αποχαιρετισμός

 

Δεν ήταν ότι ο Σταύρος δεν το περίμενε. Οι εποχές που μάλωνε με τους γονείς του όλη την ώρα, που ήθελε να φύγει από το σπίτι και να μην τους ξαναδεί, είχαν περάσει ανεπιστρεπτί από την στιγμή που ανακάλυψε ότι για την έλλειψη ανεξαρτησίας του έφταιγε αυτός και κανένας άλλος, κι αυτό είχε συμβεί ένα ολόκληρο χρόνο πριν φύγει από την Ελλάδα. Η διετής διαμονή του μάλιστα στην Ισπανία, δύο χρόνια στα οποία είχε δει τους γονείς του μόνο για μια βδομάδα, μέχρι τώρα δηλαδή, που είχαν έρθει για διακοπές, τον είχε κάνει να συνειδητοποιήσει πόσο τους αγαπούσε. Ήταν επόμενο λοιπόν να αισθάνεται περίεργα, τώρα που ερχόταν η ώρα να τους αποχαιρετήσει και πάλι. Τους αγκάλιασε, τους φίλησε, τον φίλησαν κι αυτοί. Ο πατέρας του έφυγε λίγο απότομα, αρκετά χρόνια μετά θα μάθαινε ότι ήταν επειδή είχε αρχίσει να βουρκώνει και δεν ήθελε να τον δει ο γιος του να κλαίει. Η μητέρα του έφυγε επίσης, δεν μπορούσε να αφήσει τον άντρα της μόνο του.

Το πιο δύσκολο όμως, δεν ήταν ο αποχαιρετισμός. Ήταν το μετά. Το ζευγάρι έφυγε μαζί, ο Σταύρος έμεινε μόνος του. Και το καταραμένο το αεροδρόμιο Μπαράχας της Μαδρίτης ήταν τόσο τεράστιο. Τους είδε να απομακρύνονται κι έπρεπε να βρει το κουράγιο να γυρίσει την πλάτη και να φύγει. Να γυρίσει την πλάτη… Πήρε το δρόμο για το σταθμό του μετρό με ένα τεράστιο κενό μέσα του. Με αργό βηματισμό, είτε ήταν σε κυλιόμενους διαδρόμους είτε σε σταθερό πάτωμα, με το κεφάλι όρθιο να βλέπει μπροστά αλλά με το βλέμμα άδειο, σκεφτόταν ότι ήταν η τελευταία φορά που είχε δει τους γονείς του. Το είχε ήδη αποφασίσει, θα έμενε στην Ισπανία για πάντα, ανυπότακτος. Και ως ανυπότακτος, θα του απαγορευόταν να γυρίσει στη χώρα, ακόμα και στην περίπτωση που κάποιος από τους γονείς του πέθαινε, δεν θα μπορούσε να πάει, ούτε για την κηδεία, ούτε για κανένα λόγο, κανένα. Θα έπρεπε να απαρνηθεί την Ελλάδα και τους γονείς του για πάντα. Αυτό το “για πάντα” ακουγόταν τόσο ατελείωτο όσο οι κυλιόμενοι διάδρομοι του αεροδρομίου που δεν τον οδηγούσαν ποτέ στην έξοδο.

Ο Σταύρος έμεινε στην Ισπανία για δύο χρόνια ακόμη, επειδή το “για πάντα” είναι πάντα σχετικό. Και οι γονείς του, που τον είδαν “για τελευταία φορά” εκείνη τη μέρα στο αεροδρόμιο της Μαδρίτης, τον είδαν να επιστρέφει στην Ελλάδα, να κάνει τη στρατιωτική του θητεία, να ξαναγράφεται στο πανεπιστήμιο για σπουδάσει κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που είχε σπουδάσει στην Ισπανία, να παντρεύεται, να κάνει παιδιά και ποιος ξέρει τι άλλο θα δουν, καλά να είναι οι άνθρωποι…

 

«Άντε ρε το μαλάκα, μια ζωή τα ίδια!», σκέφτηκα. «Από τη μια, πάντα κάτι να του λείπει για να ολοκληρώσει το συναίσθημα, πάντα σαν να με αφήνει με αυτή την αίσθηση του coitus interruptus και από την άλλη με το γνωστό κουσούρι του να τα δίνει όλα έτοιμα στον αναγνώστη. Αυτό το τελευταίο, ας πούμε, τι το ήθελε; Τι μας νοιάζει αν ήταν ή δεν ήταν η τελευταία φορά;»

Και με αυτές τις σκέψεις, πήγα να αδειάσω τις βαλίτσες.



[1] Το δημοσίευσε ο φίλος, συνεργάτης και συναγωνιστής Σταύρος Χατζής στο μπλογκ του [https://cualquieravadeintelectual.blogspot.com/] την 1η Αυγούστου 2021 με αφορμή μια συζήτησή μας ή κάποιον φόβο μου, το ίδιο κάνει. Το αναδημοσιεύω ευγνώμων για τον κατοπτρισμό (Σημείωση του Αντιγραφέα).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου