Σάββατο 7 Αυγούστου 2021

Βιβλιοκριτική του Νίκου Πρατσίνη για το Πλασμένοι [Αφορμές] του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

 

Χωρίς κορνίζα

[https://www.hartismag.gr/hartis-32/klimakes/xwris-korniza]

 

ΧΑΡΤΗΣ, τεύχος 32 {ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2021}

{Κλίμακες}

του Νίκου Πρατσίνη

 

(Βιβλιοκριτική για τη συλλογή μικροαφηγημάτων «Πλασμένοι [αφορμές]», του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, εκδ. Ποταμός 2021)

 

σελ. 11

(με­τά από πολ­λά χα­ρι­σμέ­να χρό­νια· χα­ρι­σά­με­να)

— Οπό­τε, αγά­πη μου, εμείς για­τί δε χω­ρί­ζου­με;

— Εμείς ξε­χω­ρί­ζου­με, μω­ρό μου!

 

σελ. 27

Ήμουν αφη­ρη­μέ­νος, χα­ζε­μέ­νος σχε­δόν. Γυρ­νού­σα σπί­τι μου, στον Πει­ραιά. Εμ­φα­νί­στη­κε ξαφ­νι­κά. Τρά­βη­ξε αμέ­σως το βλέμ­μα μου. Ήμουν σχε­δόν βέ­βαιος πως εί­χε μπει στο σταθ­μό Βι­κτώ­ρια. Στά­θη­κε δί­πλα στην πόρ­τα. Ο ηλε­κτρι­κός ξε­κί­νη­σε. Θε­ω­ρη­τι­κή γυ­ναί­κα: με­σό­κο­πη και πο­λύ ψη­λή –μι­κρό παι­δί θα πρέ­πει να έδει­χνα στα μά­τια της–, με ωχρή επι­δερ­μί­δα, ελα­φρά σκού­ρους κύ­κλους γύ­ρω από τα πρά­σι­να μά­τια της, πρά­σι­νο φό­ρε­μα. Σκέ­φτη­κα πως, λο­γι­κά, θα έπρε­πε να τη λέ­νε Όλ­γα. Όταν ήμουν μι­κρό παι­δί, ένας κο­ντός θεί­ος μου με οξυ­μέ­νη την αί­σθη­ση του χιού­μορ, απο­κα­λού­σε Βα­σί­λισ­σα Όλ­γα –πα­σών των Ρω­σιών, εν­νο­εί­ται– την αρι­στο­κρα­τι­κή και αυ­ταρ­χι­κή πε­θε­ρά του. Ήταν και αυ­τή θε­ω­ρη­τι­κή. Μια Ελ­λη­νί­δα από τη Ρω­σία, από τη Μα­ριού­πο­λη.  

Στο ελα­φρώς ανοι­χτό ντε­κολ­τέ της κρε­μό­ταν ένα χρυ­σο­γά­λα­ζο βα­ρύ κό­σμη­μα. Σκέ­φτη­κα πως θα ήταν κά­νας ρώ­σι­κος σταυ­ρός. Όχι όμως. (Δε βλέ­πω κα­θό­λου κα­λά, θα πρέ­πει να κά­νω εγχείρηση κα­ταρ­ρά­κτη). Ήταν κά­τι σαν ένας κόκ­κι­νος αι­γυ­πτια­κός σταυ­ρός, ένα «ανκχ», το κλει­δί της ζω­ής. Και στο οβάλ τμή­μα του, στη «θη­λιά», νό­μι­σα πως διέ­κρι­να τον αε­τό των Αστέ­κων. Την κοί­τα­ζα. Κί­νη­σα δι­στα­κτι­κά προς το μέ­ρος της, ίσως για να τη ρω­τή­σω σχε­τι­κά. Οι πόρ­τες άνοι­ξαν και κα­τέ­βη­κε. Στον αμέ­σως επό­με­νο σταθ­μό, στην Ομό­νοια.

Φτά­νο­ντας στον Πει­ραιά και βγαί­νο­ντας, από τους πρώ­τους, από τις δε­ξιά πόρ­τες του συρ­μού, ένιω­σα ένα ζε­στό βλέμ­μα να δια­περ­νά τη σπον­δυ­λι­κή μου στή­λη. Γύ­ρι­σα και την εί­δα να πε­ρι­μέ­νει να μπει, μό­λις θα άνοι­γαν οι αρι­στε­ρά πόρ­τες, στο πί­σω βα­γό­νι. Χά­ζε­ψα. Πό­τε πρό­λα­βε να έρ­θει και πώς; Σε ώρα αιχ­μής μά­λι­στα! Και για­τί αυ­τό το μπες-βγες στον ηλε­κτρι­κό; Αυ­τά σκε­φτό­μουν περ­πα­τώ­ντας για το σπί­τι. Θα μπο­ρού­σα βέ­βαια να εί­χα κά­νει με­τα­βο­λή για να μπω στο πί­σω βα­γό­νι από τις δε­ξιά πόρ­τες του συρ­μού ενό­σω ήταν ανοι­χτές, για­τί έβγαι­νε ακό­μη κό­σμος. (Η εκ των υστέ­ρων σκέ­ψη). Εί­πα­με όμως, εί­χα χα­ζέ­ψει.

 

σελ. 50

Πα­ρα­ξε­νεύ­τη­κα. Ήταν 20:40. Για πρώ­τη φο­ρά έβλε­πα τους δυο μο­νί­μως αμί­λη­τους γέ­ρους του συ­νοι­κια­κού κα­φε­νεί­ου στο σού­περ μάρ­κετ. Πο­τέ δεν τους εί­χα δει εκτός κα­φε­νεί­ου, σε κά­ποιο κα­τά­στη­μα, αν και εί­μαι χρό­νια στη γει­το­νιά. Περ­πα­τού­σαν μα­ζί, δί­πλα δί­πλα, σα ζευ­γά­ρι. Πα­ρα­ξε­νεύ­τη­κα τό­σο που τα έχα­σα. Ρώ­τη­σα μια υπάλ­λη­λο πού εί­ναι τα ζυ­μα­ρι­κά ελευ­θέ­ρας βο­σκής. (Τώ­ρα τε­λευ­ταία προ­σπα­θώ να μυ­η­θώ στην υγιει­νή δια­τρο­φή και τα μυ­στι­κά της). Τα γε­ρό­ντια στρά­φη­καν και με κοί­τα­ξαν. Το έκα­ναν αυ­τό αριά και πού και στο κα­φε­νείο, αλ­λά τώ­ρα χα­μο­γε­λού­σαν ει­ρω­νι­κά. Δεν ήταν ιδέα μου.

Την επο­μέ­νη εί­δα ξα­νά τα γε­ρό­ντια μα­ζί, στο κρε­ο­πω­λείο. Πα­ρα­ξε­νεύ­τη­κα και πά­λι, αν και ίσως δεν υπήρ­χε πια λό­γος. Ζή­τη­σα από τον χα­σά­πη κο­τό­που­λο ολι­κής αλέ­σε­ως. Τα δυο γε­ρό­ντια με κοί­τα­ξαν σαρ­κα­στι­κά και εί­παν δυ­να­τά, εν χο­ρώ: «Και πού να σφί­ξουν οι ζέ­στες!». Πα­ρα­ξε­νεύ­τη­κα που μί­λη­σαν τε­λι­κά οι δύο γέ­ροι.

 

Ναι, εί­ναι πράγ­μα­τι βι­βλιο­κρι­τι­κή τα τρία πα­ρα­πά­νω μι­κρο­α­φη­γή­μα­τα. Ή, έστω, μια κρι­τι­κή πα­ρου­σί­α­ση μιας συλ­λο­γής μι­κρο­α­φη­γη­μά­των που έχουν γρα­φεί στη διάρ­κεια εί­κο­σι χρό­νωνΚα­τά μία πα­λαιά κι­νε­ζι­κή πα­ρά­δο­ση, τα­οϊ­στι­κής εμπνεύ­σε­ως κυ­ρί­ως, η κρι­τι­κή ενός έρ­γου τέ­χνης, αν το έρ­γο εί­χε αρέ­σει, κα­τά κά­ποιον τρό­πο, στον κρί­νο­ντα ομό­τε­χνο, αν του «εί­χε πει κά­τι», έπρε­πε να γί­νει η αφορ­μή για να δη­μιουρ­γή­σει και αυ­τός κά­τι ανά­λο­γο. Δη­λα­δή ένα έρ­γο εμπνε­ό­με­νο από τον κρι­νό­με­νο, μια «εξέ­λι­ξή» του, μια απά­ντη­ση σε αυ­τό, ένα φό­ρο τι­μής. Απλά πράγ­μα­τα. Τό­τε, προ­φα­νώς, δεν επι­κρα­τού­σαν νο­ση­ρά «κολ­λή­μα­τα» σχε­τι­κά με τη λο­γο­τε­χνι­κή «λο­γο­κλο­πή» ού­τε και η άκρι­τη εξι­δα­νί­κευ­ση της πρω­το­τυ­πί­ας. Ο «κρι­τι­κός» με το έρ­γο του έπρε­πε να προ­σπα­θή­σει να κα­τα­δεί­ξει στον εν δυ­νά­μει ή τον επί­δο­ξο ανα­γνώ­στη τι του εί­χε αρέ­σει στο κρι­νό­με­νο έρ­γο. Τι άξι­ζε σε αυ­τό. Το έρ­γο λό­γου ή/και τέ­χνης ήταν ανοι­χτό και ζω­ντα­νό, σχε­δόν έμ­βιο. (Η κι­νε­ζι­κή ζω­γρα­φι­κή απε­χθά­νε­ται τις κορ­νί­ζες. Στην κι­νε­ζι­κή σκέ­ψη το «αν­θρώ­πι­νο» συ­νι­στά ένα κα­θη­συ­χα­στι­κό συ­νε­χές με το «φυ­σι­κό»). Άλ­λοι και­ροί και άλ­λοι τό­ποι. Ίσως για το λό­γο αυ­τό στην αρ­χαία Κί­να να μην ανα­πτύ­χθη­καν πο­τέ κα­νο­νι­κά κά­ποιοι κα­νό­νες για μια literary criticism.

Το βι­βλίο Πλα­σμέ­νοι [αφορ­μές] στά­θη­κε και η αφορ­μή για μια ανά­λο­γη κρι­τι­κή του, από μέ­ρους μου. Δεν εί­μαι και τό­σο (δη­λω­μέ­νος) λά­τρης των μι­κρο­α­φη­γη­μά­των, όσο ο Κων­στα­ντί­νος Πα­λαιο­λό­γος. Με πα­ρέ­συ­ρε όμως το μι­κρό βι­βλίο του, (γύ­ρω στις 60 σε­λί­δες) Το οποίο (το) δια­τρέ­χει κά­τι με­γά­λο, όπως εί­ναι η ζωή κά­θε αν­θρώ­που. Μου έδω­σε αφορ­μές ή μου ξύ­πνη­σε δι­κές μου. Οι δι­κές του [αφορ­μές] δεν έμει­ναν μαρ­μα­ρω­μέ­νες στο χρό­νο συγ­γρα­φής τους. Κι εγώ πά­λι δεν ήθε­λα να αφή­σω τις δι­κές μου αφορ­μές να κα­κο­φορ­μί­σουν. Οι [αφορ­μές] του λει­τούρ­γη­σαν ως έναυ­σμα για τα δι­κά του μι­κρο­α­φη­γή­μα­τα. Όσο και για τα δι­κά μου, εξ αντα­να­κλά­σε­ως, θέ­λω να πι­στεύω. Που εί­ναι όμως υφο­λο­γι­κά δια­φο­ρε­τι­κά. (Το ύφος εί­ναι ο άν­θρω­πος, όπως λέ­νε). Και μό­νο για δεί­τε τις ποι­κί­λες [αφορ­μές] αξί­ζει τον κό­πο να δια­βά­σε­τε το βι­βλίο. Εί­μαι βέ­βαιος πως, πα­ρό­τι αι­σθη­τά ανυ­πό­κρι­το και προ­σω­πι­κό όσο και λε­πτο­δου­λε­μέ­νο αυ­τό βι­βλίο, –όπως και κά­θε αξια­νά­γνω­στο εγ­χεί­ρη­μα στο βα­σί­λειο των γραμ­μά­των στις μέ­ρες μας–, μπο­ρεί να δώ­σει αφορ­μές σε πολ­λούς και πολ­λές. Αφορ­μές όχι μό­νο για συγ­γρα­φή.

Τα τρία αυ­τά μι­κρο­α­φη­γή­μα­τα, αν δια­βα­στούν προ­σε­χτι­κά από την αρ­χή, πα­ρα­πέ­μπουν με ασφά­λεια στο αντί­στοι­χο συ­ζυ­γές τους αφή­γη­μα του βι­βλί­ου του Κων­στα­ντί­νου Πα­λαιο­λό­γου, στην [αφορ­μή] τους.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου