Η ιστορία μου, η ιστορία του «Πώς έγινα καλόγρια», ξεκίνησε πολύ νωρίς στη
ζωή μου. Μόλις είχα κλείσει τα έξι. Η αρχή έχει σημαδευτεί από μια ζωηρή ανάμνηση,
που μπορώ να ανασυνθέσω με την παραμικρή λεπτομέρεια. Πριν από αυτό δεν υπάρχει
τίποτα. Ύστερα, όλα συνέχισαν να αποτελούν μία και μοναδική ζωηρή ανάμνηση,
συνεχή και αδιάλειπτη, η οποία περιλαμβάνει και τα διαστήματα του ύπνου, ώσπου ενδύθηκα
το μοναχικό σχήμα.
Είχαμε μετακομίσει στο Ροσάριο. Τα πρώτα έξι μου χρόνια
τα είχαμε περάσει ο μπαμπάς, η μαμά κι εγώ σε ένα χωριό στην επαρχία του
Μπουένος Άιρες, από το οποίο δεν έχω διατηρήσει καμία ανάμνηση και στο οποίο
δεν ξαναγύρισα ποτέ: το Κορονέλ Πρίνγκλες. Η μεγάλη πόλη (έτσι φάνταζε το
Ροσάριο σε κάποιον που ερχόταν από εκεί που είχαμε έρθει εμείς) μας έκανε
τεράστια εντύπωση. Στον πατέρα μου δεν πήρε πάνω από δύο μέρες για να
εκπληρώσει μια υπόσχεση που μου είχε δώσει: να με πάει για παγωτό. Θα ήταν το
πρώτο μου, καθώς στο Πρίνγκλες παγωτά δεν υπήρχαν. Αυτός, που στα νιάτα του
είχε γνωρίσει πολιτείες και πολιτείες, μου είχε εκθειάσει πολλές φορές αυτή τη
λιχουδιά, που τη θυμόταν απολαυστική και εορταστική, αν και δεν έβρισκε λέξεις
κατάλληλες για να αποδώσει τη μαγεία της. Μου το είχε περιγράψει, με εξαιρετική
ακρίβεια, σαν κάτι που ο αμύητος δεν μπορούσε να φανταστεί, κι αυτό είχε σταθεί
αρκετό για να ριζώσει το παγωτό στο παιδικό μυαλό μου και να μεγαλώσει τόσο
εκεί μέσα, ώστε να πάρει μυθικές διαστάσεις.
Πήγαμε περπατώντας μέχρι ένα παγωτατζίδικο που είχαμε
εντοπίσει την προηγούμενη μέρα. Μπήκαμε μέσα. Εκείνος ζήτησε ένα των πενήντα λεπτών
με φιστίκι, κρέμα αμερικάνα και κουμκουάτ με ουίσκι, ενώ για μένα ένα των δέκα,
με φράουλα. Το ροζ χρώμα με ενθουσίασε. Ήμουν θετικά προδιατεθειμένη. Τον
υπεραγαπούσα τον μπαμπά μου. Λάτρευα οτιδήποτε προερχόταν από εκείνον. Καθίσαμε
σ’ ένα παγκάκι στο πεζοδρόμιο κάτω από τα δέντρα που είχε τότε το κέντρο του
Ροσάριο: πλατάνια. Παρατήρησα πώς το έκανε ο μπαμπάς, ο οποίος σε δευτερόλεπτα
εξαφάνισε το πάνω μέρος της πράσινης μπάλας. Γέμισα το κουταλάκι με υπέρμετρη
προσοχή και το έφερα στο στόμα.
Αμέσως μόλις τα πρώτα σωματίδια έλιωσαν στη γλώσσα μου
ένιωσα άρρωστη από αηδία. Ποτέ δεν είχα δοκιμάσει κάτι τόσο σιχαμερό. Στο
φαγητό ήμουν κάπως δύσκολο παιδί και η φαρσοκωμωδία της αηδίας δεν είχε μυστικά
για μένα άμα δεν ήθελα να φάω· ωστόσο αυτό ξεπερνούσε οποιαδήποτε εμπειρία μου
μέχρι τότε· οι χειρότερες υπερβολές μου, ακόμα κι αυτές που δεν είχα ποτέ
επιτρέψει στον εαυτό μου, δικαιολογούνταν και με το παραπάνω. Για ένα κλάσμα
του δευτερολέπτου σκέφτηκα να προσποιηθώ. Ο μπαμπάς είχε κάνει τόση προσπάθεια
να μου δώσει χαρά, πράγμα τόσο σπάνιο για εκείνον, έναν άνθρωπο απόμακρο, βίαιο,
χωρίς προφανείς τρυφερότητες, ώστε μου φάνηκε αμαρτία να πετάξω στα σκουπίδια αυτή
την ευκαιρία. Πέρασε από το μυαλό μου η απεχθής εναλλακτική να καταπιώ όλο το
παγωτό, μόνο και μόνο για να τον ευχαριστήσω. Μια δαχτυλήθρα ήταν, ένα μικροσκοπικό
κυπελάκι, για μωρά, τώρα όμως μου φαινόταν ένας τόνος.
Δεν ξέρω αν ο ηρωισμός μου θα έφτανε μέχρι εκεί, όμως δεν
μπόρεσα καν να το δοκιμάσω. Η πρώτη κουταλιά είχε ζωγραφίσει στο πρόσωπό μου
έναν ακούσιο μορφασμό αηδίας που εκείνος ήταν αδύνατο να μην παρατηρήσει. Ήταν
ένας μορφασμός σχεδόν υπερβολικός, που συνδύαζε τη φυσιολογική αντίδραση με το ψυχικό
της ταίρι, την απογοήτευση, το φόβο, και μια τραγική θλίψη επειδή δεν μπορούσα
να ακολουθήσω τον μπαμπά ούτε καν σε αυτό το μονοπάτι των απολαύσεων. Θα ήταν
ανόητο να προσπαθήσω να το κρύψω. Ούτε και σήμερα θα μπορούσα να το κάνω, γιατί
αυτός ο μορφασμός δεν έχει σβηστεί από το πρόσωπό μου.
«Τι σου συμβαίνει;»
Στον τόνο του υπήρχαν ήδη όλα όσα θα ακολουθούσαν.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το κλάμα δεν θα με είχε αφήσει
να του απαντήσω. Είχα πάντα τα δάκρυα έτοιμα στην άκρη των ματιών μου, όπως
τόσα υπερευαίσθητα παιδιά. Όμως μια παλινδρόμηση της απαίσιας γεύσης που μου
είχε κατέβει ως το λαιμό και τώρα επέστρεφε σαν καμτσικιά, με ηλέκτρισε
ξαφνικά.
«Μπχχχ…»
«Τι;»
«Είναι… απαίσιο».
«Είναι τι;»
«Απαίσιο!» τσίριξα απελπισμένη.
«Δεν σου αρέσει το παγωτό;»
Θυμήθηκα ότι στο δρόμο μού είχε πει ανάμεσα σε άλλα
πράγματα φορτισμένα με μια ευχάριστη προσδοκία: «Για να δούμε αν θα σου αρέσει
το παγωτό». Σίγουρα το έλεγε θεωρώντας δεδομένο ότι δεν μπορούσε παρά να μου
αρέσει. Σε ποιο παιδί δεν αρέσει; Υπάρχουν κάποιοι που, ενήλικες πια, θυμούνται
τα παιδικά τους χρόνια σαν μια συνεχή επιθυμία για παγωτό και σχεδόν τίποτε
άλλο. Γι’ αυτό τώρα η ερώτησή του είχε μια χροιά δύσπιστης μοιρολατρίας, σαν να
έλεγε: «Δεν μπορώ να το πιστέψω, ακόμα και σ’ αυτό έπρεπε να με απογοητεύσεις;»
Είδα να σχηματίζονται στα μάτια του η οργή και η
περιφρόνηση, όμως προς στιγμήν συγκρατήθηκε. Αποφάσισε να μου δώσει άλλη μια
ευκαιρία.
«Φά’ το. Είναι ωραίο», είπε, και για να το αποδείξει, έφερε
στο στόμα του μια γεμάτη κουταλιά από το δικό του.
Εγώ δεν μπορούσα πια να υποχωρήσω. Ήμουν καταδικασμένη.
Κατά κάποιο τρόπο δεν ήθελα να υποχωρήσω. Ήταν φανερό ότι ο μοναδικός δρόμος
για μένα, εδώ που είχαμε φτάσει, ήταν να δείξω στον μπαμπά ότι αυτό που
κρατούσα στα χέρια μου ήταν αίσχος. Κοίταξα με τρόμο το ροζ του παγωτού. H φαρσοκωμωδία έσκαγε μύτη και στην πραγματικότητα. Ακόμα χειρότερα:
η φαρσοκωμωδία μετατρεπόταν σε πραγματικότητα, μπροστά μου, μέσα από εμένα.
Ένιωσα ίλιγγο αλλά δεν μπορούσα να κάνω πίσω.
«Είναι απαίσιο! Σίχαμα!» Θέλησα να γίνω υστερική: «Ξέρασμα!»
Δεν είπε τίποτα. Κοίταζε το κενό μπροστά του και έτρωγε
βιαστικά το παγωτό του. Γι’ άλλη μια φορά είχα αστοχήσει. Άλλαξα το ύφος μου με
αμήχανη βιασύνη.
«Είναι πικρό», είπα.
«Όχι, είναι γλυκό», απάντησε με μια συγκρατημένη
γλυκύτητα γεμάτη απειλή.
«Είναι πικρό!» ούρλιαξα.
«Είναι γλυκό».
«Είναι πικρό!!!»
Ο μπαμπάς είχε ήδη παραιτηθεί από κάθε ικανοποίηση που θα
μπορούσε να περιμένει από την έξοδό μας, από τη μύηση στην κοινωνία των
απολαύσεων, από τη συντροφικότητα. Αυτό τώρα έμπαινε στο περιθώριο, και πόσο
αφελές εκ μέρους του –πρέπει να σκεφτόταν– που πίστεψε ότι κάτι τέτοιο ήταν
δυνατόν! Παρ’ όλα αυτά, και μόνο για να κάνει την ίδια του την πληγή ακόμα
βαθύτερη, βάλθηκε να με πείσει για το λάθος μου. Ή να πείσει τον εαυτό του ότι
εγώ ήμουν το λάθος του.
«Είναι μια πολύ γλυκιά κρέμα με γεύση φράουλα, πάρα πολύ
ωραία».
Εγώ κουνούσα αρνητικά το κεφάλι.
«Όχι; Και τότε τι γεύση έχει;»
«Είναι φρικτό!»
«Εμένα μου φαίνεται πολύ νόστιμο», είπε ατάραχος και
καταβρόχθισε άλλη μια κουταλιά. Η ηρεμία του με τρόμαζε περισσότερο από
οτιδήποτε άλλο. Προσπάθησα να συμβιβάσω τα πράγματα δια της πλαγίας οδού, κάτι
που συνήθιζα πολύ:
«Δεν ξέρω πώς μπορεί να σου αρέσει αυτή η αηδία» –προσπάθησα
να δώσω στα λόγια μου μια υποψία θαυμασμού.
«Τα παγωτά αρέσουν σε όλον τον κόσμο», είπε κοκκινίζοντας
από οργή. Η μάσκα της υπομονής έπεφτε και δεν ξέρω πώς δεν είχα βάλει ακόμη τα
κλάματα. «Σε όλον τον κόσμο εκτός από σένα, που
είσαι και πολύ βλαμμένο».
«Όχι, μπαμπά, σου ορκίζομαι…!»
«Φάε το παγωτό». Ψυχρός, κατηγορηματικός. «Γι’ αυτό σ’ το
αγόρασα, βλαμμένο».
«Μα δεν μπορώ…!»
«Φά’ το. Δοκίμασέ το. Ούτε που το δοκίμασες».
Ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια μου καθώς αμφισβητούνταν η
ειλικρίνειά μου (θα έπρεπε να είμαι τέρας για να πω ψέματα από καπρίτσιο)
δήλωσα:
«Σου ορκίζομαι πως είναι φρικτό!»
«Σιγά μην είναι φρικτό! Δοκίμασέ το!»
«Το δοκίμασα! Δεν μπορώ!»
Κάτι σκέφτηκε και επανήλθε πιο συγκαταβατικός:
«Ξέρεις τι νομίζω ότι φταίει; Μάλλον σε πείραξε το κρύο.
Όχι η γεύση του, αλλά το πόσο κρύο είναι. Όμως θα συνηθίσεις αμέσως και θα δεις
τι ωραίο που είναι».
Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Ήθελα να πιστέψω
σε αυτή την πιθανότητα, που εγώ δεν θα τη σκεφτόμουν ούτε σε χίλια χρόνια. Κατά
βάθος όμως ήξερα ότι δεν άξιζε τον κόπο. Δεν ήταν έτσι. Εγώ συνήθως δεν έπινα τίποτα
παγωμένο (δεν είχαμε ψυγείο), αλλά είχα δοκιμάσει και ήξερα καλά ότι δεν
επρόκειτο γι’ αυτό. Ακόμα κι έτσι, πιάστηκα από κει. Πήρα με μεγάλη προσοχή μια
σταλιά παγωτό στη μύτη του κουταλιού και το έφερα μηχανικά στο στόμα μου.
Αποδείχτηκε χίλιες φορές πιο
αηδιαστικό από την προηγούμενη φορά. Θα το είχα φτύσει, αν ήξερα πώς να το
κάνω. Ποτέ δεν έμαθα να φτύνω μακριά. Μου έτρεξε από τις γωνίες του στόματός
μου.
Ο μπαμπάς είχε παρακολουθήσει
κάθε μια από τις κινήσεις μου με την άκρη του ματιού του, χωρίς να σταματήσει
να τρώει το παγωτό του με μεγάλες κουταλιές. Οι τρεις διαφορετικού χρώματος
μπάλες εξαφανίζονταν ταχύτατα. Με το κουταλάκι πατίκωσε το παγωτό αφήνοντάς το
στο ίδιο επίπεδο με το χείλος του γκοφρετένιου κύπελου. Και τότε άρχισε να το τρώει.
Εγώ δεν ήξερα ότι αυτά τα κυπελάκια τρώγονται και μου φάνηκε σαν μια έκδηλη βαρβαρότητα
που ξεπερνούσε τα όρια του τρόμου μου. Άρχισα να τρέμω. Αισθάνθηκα να μου ανεβαίνουν
δάκρυα στα μάτια. Μου μίλησε με το στόμα γεμάτο:
«Δοκίμασέ το καλά, ηλίθιο! Μια γερή δόση για να μπορέσεις
να νιώσεις τη γεύση».
«Μ… Μα…»
Τελείωσε το δικό του. Πέταξε το κουταλάκι στο δρόμο.
Θαύμα που δεν το έφαγε κι αυτό, σκέφτηκα. Με τα χέρια ελεύθερα, γύρισε προς το
μέρος μου και κατάλαβα πως ερχόταν το τέλος του κόσμου.
«Φά’ το επιτέλους! Δεν βλέπεις ότι λιώνει;»
Πράγματι, η μπάλα του παγωτού γινόταν ρευστή και κάτι ροζ
ρυάκια ξεχείλιζαν από το κυπελάκι κι έσταζαν πάνω στο χέρι και το μπράτσο μου,
και πάνω στα αδύνατα πόδια μου κάτω από το κοντό μου παντελονάκι. Αυτό με
ακινητοποίησε οριστικά. Η αγωνία μου αυξανόταν εκθετικά. Το παγωτό μού φαινόταν
σαν το πιο απάνθρωπο όργανο βασανιστηρίου που είχε εφευρεθεί. Ο μπαμπάς μού
άρπαξε το κουταλάκι από το άλλο χέρι και το κάρφωσε στη φράουλα. Το σήκωσε καλά
γεμάτο και το πλησίασε στο στόμα μου. Η μοναδική μου άμυνα θα ήταν να το κλείσω
και να μην το ξανανοίξω ποτέ. Αλλά δεν μπορούσα. Το άνοιξα, ολοστρόγγυλο, και το
κουταλάκι εισχώρησε. Τοποθετήθηκε στη γλώσσα μου.
«Κλείσε».
Το έκανα. Τα δάκρυα μού θόλωναν κιόλας τα μάτια. Καθώς
πίεσα τη γλώσσα μου στον ουρανίσκο και ένιωσα το παγωτό να λιώνει, ένα
αναφιλητό συγκλόνισε όλο μου το σώμα. Δεν έκανα τις κινήσεις της κατάποσης. Με
πλημμύριζε η αηδία, έσκαγε στον εγκέφαλό μου σαν αστραπή. Άλλη μια
παραφορτωμένη κουταλιά ήταν καθ’ οδόν. Άνοιξα το στόμα. Είχα ήδη βάλει τα
κλάματα. Ο μπαμπάς μού έβαλε το κουταλάκι στο άλλο χέρι.
«Συνέχισε εσύ».
Πνίγηκα, έβηξα, και άρχισα να κλαίω γοερά.
«Τώρα γίνεσαι ιδιότροπος. Μου το κάνεις επίτηδες».
«Όχι, μπαμπά!» τραύλισα με τρόπο ακατάληπτο που ακούστηκε
κάτι σαν: «μπ…μπ…ο…μπα…ό…χι…μπα».
«Δεν σου αρέσει; Ε; Δεν σου αρέσει; Το βλέπεις ότι είσαι βλαμμένο;»
Έκλαψα. «Απάντησέ μου. Αν δεν σου αρέσει δεν υπάρχει πρόβλημα. Το παίρνει ο
διάολος και τέρμα».
Το έλεγε σαν όντως να ήταν μια λύση. Το χειρότερο όμως
ήταν ότι, επειδή ο μπαμπάς είχε φάει το παγωτό του τόσο γρήγορα, η γλώσσα του
είχε μουδιάσει και μιλούσε με έναν τρόπο που δεν είχα ξανακούσει, με μια
αδεξιότητα που τον έκανε να φαίνεται πιο άγριος, πιο ακατανόητος και πολύ πιο
τρομακτικός. Πίστευα ότι αυτό που σκλήραινε τη γλώσσα του ήταν η οργή.
«Πες μου γιατί δεν σου αρέσει. Σε όλους αρέσει εκτός από
σένα. Πες μου το λόγο».
Όλως παραδόξως, κατάφερα να μιλήσω· είχα όμως τόσο λίγα
να πω.
«Γιατί είναι απαίσιο».
«Όχι, δεν είναι απαίσιο. Εμένα μου αρέσει».
«Εμένα όχι», κλαψούρισα.
Με άρπαξε από το μπράτσο και οδήγησε το χέρι μου μαζί με
το κουταλάκι μέχρι το παγωτό.
«Φά’ το και φεύγουμε. Γι’ αυτό δεν σ’ έφερα εδώ;»
«Μα δεν μου αρέσει! Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ…»
«Εντάξει, λοιπόν. Δεν θα σου ξαναπάρω ποτέ παγωτό. Αυτό
εδώ όμως θα το φας».
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΩΝ/ΣΤΩΝ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου