Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Η Ισπανία του Ζαχαρία Παπαντωνίου, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Στα καΐκια τ’ αραγμένα, τα δεμένα,
στα καΐκια που δεν πάνε πουθενά,
θα μπούμε να γυρίσομε τα ξένα.
«Το ταξίδι», Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Όπως και να το ερμηνεύσει κανείς, δεν παύει να αποτελεί μια απρόσμενη σύμπτωση: τρεις σημαντικοί, σημαντικότατοι, έλληνες συγγραφείς επισκέπτονται κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα την Ισπανία, ταξιδεύουν σχεδόν στα ίδια μέρη και δημοσιεύουν τις ανταποκρίσεις τους, αρχικά ως άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής και, στη συνέχεια, συγκεντρωμένες σε τόμους ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Αναφερόμαστε στον Κώστα Ουράνη και το Sol y Sombra (1934, δεύτερη έκδοση με συμπληρώσεις και τίτλο Ισπανία, 1954), στον Νίκο Καζαντζάκη και το Ταξιδεύοντας – Ισπανία (πρώτη έκδοση 1927, δεύτερη έκδοση με συμπληρώσεις 1937) και στον Ζαχαρία Παπαντωνίου και το Ταξίδια (1955, κατά πάσα πιθανότητα). Κάνουμε λόγο για απρόσμενη σύμπτωση γιατί πριν από αυτή τη συγκυρία δεν υπάρχει ουσιαστική επαφή με την Ιβηρική χερσόνησο, ενώ έπειτα από αυτή τη συγκυρία, και μέχρι την Ισπανική σπουδή του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου (1966), πολύ λίγα πράγματα[1], και αυτό γιατί αφενός το ταξίδι μέχρι τη δυτική άκρη της Μεσογείου ήταν δύσκολο, αφετέρου οι έλληνες διανοούμενοι δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με την παλιομοδίτικη, σχεδόν «τριτοκοσμική», Ισπανία. Όσο και αν ξενίζει τον σημερινό αναγνώστη, αυτή είναι η άποψη που έχει ο Έλληνας των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα για τη χώρα της Ιβηρικής χερσονήσου: «Ταξιδεύοντας στην Ισπανία, είναι σα να γυρνάτε σ’ εποχές περασμένες», είναι η πρώτη φράση του Ουράνη στον πρόλογο του βιβλίου του, με χρονολογία 1933.
          Πάνω από έναν αιώνα νωρίτερα, ήταν οι Γερμανοί, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι ρομαντικοί περιηγητές που «ανακάλυπταν» την Ισπανία, το φλαμένκο, τις ταυρομαχίες, τις μελαχρινές γυναίκες με τις «μαντίλιες» και τους άντρες με τα «σπιθόβολα μάτια», όλες εκείνες τις κοινοτοπίες, δηλαδή, που ακόμα και σήμερα χαρακτηρίζουν την Ισπανία στη φαντασία των αταξίδευτων αδαών (ενίοτε και των ταξιδεμένων). Ας μην γελιόμαστε, αυτή την Ισπανία έχουν διαβάσει στα βιβλία, αυτήν αναζητούν οι τρεις έλληνες κοσμοπολίτες συγγραφείς. Σε αντίθεση, όμως, με τους αγγλοσάξονες και τους γάλλους ρομαντικούς ταξιδευτές, τούτοι είναι Μεσόγειοι (συνεπώς θέλγονται αλλά δεν θαμπώνονται από το λαμπρό ήλιο και τα τοπία της Ισπανίας) και ιδιαίτερα ευαίσθητοι και καλλιεργημένοι παρατηρητές (συνεπώς προσπαθούν να προσεγγίσουν την ισπανική ταυτότητα όχι μόνο ως κάτι το εξωτικό αλλά και με βαθειά γνώση του πολιτισμού της).
          Τι συμβαίνει, λοιπόν, και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ιδιαιτέρως μεταξύ 1919 και 1936, παρατηρείται έντονο ελληνικό ενδιαφέρον για την ισπανική πραγματικότητα; Προφανώς κάτι τέτοιο δεν οφείλεται απλώς και μόνο, όπως ίσως θα μπορούσαμε να σκεφτούμε οι περισσότεροι, στην οκταετία τής Segunda República [Δεύτερη Δημοκρατία] (1931/36) και του εμφυλίου πολέμου (1936/39) –περίοδο κατά την οποία, δίχως υπερβολή, η Ισπανία βρέθηκε στο κέντρο της προσοχής ολόκληρου του κόσμου–, δεδομένου ότι ο Ουράνης άρχισε τα ταξίδια του στην Ιβηρική χερσόνησο το 1919 (διετέλεσε επίσης γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην Πορτογαλία από το 1920 έως το 1924) και ο Καζαντζάκης το 1927, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ουράνης δεν έζησε ούτε μια στιγμή του εμφυλίου. Γνώμη μας είναι ότι οι τρεις πεζογράφοι (γεννημένοι μεταξύ 1877 και 1890) ανήκουν σε μια γενιά καλλιεργημένων (ρομαντικών;) κοσμοπολιτών διανοουμένων, γαλλικής παιδείας, που την εποχή του Μεσοπολέμου ταξιδεύουν ανά την Ευρώπη (Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Σουηδία κ.α.) και μοιραία φτάνουν μέχρι την άλλη άκρη της γηραιάς ηπείρου όπου και εντυπωσιάζονται από την ισπανική ψυχή, την τέχνη και τα τοπία για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Ο ποιητής Ουράνης μαγεύεται από τους ανθρώπους και το βάρος της ιστορίας· ο Καζαντζάκης θεωρεί την Ισπανία ως τη χώρα της καρδιάς του, γι’ αυτό, στα τέσσερα ταξίδια που έκανε εκεί, περισσότερο από εκτός, «έβλεπε» εντός του, αναζητούσε γιατρειά για τις έγνοιες που ταλάνιζαν την ψυχή του· ο Παπαντωνίου, σίγουρα ο πιο εστέτ από τους τρεις, ταξιδεύει για να δει και να μάθει από την τέχνη, τα μνημεία και την αρχιτεκτονική της Ισπανίας.
          Ας δούμε, για παράδειγμα, πώς περιγράφουν οι τρεις λογοτέχνες μας την πρώτη εντύπωσή τους από την πόλη του Τολέδο. Ο Ουράνης: «Η πόλη, χτισμένη σ’ ένα βράχο που ο Τάγης, σχηματίζοντας ένα είδος τάφρου γύρω του, τον απομονώνει από παντού, είναι πάρα πολύ στριμωγμένη, σχεδόν πνιγμένη, πάνω στην περιορισμένη επιφάνειά του. Τα σπίτια και τα μνημεία είναι κολλημένα το ’να με τ’ άλλο, χωρίς αέρα, χωρίς προοπτική. Αυτή ακόμα η μεγάλη μητρόπολη του Τολέδο, χτισμένη σ’ ένα βαθούλωμα του βράχου, περισφίγγεται από σπίτια. […] Αυτή η ασφυξία του χώρου δημιουργεί αναγκαστικά και ασφυξία χρόνου», (Ισπανία, σελ. 78). Ο Καζαντζάκης: «Το Τολέδο το είχα στο νου μου όπως το είχε ζωγραφίσει ο Γκρέκο μέσα στην καταιγίδα: Αψηλό, ασκητικό, μαστιζόμενο από λάμψες απότομες, […] Μα όταν έφτασα στο Τολέδο κι άρχισα ν’ ανεβαίνω τα στενά του σοκάκια, ήταν ήσυχο πρωινό, γλυκύτατο, οι γυναικούλες γύριζαν από την ξακουστή αραβίτικη πλατεία Θοκοντοβέρ, με τα καλάθια τους γιομάτα λαχανικά και κόκκινες πιπεριές, οι βαριές καμπάνες της Μητρόπολης χτυπούσαν με βαθιά κουρασμένη φωνή, τα σπίτια ήταν ανοιχτά, όλο φως, και στις δροσάτες μεσαυλές οι μικρές κοπέλες πότιζαν τις ξομπλιασμένες γλάστρες», (Ταξιδεύοντας – Ισπανία, σελ. 82-83). Ο Παπαντωνίου: «Η φύσις ετύλιξε σφιχτά το Τολέδο, όπως κυκλώνει η τάφρος το φρούριο, με τον πλόκαμο ενός ποταμού. Μέσα σε τιτανική πέτρινη χαράδρα, βαθύς, αγριωπός, φοβέρα, γεμάτος είδωλα βράχων και σπιτιών, κυλά ο Τάγος. Οι όχθες του, καθώς τον κοιτάζουμε απ’ την πόλη, είναι άβυσσος. Τώρα θαρρείς που θα ξεκολλήση το Τολέδο απ’ το βράχο του και θα γκρεμιστή στο νερό. Μα ο μάστορας το στέριωσε καλά. Δε θα χαλάση. Θα είναι πρωτεύουσα της παλιάς Ισπανίας και χωριό της σημερινής», (Ταξίδια, σελ. 149).
          Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ποιητής, διηγηματογράφος, κριτικός τέχνης, δημοσιογράφος, ένθερμος δημοτικιστής, έγραψε πολλά άρθρα με αφορμή τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις από την Ελλάδα και το εξωτερικό σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής – κατά καιρούς συνεργάστηκε με το Σκριπ, το Άστυ, την Ακρόπολη, το Εμπρός, την Εστία, την Πατρίδα, τον Ελεύθερον Τύπο, την Πολιτεία, το Ελεύθερον Βήμα, τον Εθνικό Κήρυκα, τη Νέα Εστία, τα Γράμματα. Τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα είναι συγκεντρωμένα σε τέσσερις τόμους: Άγιον Όρος, Όθων και η ρωμαντική δυναστεία (κείμενα για τη Βαυαρία και ειδικότερα το Μόναχο), Παρισινά διηγήματα (ανταποκρίσεις που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Εμπρός από το 1908 έως το 1910, περίοδο κατά την οποία ο συγγραφέας έζησε στο Παρίσι) και Ταξίδια (ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ιταλία, την Ισπανία, την Κροατία, τη Σουηδία και τη Δανία).
Τα Ταξίδια εκδόθηκαν μετά το θάνατο του Παπαντωνίου από τις Εκδόσεις Εστία (κατά πάσα πιθανότητα, όπως προείπαμε, το 1955) και, πλην των ταξιδιωτικών χρονογραφημάτων, περιλαμβάνουν επίσης έναν εκτενή πρόλογο του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Τα κείμενα για την Ισπανία και την τέχνη της, που μας απασχολούν στην παρούσα μελέτη, καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του τόμου, ήτοι 200 από τις 335 σελίδες, και δημοσιευτήκαν στο Ελεύθερον Βήμα από τον Αύγουστο έως το Δεκέμβριο του 1936 (υπάρχουν και κάποια, λίγα, κείμενα που είδαν το φως της δημοσιότητας το 1938 και το 1939). Υπό την ιδιότητα του λογοτέχνη, του ιστορικού ή του κριτικού τέχνης, αλλά πάντα και κυρίως ως ακαταπόνητος ταξιδιώτης και αισθητικός αποτιμητής, ο δημιουργός των Ψηλών βουνών περιγράφει με γλώσσα που «ακτινοβολεί με υψηλού επιπέδου εικόνες», όπως δήλωνε το 2000 ο Κώστας Μαυρουδής στο τηλεοπτικό αφιέρωμα της ΕΤ1 στον συγγραφέα (στην εκπομπή «Εποχές και συγγραφείς» του Τάσου Ψαρρά), τα μέρη της Ισπανίας που επισκέφθηκε και προσπαθεί να προσεγγίσει την ισπανική ιδιοσυγκρασία μέσα από τη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική.
          «Η εποχή μας ευνοεί το ταξίδι. Φοβούμαι, ωστόσο, πως, ενώ οι ταξιδιώτες πληθαίνουν, το αληθινό νόημα του ταξιδιού αρχίζει να χάνεται». Όταν, το 1955, είκοσι χρόνια μετά το ταξίδι του Παπαντωνίου στην Ισπανία, γράφει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος αυτά τα λόγια προλογίζοντας την έκδοση του βιβλίου με τις ταξιδιωτικές περιηγήσεις του συγγραφέα, η Ευρώπη ζούσε τις απαρχές του μαζικού τουρισμού, την απώλεια του «αληθινού νοήματος του ταξιδιού» κατά τον Παναγιωτόπουλο. Δεκαεννιά χρόνια νωρίτερα, το 1936, τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά: οι μετακινήσεις ήταν πολύ πιο δύσκολες, η Ευρώπη «προετοιμαζόταν» για το μεγάλο πόλεμο, ο μέσος άνθρωπος δεν ταξίδευε για αναψυχή. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που (παρα)κινεί τον συγγραφέα σε αυτό το πολύμηνο μοναχικό ταξίδι στην Ισπανία; Η Τέχνη, είναι η απάντηση. Ο Παπαντωνίου βλέπει την Ισπανία σαν έναν τεράστιο καμβά όπου τα πάντα, η φύση, οι πόλεις, οι άνθρωποι, οι ιστορικές στιγμές και οι καθημερινές σκηνές φέρουν την υπογραφή ενός Βελάθκεθ, ενός Γκαουδί, ενός Θεοτοκόπουλου. Η καθημερινότητα, ο χαρακτήρας των ανθρώπων, τα μέρη που περιδιαβαίνει τού χρησιμεύουν ως κλειδιά για να κατανοήσει την τέχνη που έχει παραχθεί σε τούτη τη γωνιά της Ευρώπης: «Πόσο ματαιοπονούν οι κριτικοί εκείνοι που κρίνουν τον Γκρέκο, ενώ δεν πήγαν ποτέ στην Ισπανία», αναφέρει το 1938 στον εισιτήριο λόγο του στην Ακαδημία Αθηνών. 
          Ποια είναι όμως αυτά τα μέρη και πότε τα επισκέφτηκε ο Παπαντωνίου; Όπως γράψαμε στην αρχή αυτού του κειμένου, οι τρεις πεζογράφοι, με ελάχιστες αποκλίσεις, επισκέπτονται τις ίδιες περιοχές: την Καστίλλη, την Καταλονία και την Ανδαλουσία (δεν είναι μάλλον τυχαίο το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων που ταξιδεύουν για λόγους αναψυχής στην Ισπανία επισκέπτεται ακριβώς τα ίδια μέρη). Ο Παπαντωνίου, στη διάρκεια του μοναδικού ταξιδιού του στην Ιβηρική χερσόνησο, περνά από τη Μαδρίτη και το Τολέδο, από τη Βαρκελώνη, από τη Γρανάδα, την Κόρδοβα και τη Σεβίλλη και το ταξίδι του συμπίπτει, κατά τραγική ειρωνεία, με την κρισιμότερη στιγμή της σύγχρονης ισπανικής ιστορίας: το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου (17 Ιουλίου 1936). Παρότι στο βιβλίο τα κείμενά του δεν συνοδεύονται από τις ακριβείς ημερομηνίες δημοσίευσής τους (πέρα από τη χρονολογία: «μεις, οι άνθρωποι του 1936», αναφέρει στη σελ. 201) ούτε αξιόπιστες αναφορές σε γεγονότα της εποχής (για παράδειγμα, δεν έχει πληροφορηθεί το θάνατο του συγγραφέα Ραμόν Μαρία δελ Βάγε-Ινκλάν, που συνέβη στις 5 Ιανουαρίου του 1936, και τον θεωρεί ακόμα ζωντανό), αν συνδυάσουμε τις αναφορές στη Segunda República («Είδα τη Μαδρίτη πρωτεύουσα Δημοκρατίας», σελ. 206) και τις περιγραφές από σκηνές της αδελφοκτόνου σύρραξης με τις ημερομηνίες δημοσίευσης των κειμένων στο Ελεύθερον Βήμα, καταλήγουμε στο, αρκετά ασφαλές, συμπέρασμα ότι το πολύμηνο ταξίδι του Παπαντωνίου έλαβε χώρα από τα τέλη της άνοιξης μέχρι τις αρχές φθινοπώρου του 1936, λίγο καιρό πριν από το τρίτο ταξίδι του Νίκου Καζαντζάκη στην Ισπανία (Οκτώβριος - Νοέμβριος του 1936) όταν ως απεσταλμένος της Καθημερινής κάλυψε εκείνη την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.
          Δεν υπάρχει δραματικότερη περίοδος για την Ισπανία του 20ού αιώνα από το καλοκαίρι του 1936 και τα όσα επακολούθησαν τους επόμενους 33 σχεδόν μήνες. Και όμως, ο Παπαντωνίου, στα μάτια του σημερινού αναγνώστη (του μαθημένου στη δημοσιογραφική υπερβολή ακόμα και για γεγονότα δευτερεύουσας σημασίας, για να μην πούμε τελείως ασήμαντα), μοιάζει να παραμένει ψύχραιμος, σχεδόν αποστασιοποιημένος, τόσο ψυχικά όσο και ιδεολογικά: «Οι επαναστάσεις αντιγράφουν συνήθως η μία την άλλη. Σφάζοντες και σφαζόμενοι, έρχονται στη σκηνή της Ιστορίας με τον ίδιο τρόπο. Είναι όμως αδύνατο στην τραγωδία της Ισπανίας να μην αναγνωρίσωμεν ένα ισπανικό χαρακτήρα. […] Το εκρηκτικό ήταν πάντα χαρακτηριστικό της ψυχολογίας του Ισπανού», (Ταξίδια, σελ. 79). Δεν θα λέγαμε ότι αδιαφορεί για την καθημερινότητα που αντικρίζει, απλώς τα σχόλιά του γι’ αυτήν και τους ανθρώπους που συναντά δεν υπερβαίνουν τον ορίζοντα προσδοκιών που του έχουν διαμορφώσει αφενός τα διαβάσματά του («Ο Ισπανός είναι άνθρωπος των ακροτάτων άκρων», «Ο Ισπανός αποδέχεται αυτό που έρχεται», γράφει χαρακτηριστικά, αναφερόμενος στο ξακουστό, γιατί έτσι επιτάσσει η «παράδοση», φλογερό και μοιρολατρικό ταπεραμέντο των Ισπανών) και αφετέρου η γαλλική παιδεία του (όπως φαίνεται και από την, σε ορισμένες περιπτώσεις, εσφαλμένη απόδοση στα Ελληνικά ισπανικών ονομάτων και τοπωνυμίων, για παράδειγμα, Γκωντί αντί για Γκαουδί, Κορδούη αντί για Κόρδοβα, Βέγκα Ινκλάν αντί για Βάγε Ινκλάν κ.ά).
          Τα στοιχεία της ισπανικότητας που μαγνητίζουν πιο έντονα το ενδιαφέρον του Παπαντωνίου αφορούν το παρελθόν της χώρας, κυρίως την τέχνη και τον πολιτισμό της. Σε αυτήν την περίπτωση, το αισθητικό του κριτήριο και οι αποτιμήσεις του υπερβαίνουν τα διαβάσματά του, δίνοντας στον αναγνώστη την ευκαιρία να αντιληφθεί πόσο ενημερωμένος μελετητής και οξυδερκής παρατηρητής είναι. Για του λόγου το αληθές, θα παραθέσουμε δύο αποσπάσματα. Το πρώτο αφορά τον Αντόνι Γκαουδί και το μεγάλο έργο του, τη Σαγράδα Φαμίλια: «Η φαντασία του Γκωντί, φαντασία χιμαιρική, συμβολική, μπόρεσε να ενώσει το γοτθικό και το μπαρόκο σε μιά τρομακτική και υπεράνθρωπη σύνθεση. Εκεί η αρχιτεκτονική δεν ξεχωρίζεται από τη γλυπτική. Κάθε μέλος του κτιρίου είναι δέντρο με μορφές. Τίποτα δεν έμεινε, μπορεί να πη κανείς, γεωμετρικό. Ο Γκωντί είναι αδύνατο να σκεφτή μαθηματικά. Η συμβολική του φαντασία ζητά τις μορφές τής φύσεως, το δέντρο, το σύννεφο, το νερό, το σταλακτίτη. Όλα αυτά τα ανεβάζει στο ναό. […] Όλα τα έχει σχεδιάσει με τη στρατιά των καλλιτεχνών του ο Γκωντί. Πέθανεν εδώ και τριάντα χρόνια περίπου και περιμένει τη σάλπιγγα του Αρχαγγέλου που θα τον ξυπνήση για τα εγκαίνια», (Ταξίδια, 98). Το δεύτερο μας παρουσιάζει τις εντυπώσεις του Παπαντωνίου από το «Λας μενίνας», το σπουδαίο πίνακα του Ντιέγο Βελάθκεθ: «Δέκα πρόσωπα μέσα σ’ ένα δωμάτιο, στην πλέον συνηθισμένη κι ασήμαντη στιγμή της οικειότητας. […] Στέκω στην ιδιαίτερη αίθουσα του Πράντο […] Μια αίθουσα ολόκληρη, γεμάτη φως και αέρα, ζωγραφισμένον αέρα, δέκα ζωές μέσα στο χώρο της, κανένα μεγάλο επεισόδιο, δέκα ζωές, δέκα αναπνοές μέσα στο τεράστιο σύμπαν του δωματίου, που δημιούργησε το ατάραχο πινέλο του Ισπανού νατουραλιστή – να οι «Μενίνες», (Ταξίδια, 260). Τι σημασία έχει αν ο Γκαουντί πέθανε μόλις δέκα χρόνια πριν το ταξίδι του Παπαντωνίου στην Ισπανία, δηλαδή το 1926, και όχι τριάντα, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, ή αν τα πρόσωπα που απεικονίζονται στο «Λας μενίνας» είναι τελικά έντεκα· οι περιγραφές του Παπαντωνίου «αφορούν» ακόμα και σήμερα τον αναγνώστη γιατί είναι δημιουργήματα βαθιάς καλλιέργειας και ευφυούς ευαισθησίας.                
          Ο Ουράνης, ο Καζαντζάκης και ο Παπαντωνίου μαγεύτηκαν από την Ισπανία και ουσιαστικά διαμόρφωσαν με τα κείμενά τους την εικόνα αυτής της χώρας στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’30 και έπειτα. «Παρακίνησαν» πολλούς Έλληνες να ταξιδέψουν στην άλλη άκρη της μεσογειακής Ευρώπης και άφησαν στα γραπτά τους φράσεις που μιλούν στην καρδιά όλων όσοι έχουμε επισκεφθεί έστω και μια φορά τη χώρα του Θερβάντες· φράσεις σαν και αυτές που αναφέρονται στο μνημείο της Αλάμπρα: Ο Ουράνης: «Η Αλάμπρα είναι γυναίκα. Ταράζει γλυκά τις αισθήσεις σαν ένα εξαίσιο κορμί γυναίκας –που προσφέρεται– κ’ η εντύπωσή σας απ’ αυτήν έχει τη γεύση της ηδονής», (Ισπανία, σελ. 78). Ο Καζαντζάκης: «Η Αλάμπρα είναι το πέτρινο Άσμα Ασμάτων. […] Τέτοια, σαν το φρούριο της Αλάμπρας, να μπορούσε να ’ταν κι η ψυχή μας», (Ταξιδεύοντας – Ισπανία, σελ. 122-124). Ο Παπαντωνίου: «Η Αλάμπρα δεν έχει ξένους, έχει σκλάβους. Ήμουν ένας από αυτούς», (Ταξίδια, σελ. 121). Ειδικότερα, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου ταξίδεψε στην Ισπανία –καθώς και σε άλλες χώρες της Ευρώπης–, όπως τονίζει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος στον πρόλογό του, «αρματωμένος με μια βαθύτατη γνώση της ιστορίας και των εικαστικών και των άλλων τεχνών», (Ταξίδια, σελ. 14), κυρίως όμως «αρματωμένος» με ασίγαστο πάθος για περιπλάνηση, για ταξίδι. Ο Παπαντωνίου, στο ταξίδι του στην Ισπανία, υπερέβη την καθημερινότητα προκειμένου να ασχοληθεί με ό,τι πιο διαχρονικό, την Τέχνη και τον Πολιτισμό, γι’ αυτό τα χρονογραφήματά του, ακόμα και σήμερα, 80 χρόνια μετά, έχουν να προσφέρουν καίριες πληροφορίες σε εκείνους που ενδιαφέρονται για την κοντινά μακρινή (υπό την έννοια ότι ακόμα και σήμερα η εικόνα της στην Ελλάδα έχει ισχυρές επιρροές από τις κοινοτοπίες του 19ου αιώνα) χώρα της Ιβηρικής χερσονήσου.

Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 1870, Σεπτέμβριος 2016, σελ. 81-90.




[1] Πέραν των τριών προαναφερθέντων καταξιωμένων πεζογράφων μας, την ίδια περίπου περίοδο επισκέπτονται την Ισπανία και γράφουν για αυτή δύο λιγότερο γνωστοί στο ευρύ αναγνωστικό κοινό συγγραφείς, ο Ντόλης Νίκβας (φιλολογικό ψευδώνυμο του Απόστολου Βασιλειάδη) που εκδίδει το 1934 το Πώς είδα την Ισπανία. Εντυπώσεις και περιγραφές και ο Δημήτριος Καλλονάς που εκδίδει το 1943 το Viva la muerte. Η Ισπανία μέσα στις φλόγες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου