Βρισκόμαστε στο 1961. Στα ισπανικά χωριά της οροσειράς των Πυρηναίων, στα σύνορα με τη Γαλλία, τα σπίτια ερημώνουν το ένα μετά το άλλο. Οι χωρικοί είτε καταφεύγουν στις μεγάλες πόλεις είτε μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Σε ένα από αυτά, στο Αϊνιέλιε, ο τελευταίος του κάτοικος αρνείται να πάρει τον δρόμο της φυγής και παραδίδεται σε έναν αργό, επώδυνο θάνατο, αποτέλεσμα της άνισης μάχης του με τη φθορά και την άγρια φύση, καθώς και με τις εξίσου αδυσώπητες μνήμες του. Η κίτρινη βροχή είναι η πυρετώδης εξιστόρηση των τελευταίων χρόνων της ζωής του, χρόνων που τα σημάδεψαν η ερήμωση, η τρέλα, ο θάνατος αλλά και η οργισμένη επιμονή του στη διατήρηση των βωμών και των εστιών.
Η ιστορία ξεκινά την ώρα που μια ομάδα αντρών από κάποια διπλανά χωριά μπαίνει στο εγκαταλελειμμένο χωριό και βρίσκει τον Αντρές, τον ήρωα και αφηγητή, ημιθανή. Ο μεσήλικος άντρας κείτεται εξουθενωμένος σε ένα από τα λίγα εναπομείναντα οικήματα του χωριού σε κατάσταση πυρετικού παραληρήματος αλλά και ψυχικής έξαρσης. Ο νους του τρέχει στα χρόνια, στους μήνες και στις ημέρες που πέρασαν, στις οδυνηρές αναχωρήσεις των τελευταίων κατοίκων, στους θανάτους αγαπημένων προσώπων. Μοναδικός του σύντροφος ο πιστός του σκύλος, ύστατος μα και βουβός μάρτυρας της φυσικής αλλά και συμβολικής ερήμωσης του τόπου. Μονάχα φαντάσματα τα φαντάσματα της ψυχής του Αντρές κατοικούν πια τον χώρο, φαντάσματα που όσο οι ζωντανοί λιγοστεύουν τόσο πυκνώνουν την παρουσία τους: η πολυαγαπημένη του γυναίκα που αυτοχειριάστηκε μη μπορώντας να αντέξει την ερήμωση και κυρίως την εγκατάλειψή τους από τον γιο τους· η μάνα του και ο υπερήφανος πατέρας του, του οποίου η καταφατική στάση απέναντι στον θάνατο απετέλεσε και αποτελεί εσωτερική πυξίδα για τον αφηγητή, ο οποίος και επιλέγει τελικά να θαφτεί πρόωρα δίπλα στους τάφους των δικών του παρά να γεράσει μακριά τους. Ολόγυρά του ο τόπος, τα δέντρα και ο αέρας, οι εναλλαγές των εποχών, μάρτυρες ενός αναλλοίωτου μα τώρα πια εχθρικού κόσμου.
Αυτό που κάνει την Κίτρινη βροχή κείμενο πραγματικά σπαραξικάρδιο, πέρα από το έτσι κι αλλιώς συγκινησιακά φορτισμένο θέμα της, είναι η ταύτιση ανθρώπου και χώρου, ατόμου και κοινότητας, και η άρνηση του αφηγητή να δει τον εαυτό του εκτός αυτής της αλυσίδας. Ο συλλογικός θάνατος εν προκειμένω ο θάνατος ενός χωριού εγγράφεται πάνω στο σώμα και στη συνείδηση του ήρωα σαν να ήταν ο δικός του, ατομικός και βιολογικός θάνατος. Οι ρωγμές στα σπίτια, τα αγριόχορτα που ρημάζουν τα τοιχώματά τους, είναι ρωγμές και ρήμαγμα της δικής του ψυχής. Η γραφή του Γιαμαθάρες, πυκνή και σφιχτή, σκληρή μα και λυρική και ενίοτε δυσβάσταχτα αληθινή, συνοδεύει τον ημιθανή ήρωα στον τάφο του δίχως να του χαρίζει την παραμικρή αναλαμπή, την ελάχιστη ζεστασιά.
Σε μια ευρύτερη θεώρησή του το κείμενο του Γιαμαθάρες είναι ένας πικρός αποχαιρετισμός μιας ολόκληρης εποχής, μιας εποχής που διατηρήθηκε ίδια και απαράλλαχτη για εκατοντάδες χρόνια και σαρώθηκε μέσα σε λίγες δεκαετίες από τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις και το ολοένα διογκούμενο κύμα αστυφιλίας. Είναι ένας χαιρετισμός σε ένα είδος ανθρώπου που εξαφανίζεται, του ανθρώπου που παραμένει προσκολλημένος στη γη και στη φύση, στη μνήμη και στο παρελθόν, του ανθρώπου που ζει και τρέφεται από αυτά, που υπάρχει και διαιωνίζεται μέσα από αυτά.
Η κίτρινη βροχή, έργο του 1985, έγινε δεκτό με διθυράμβους στην Ισπανία ενώ ακολούθησε και μια εντυπωσιακή για τον βαθμό δυσκολίας του βιβλίου εμπορική επιτυχία. Κατατοπιστικός ο πρόλογος του κ. Κωνσταντίνου Παλαιολόγου τόσο σε ό,τι αφορά τον Χούλιο Γιαμαθάρες όσο και τη σύγχρονη ισπανική λογοτεχνία και πολύ καλή η μετάφρασή του. Από το έργο του Γιαμαθάρες έχει επίσης κυκλοφορήσει στα ελληνικά, σε μετάφραση Μαρίας Χατζηγιάννη, το μυθιστόρημα Το φεγγάρι των λύκων (εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 1991).
Κώστας Κατσουλάρης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 21-01-2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου