Aurora Venturini (La Plata, 20 de
diciembre de 1921 - Buenos Aires, 24 de noviembre de 2015) fue una escritora,
docente y traductora argentina. Esposa del historiador Fermín Chávez, amiga de la
dirigente política Eva Perón y de los intelectuales franceses Jean-Paul Sartre,
Simone de Beauvoir y Albert Camus, escribió más de treinta libros, además de
haber traducido trabajos críticos de poetas como Isidore Ducasse, François
Villon y Arthur Rimbaud. Su consagración como escritora sucedió a sus 85 años,
después de ganar en el año 2007 el Premio Nueva Novela de Página/12 por
su novela Las primas.
Αουρόρα Βεντουρίνι
Οι ξαδέλφες
Μετάφραση: Μαρία Αθανασιάδου, Θεώνη Κάμπρα, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Εκδόσεις Carnívora
/././././.
Οι ξαδέλφες
Πρώτο μέρος
Ανάπηρη παιδική ηλικία
Η μαμά μου ήταν δασκάλα με βέργα,
λευκή ποδιά και πολύ αυστηρή αλλά καλή στο μάθημα και δίδασκε σ’ ένα σχολείο μακριά από το κέντρο όπου φοιτούσαν παιδιά μεσαίας τάξης και κάτω, όχι ιδιαίτερα
χαρισματικά. Ο καλύτερος ήταν ο Ρουμπέν Φιορλάντι, ο γιος του μπακάλη. Η μαμά
μου έριχνε με τη βέργα στο κεφάλι αυτών που έκαναν τους έξυπνους και τους
έστελνε στη γωνία με αφτιά γαϊδάρου από κόκκινο χαρτόνι. Σπάνια υποτροπίαζε κανένας
κατεργάρης. Η μητέρα μου είχε την άποψη ότι άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο.
Στην τρίτη τάξη τη φώναζαν η δεσποινίς της τρίτης αλλά εκείνη είχε παντρευτεί τον μπαμπά
μου που την εγκατέλειψε και ποτέ του δεν επέστρεψε στο σπίτι να εκπληρώσει τις
υποχρεώσεις ενός πάτερ φαμίλια. Έπαιρνε πρωινές ώρες διδασκαλίας κι
επέστρεφε στις δύο το μεσημέρι. Το φαγητό ήταν ήδη έτοιμο, επειδή η Ρουφίνα, η
μελαχρινούλα που εκτελούσε χρέη νοικοκυράς με μεγάλη συνέπεια, ήξερε να
μαγειρεύει. Εγώ είχα βαρεθεί κάθε μέρα το ίδιο φαΐ. Στο βάθος κακάριζε το
κοτέτσι που μας τάιζε και στο περιβόλι φύτρωναν θαυματουργά χρυσαφένιες
κολοκύθες σαν κατακρημνισμένοι από ουράνια ύψη ήλιοι καταποντισμένοι στη γη,
μεγάλωναν δίπλα σε βιολέτες και καχεκτικές τριανταφυλλιές που δεν φρόντιζε
κανείς, εκείνες όμως επέμεναν να δίνουν μια νότα ευωδίας σ’ αυτήν την τρισάθλια
χαβούζα.
Ποτέ μου δεν παραδέχτηκα ότι
έμαθα να λέω την ώρα στα καντράν των ρολογιών στα είκοσί μου. Αυτή η
εξομολόγηση μου προκαλεί ντροπή και έκπληξη. Νιώθω ντροπή και έκπληξη γι’ αυτά
που εσείς θα μάθετε για μένα αργότερα κι έτσι έρχονται στη μνήμη μου πολλές
ερωτήσεις. Κυρίως έρχεται στη μνήμη μου η ερώτηση: τι ώρα είναι; Για να πούμε
την αλήθεια, εγώ δεν ήξερα την ώρα και τα ρολόγια με κατατρόμαζαν τόσο όσο το τσούλημα
της αναπηρικής καρέκλας της αδελφής μου.
Εκείνη, πιο βλαμμένη από μένα,
παρότι ήξερε να διαβάζει την ώρα στα καντράν των ρολογιών δεν ήξερε να διαβάζει
βιβλία. Δεν ήμασταν συνηθισμένες, για να μην πω ότι δεν ήμασταν φυσιολογικές.
Βρουμ… βρουμ… βρουμ… μουρμούριζε
η Μπετίνα, περιφέροντας τη δυστυχία της στον κηπάκο και τις πλακόστρωτες αυλές.
Το βρουμ ήταν μούσκεμα από τα σάλια της σαχλής σαλιάρας. Καημένη Μπετίνα. Λάθος
της φύσης. Καημένη κι εγώ, επίσης λάθος κι ακόμα περισσότερο καημένη η μητέρα
μου φορτωμένη με λησμονιά και τέρατα.
Αλλά όλα περνάνε στον μάταιο
τούτο κόσμο. Γι’ αυτό δεν έχει νόημα να στεναχωριέσαι υπερβολικά για τίποτα και
για κανέναν.
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι είμαστε
ένα όνειρο ή ένας ζωντανός εφιάλτης μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει που ανά πάσα
στιγμή θα τελειώσει, δεν θα εμφανιστεί ξανά στην οθόνη της ψυχής για να μας
βασανίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου