Κυριακή 9 Μαΐου 2021

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: Η απειθαρχία των κειμένων και η κοινωνικοποιητική διάσταση της μετάφρασης

 

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Η απειθαρχία των κειμένων και η κοινωνικοποιητική διάσταση της μετάφρασης

 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αποφάσισα ότι θέλω να γίνω μεταφραστής. Παρ’ ότι δεν μου είχε περάσει ποτέ προηγουμένως από το μυαλό, παρ’ ότι δεν γνώριζα το όνομα κανενός μεταφραστή και καμίας μεταφράστριας των βιβλίων της παγκόσμιας λογοτεχνίας που με μανία κατανάλωνα από τα εφηβικά μου χρόνια, παρ’ ότι δεν ήξερα καν τι σημαίνει ακριβώς «μεταφράζω», στις αρχές εκείνης της δεκαετίας, καθώς διάβαζα ή προσπαθούσα να διαβάσω στα ισπανικά το Réquiem por un campesino español του Ραμόν Χ. Σεντέρ, βίωσα μια τέτοια συγκίνηση ώστε αμέσως ένιωσα την επιθυμία [βλέπε: «μου μπήκε το σαράκι»] να το αποδώσω στα ελληνικά προκειμένου να το μοιραστώ με τους φίλους μου.

Ακριβώς αυτό ήταν το πρώτο κίνητρο που με ώθησε στη μετάφραση: η ανάγκη να μοιραστώ ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα, γραμμένο σε μια γλώσσα που μιλούσαν τότε στην Ελλάδα πολύ λίγοι, με κάποιους δικούς μου ανθρώπους. Το εγχείρημα απέτυχε παταγωδώς [είχα ένα σωρό άγνωστες λέξεις, η «απειθαρχία των κειμένων» στην οποία αναφέρεται ο τίτλος, και μηδέν υποστήριξη από λεξικά (για διαδίκτυο τότε, ούτε λόγος[1])] αλλά η ιδέα και, κυρίως, η ανάγκη να μοιράζομαι τις ιστορίες που διάβαζα στα ισπανικά με μη ισπανόφωνους αναγνώστες είχαν ριζώσει για τα καλά μέσα μου.

Τελικά, ύστερα από εκείνο το ανεπιτυχές ξεκίνημα (τώρα που το σκέφτομαι, ποτέ δεν είναι αργά, το Réquiem δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα ελληνικά*), δημοσίευσα την πρώτη μου μετάφραση, ένα διήγημα του Χούλιο Κορτάσαρ στο περιοδικό Ευθύνη, το 1985. Δεν ξέρω πόσοι από τους φίλους μου (το κίνητρό μου, θυμίζω) έσπευσαν να διαβάσουν την «Εποχή του χεριού», ξέρω όμως ότι εγώ υπήρξα ευτυχής, όσο λίγες φορές στη ζωή μου με αφορμή κάτι που αφορά τη δουλειά μου, όταν πήρα με υπερηφάνεια στα χέρια μου το τεύχος 157 του περιοδικού, μόλις εκείνο κυκλοφόρησε.

Ακολούθησαν διάφορες συνεργασίες με λογοτεχνικά περιοδικά, στα οποία δημοσίευα διηγήματα που μου είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον, πάντα με μια αίσθηση ερασιτεχνικού ρομαντισμού στο μεταφραστική μου προσέγγιση και δίχως ακόμη να με θεωρώ, φυσικά, «κανονικό» μεταφραστή. Η πρώτη επαγγελματική μετάφραση (υπό την έννοια ότι πληρώθηκα γι’ αυτή) έγινε πολύ αργότερα, το 1999. Ήταν το μυθιστόρημα Η κίτρινη βροχή του Χούλιο Γιαμαθάρες για τις εκδόσεις Σέλας. Ο Χούλιο ήταν, κυριολεκτώ, ο άνθρωπος που με έβαλε επαγγελματικά στη μετάφραση. Μας συνέδεε (και μας συνδέει) στενή φιλία· από το 1995 είχα κάνει πολλές κρούσεις σε ελληνικούς εκδοτικούς οίκους για το προαναφερθέν αριστουργηματικό μυθιστόρημα και είχα εισπράξει ισάριθμες αρνητικές απαντήσεις. Όταν, λοιπόν, στη Γιορτή Βιβλίου της Μαδρίτης του 1999, τον προσέγγισαν οι εκδόσεις Σέλας για να αποκτήσουν τα δικαιώματα του μυθιστορήματός του για την ελληνική γλώσσα, εκείνος έβαλε ως όρο (που περιέργως έγινε αποδεκτός) να το μεταφράσει ο παγκοσμίως άγνωστος φίλος του: «Τον γνωρίζετε;», είχε ρωτήσει με την καστιλλιάνικη αγαθοσύνη του τον εμβρόντητο Γιάννη Περδικογιάννη που είχε απέναντί του.

Έκτοτε έχω μεταφράσει και εκδώσει πάρα πολλά κείμενα, κάποια από επιλογή δική μου, κάποια από ανάθεση, κάποια επειδή προηγουμένως μου είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον, κάποια που δεν με συγκίνησαν ποτέ (αλλά, καμία δουλειά δεν είναι ντροπή…), πάντα, όμως, με έναν κοινό παρονομαστή: την περιέργεια. Την περιέργεια να δω πώς θα λειτουργήσει ένα ισπανόγραφο κείμενο (ισπανικό, περουβιάνικο, μεξικάνικο, αργεντινό κ.λπ.) στα ελληνικά· για την ακρίβεια, περιέργεια για το πώς θα καταφέρω εγώ να το κάνω να λειτουργήσει στα ελληνικά.

Στη διάρκεια αυτών των 35 και πλέον ετών που μεταφράζω, συνδέθηκα με εκατοντάδες επαγγελματίες: συγγραφείς, εκδότες, εκδότες περιοδικών, διευθυντές σειρών, επιμελητές, διορθωτές, εικονογράφους… Υπήρξαν στιγμές μέθεξης και στιγμές έντασης, υπήρξαν στιγμές δημιουργικές (κυρίως μέσα από τα εργαστήρια ομαδικής μετάφρασης) και στιγμές που αισθάνθηκα ότι χάνω τον καιρό μου (ασυνέπεια στα συμφωνηθέντα, κακές αμοιβές κ.ά.), αλλά, όπως καλή ώρα τώρα, όταν με ρωτούν ποια είναι η αίσθηση που μου έχουν αφήσει όλες αυτές οι συνεργασίες, το πρώτο πράγμα που απαντώ είναι ότι έμαθα να δρω συλλογικά σε μια χώρα άκρατου ατομικισμού και να βλέπω τα βιβλία ως το αποτέλεσμα του μόχθου δεκάδων συντελεστών, πολλούς από τους οποίους δεν γνώρισα ποτέ δια ζώσης, αλλά, παρ’ όλα αυτά, άφησαν έντονο το αποτύπωμά τους σε αυτό που επαγγελματικά και όχι μόνο είμαι σήμερα.

Και τα έφερε έτσι η ζωή ώστε να γίνω καθηγητής (και συντονιστής εργαστηριών) λογοτεχνικής μετάφρασης, διαδικασία που ενίσχυσε την πεποίθησή μου ότι η μετάφραση ενδεχομένως, όπως ισχυρίζονται αρκετοί, να μη διδάσκεται (μεγάλη και αδιέξοδη συζήτηση αυτή, αν και εγώ παραμένω υπέρμαχος του «ναι»), το πνεύμα όμως της δουλειάς και οι ηθικοί του κώδικες διδάσκονται και μεταλαμπαδεύονται με το παραπάνω. Από αυτή την άποψη, αισθάνομαι πολύ τυχερός γιατί μέσα από τις αίθουσες διδασκαλίας γνώρισα (και αλληλοεπηρεαστήκαμε) έναν σημαντικό αριθμό νέων ανθρώπων που κατά τα τελευταία πολλά χρόνια μάς έχουν δώσει στα ελληνικά μια σειρά από μεταφράσεις σπουδαίων ισπανόγραφων έργων: Αναστασία Γιαλαντζή, Νάντια Γιαννούλια, Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου, Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, Μαρία Καλουπτσή, Θεώνη Κάμπρα, Ασπασία Καμπύλη, Ιφιγένεια Ντούμη, Μαρία Παλαιολόγου, Ματθίλδη Σιμχά, Μιχάλης Τσούτσιας, Τάσος Ψάρρης και πολλές/οί άλλες/οι. Τους οφείλω πολλά.   

Σήμερα, γύρω στους 80 τίτλους ύστερα από εκείνη την Κίτρινη βροχή, είμαι πολύ ευγνώμων στους ανθρώπους που με «έβαλαν» στη δουλειά (κυρίως στον τότε εκδότη της Ευθύνης και μεταφραστή, Κώστα Ε. Τσιρόπουλο, στον Χούλιο Γιαμαθάρες και στον Γιάννη Περδικογιάννη, για τα πρώτα μου βήματα στη μετάφραση), στους επαγγελματίες και σπουδαστές με τους οποίους συνεργάστηκα στην πορεία (σε εκδοτικούς οίκους, λογοτεχνικά περιοδικά και αίθουσες διδασκαλίας) και στα βοηθήματα που προέκυψαν στη διάρκεια αυτών των δεκαετιών (έντυπα και ηλεκτρονικά λεξικά, το διαδίκτυο –όσο και αν με τα διάφορα «εργαλεία» του απειλεί, ανεπιτυχώς προς το παρόν, να μας «φάει» τη δουλειά– κ.λπ.), αφού όλα αυτά συντέλεσαν με τον τρόπο τους στη μεταφραστική μου κοινωνικοποίηση, με έναν τρόπο τον οποίο δεν μπορούσα καν να φανταστώ όταν, με χαρτί και μολύβι, άρχιζα να μεταφράζω τις πρώτες γραμμές του Réquiem por un campesino español

 


[1] Ένα παράδειγμα: ένας μεταφραστής σήμερα μπορεί να βρει μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου ότι η Οntina, το κίτρινο λουλούδι που άνθιζε στους αραγωνέζικους κάμπους του μυθιστορήματος, είναι η «δική» μας Λεβαντίνη. Τότε, ακόμα κι αν είχες, που δεν είχα, το Φυτολογικόν Λεξικόν του Γενναδίου, ήταν μια χρονοβόρα επιχείρηση για πολύ δυνατούς λύτες.

 

* Οι ωραίες ιστορίες δεν κρατούν ποτέ πολύ. Ο φίλος μου Νίκος Πρατσίνης φρόντισε να με βγάλει από τη “νεανική” μου πλάνη: To Requiem por un campesino español, φευ, είχε κυκλοφορήσει το μακρινό 1983 από τις εκδόσεις Θεωρία με τον τίτλο Μνημόσυνο για ένα ισπανό χωριάτη, σε μετάφραση Ρίκι βαν Μπουσχότεν. Με σώζει το γεγονός ότι το εν λόγω βιβλίο είναι εξαντλημένο. 40 χρόνια μετά είναι καλός χρόνος για μια αναμετάφραση.



Tο παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα: Το σύγχρονο τοπίο της λογοτεχνικής μετάφρασης (επιμέλεια: Τιτίκα Δημητρούλια - Γιώργος Κεντρωτής) που φιλοξένησε το 3ο τεύχος τους ηλεκτρονικού περιοδικού Φρέαρ τον Μάιο του 2021.


[https://mag.frear.gr/to-sygchrono-topio-tis-logotechnikis-metafrasis/] 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου