Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Λουίς Θερνούδα, η ελεγεία της μοναξιάς (6 ποιήματα, 6 μεταφραστές και μία εισαγωγή), του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου


Υπήρξε κάποτε στην Ισπανία μια γενιά ποιητών που σημάδεψε βαθύτατα την παγκόσμια λογοτεχνία, μια γενιά που περιλάμβανε στις τάξεις της, όπως θα αποδεικνυόταν με το πέρασμα του χρόνου, μεταξύ άλλων, ένα Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας (Βιθέντε Αλεϊξάντρε), μια φιγούρα παγκόσμιου κύρους (Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα) και ορισμένες τεράστιες ποιητικές και όχι μόνο προσωπικότητες (Ραφαέλ Αλμπέρτι, Λουίς Θερνούδα, Χεράρδο Ντιέγο, Πέδρο Σαλίνας, Χόρχε Γκιγέν, Ντάμασο Αλόνσο, Μανουέλ Αλτολαγκίρε, Εμίλιο Πράδος κ.ά.). Αναφερόμαστε στη θρυλική Γενιά του ’27, παρ’ όλο που αρκετοί μελετητές (Mateo Combarte, 1996· Garrote Bernal, 1996· García de la Concha, 1998, μεταξύ άλλων) κάνουν λόγο περισσότερο για μια «ομάδα φίλων» που ναι μεν είχαν την ίδια, περίπου, ηλικία και στενές προσωπικές σχέσεις, αλλά δεν τους διέκρινε κοινή αισθητική προσέγγιση στην τέχνη τους.
Τα μέλη της γενιάς του ’27 αποτελούν γνήσια τέκνα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα· έζησαν, αν και εκ του μακρόθεν, λόγω της ουδετερότητας της Ισπανίας, τις ολέθριες συνέπειες του Α´ Παγκόσμιου Πολέμου και, εκ του σύνεγγυς, τη δικτατορία του στρατηγού Primo de Rivera (1923/31), ενός «μετρίου ανθρώπου» όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο Καζαντζάκης. Από την άλλη πλευρά, όμως, βίωσαν το φρέσκο αέρα και τη γοητεία της ρήξης των κινημάτων της πρωτοπορίας (φουτουρισμός, ντανταϊσμός, υπερρεαλισμός, εξπρεσιονισμός κ.λπ.) και των κοινωνικών συγκρούσεων που σάρωναν εκείνη την εποχή την Ευρώπη. Αν και συμφωνούμε με τον Vicente Luis Mora (2006) ότι ένα έργο τέχνης πρέπει να ερμηνεύεται από τον «δέκτη» του ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες που απετέλεσαν το περιβάλλον γέννησης του έργου και από την πρόθεση του καλλιτέχνη, κρίνουμε σκόπιμη αυτήν τη σύντομη αναφορά στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο ανάδυσης της γενιάς του ’27, δεδομένου ότι και οι ίδιοι οι ποιητές της εν λόγω ομάδας ομολογούν σε αρκετές περιπτώσεις την καθοριστική επίδραση αυτών των γεγονότων στην ποίησή τους.
Τα μέλη της γενιάς του ’27 που, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο σημαντικός ισπανός θεωρητικός λογοτεχνίας, Carlos Mainer (1999), αποτελούσαν «μια ομάδα σπουδαγμένων που προέρχονταν από αστικές οικογένειες και οι οποίοι διακρίνονταν από οικονομική άνεση και ευρεία μόρφωση», χαρακτηρίζονταν στα πρώτα βήματα της καριέρας τους από μια ελιτίστικη άποψη για τη ζωή και τη λογοτεχνία. Η επαφή με τα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής τους τούς επέτρεψε να αρθρώσουν με «έναν πρωτότυπο και ιδιοφυή τρόπο την ισπανική εκδοχή της λογοτεχνικής νεωτερικότητας» (Αλεξίου, 2004: 154), αλλά παράλληλα, και αυτό αποτελεί ένα από τα πιο δυναμικά στοιχεία αυτής της γενιάς, δεν έκρυψαν ποτέ το θαυμασμό τους προς (και τις επιρροές τους από) το έργο κλασικών ισπανών ποιητών, όπως ο Γκαρθιλάσο (1500-1536, ο σημαντικότερος αναγεννησιακός ποιητής της Ισπανίας) και ο Γκόνγκορα (δεν είναι τυχαίο ότι η γενιά του ’27 οφείλει το όνομά της στο πνευματικό μνημόσυνο για τα 300 χρόνια από το θάνατο του σπουδαιότερου ποιητή του Χρυσού Αιώνα των ισπανικών γραμμάτων, το οποίο ετελέσθη στη Σεβίλλη το 1927), ή συγχρόνων τους όπως ο νικαραγουανός συμβολιστής ποιητής Ρουμπέν Νταρίο ή ο Ισπανός Χουάν Ραμόν Χιμένεθ (Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1956).
Δυστυχώς γι’ αυτούς, και για την Ισπανία, οι ήσυχες ημέρες κράτησαν λίγο: στις 17 Ιουλίου 1936, ξεκίνησε από τη Μελίγια και τη Θέουτα, τις δύο ισπανικές πόλεις στα μεσογειακά παράλια του Μαρόκου, ο εμφύλιος πόλεμος που για μία τριετία θα κατάτρωγε τις σάρκες της Ισπανίας. Ένας πόλεμος που έμελλε να αναγορευτεί σε παγκόσμιο σύμβολο του αντιφασιστικού αγώνα και πηγή έμπνευσης για αμέτρητα έργα τέχνης (το πιο διάσημο από αυτά είναι, ίσως, η Γκερνίκα του Πικάσο), αλλά, ταυτόχρονα σήμανε το τέλος αυτής της τόσο δημιουργικής «παρέας»: ο Λόρκα εκτελέσθηκε από τους φασίστες, ενώ η πλειοψηφία των υπολοίπων (αυτο)εξορίστηκε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα: Μεξικό, Ιταλία, Αγγλία, Κούβα, Ηνωμένες Πολιτείες κ.α. (μόνο ο Ντάμασο Αλόνσο και ο Βιθέντε Αλεϊξάντρε παρέμειναν στη φρανκική Ισπανία).
Φυσικά κανείς από τους ποιητές της Γενιάς του ’27 δεν σταμάτησε να γράφει ποίηση ως το τέλος της ζωής του (τελευταίος από όλους απεβίωσε, το 1999, ο Ραφαέλ Αλμπέρτι) αλλά πλέον είχε χαθεί η όποια αίσθηση κοινότητας μεταξύ των μελών της ομάδας, είχε διαλυθεί η αύρα της Γενιάς. Παρ’ όλα αυτά, ενενήντα και πλέον χρόνια από την εμφάνιση της Γενιάς του ’27 στο ισπανικό λογοτεχνικό προσκήνιο, τα ονόματα των Λόρκα, Αλμπέρτι, Θερνούδα ηχούν τουλάχιστον γνώριμα στο μέσο καλλιεργημένο άνθρωπο όλης σχεδόν της υφηλίου. Στα ελληνικά η πλειοψηφία των ποιητών που προαναφέρθηκαν μεταφράστηκε για πρώτη φορά το 1933 από τον Νίκο Καζαντζάκη σε ένα μεγάλο αφιέρωμα (περισσότερα από 150 μεταφρασμένα ποιήματα) που δημοσιεύθηκε σε πέντε διαδοχικά τεύχη του λογοτεχνικού περιοδικού Κύκλος (1933/34). Περιέργως, από τους λίγους δημιουργούς της εν λόγω γενιάς που δεν μεταφράστηκαν από τον Καζαντζάκη είναι ο ποιητής που μας αφορά στην αποψινή περίσταση, ο Λουίς Θερνούδα.
Ο Θερνούδα γεννήθηκε στη Σεβίλλη της Ανδαλουσίας το 1902. Η οικογένειά του ήταν ευκατάστατη και η σχέση του ποιητή μαζί της αρκετά δύσκολη. Χαρακτηριστικά θα αναφέρουμε ότι ο Θερνούδα αφιερώνει σε αυτήν μόλις ένα ποίημα στο οποίο μάλιστα κάνει αναφορά στο αποπνικτικό περιβάλλον αυστηρής πειθαρχίας και έλλειψης συναισθηματικής επαφής που κυριαρχούσε στους κόλπους της. Από τα ποιήματά του επίσης μαθαίνουμε ότι δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής ανάμεσα στους συμμαθητές του. Ο έφηβος Θερνούδα είναι ένας άνθρωπος εσωστρεφής, ντροπαλός και μοναχικός, χαρακτηριστικά που θα τον συνοδεύσουν καθ’ όλη του τη ζωή. Σπουδάζει νομικά στο Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης, όπου έχει ως καθηγητή, στο μάθημα της Ισπανικής Λογοτεχνίας, τον πρεσβύτερο των ποιητών της Γενιάς του ’27, τον Πέδρο Σαλίνας ο οποίος τον εισάγει στη λογοτεχνική κοινότητα της πρωτεύουσας της Ανδαλουσίας (το 1925, για παράδειγμα, γνωρίζει τον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ). Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων και το θάνατο των γονιών του, στα τέλη της δεκαετίας του ’20, εγκαταλείπει για πάντα τη Σεβίλλη και εγκαθίσταται στη Μαδρίτη στην οποία θα παραμείνει (με μικρές περιόδους απουσίας σε Μάλαγα και Τουλούζ) μέχρι το 1938.
Πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα το 1927 με την ποιητική συλλογή Perfil del aire [Η κατατομή του αέρα]. Ωστόσο η καθιέρωση έρχεται με τις συλλογές Un río, un amor [Ένας ποταμός, ένας έρωτας], 1929 και Los placeres prohibidos [Απαγορευμένες απολαύσεις], 1931, όπου εμφανίζονται οι επιρροές του από το γαλλικό υπερρεαλισμό, αλλά και οι πρώτες νύξεις για την ομοφυλοφιλία του. Κατά την περίοδο της διαμονής του στην ισπανική πρωτεύουσα γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και έρχεται σε επαφή με την αφρόκρεμα της ισπανικής ποίησης: Λόρκα, Αλμπέρτι, Αλεϊξάντρε κ.ά. Παρ’ όλες τις σημαντικές αλλαγές που συντελούνται στη ζωή του, ο Θερνούδα δεν είναι ένας άνθρωπος ευτυχισμένος∙ οι ερωτικές απογοητεύσεις και η περιθωριοποίησή του εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του τού δημιουργούν ένα συνεχώς αυξανόμενο συναίσθημα ψυχικής αναστάτωσης. Το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με τη μίζερη ζωή του στη Μαδρίτη (εργαζόταν ως υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο) θα τον οδηγήσουν σε μια ποίηση εξομολογητική και ηδονικά απαισιόδοξη. Το 1936 εκδίδει το σύνολο του, έως τότε, έργου του υπό τον τίτλο La Realidad y el Deseo [Η Πραγματικότητα και η Επιθυμία], ένας τίτλος που εκφράζει εύγλωττα την απόσταση που χωρίζει «την απογοητευτική πραγματικότητα που ζει ο ποιητής από την ιδανική κοινωνία που εκείνος οραματίζεται» (Pedraza και Rodríguez, 2000: 606). Θα ακολουθήσουν άλλες τρεις επανεκδόσεις του ίδιου τίτλου (1940, 1958 και 1964) οι οποίες, πέραν του αρχικού υλικού, εμπλουτίζονται ανά περίπτωση με ό,τι καινούργιο συγγράφει ο ποιητής στο εντωμεταξύ.
Ο εμφύλιος πόλεμος (1936/39) τον βρίσκει στη Μαδρίτη. Η νέα φασιστική Ισπανία που ανατέλλει δεν έχει χώρο για ομοφυλόφιλους κομμουνιστές ποιητές (το είχε ζήσει ήδη πολύ «καλά» στο πετσί του αυτό ο Λόρκα) και έτσι ο Θερνούδα παίρνει το δρόμο της εξορίας, πρώτα στην Αγγλία (1938/46), έπειτα στις ΗΠΑ (1946/52) και τέλος στο Μεξικό (1952/63) όπου και θα αφήσει την τελευταία του πνοή, μακριά από την αγαπημένη του μισητή Ισπανία. Εξυπακούεται ότι ο Θερνούδα δεν έπαψε να γράφει ποίηση στην εξορία, αλλά, όπως τονίζει ο μελετητής του César Real Ramos «αν ο Θερνούδα αισθανόταν ήδη να αποτελεί ξένο σώμα στη χώρα του, στην εξορία θα το νιώσει ακόμα πιο έντονα» (1998: 429). Αυτό τον οδηγεί αρχικά σε μια ποίηση της νοσταλγίας: νοσταλγία της παιδικής ηλικίας, του έρωτα, της γενέθλιας γης, και αργότερα σε μια ποίηση με έντονο το συναίσθημα της απελπισίας απέναντι στην αέναη ροή του χρόνου. Οι τίτλοι των τελευταίων συλλογών του αναδεικνύουν εύγλωττα τη συναισθηματική κατάσταση του δημιουργού: Vivir sin estar viviendo [Ζώντας δίχως να ζεις], 1949, Con las horas contadas [Με τις ώρες μετρημένες], 1956, όπως και οι παρακάτω φράσεις από το πεζό ποίημα «La casa» [«Το σπίτι»] από τη συλλογή Ocnos του 1942: «… Η ύπαρξή σου είναι υπερβολικά φτωχή και ευμετάβλητη μονολογείς, γράφοντας κάποιες γραμμές στα όρθια, γιατί δεν έχεις ούτε καν τραπέζι, τα βιβλία σου (όσα έσωσες) σπαρμένα εδώ κι εκεί, το ίδιο και τα χαρτιά σου. Στο κάτω κάτω ο καιρός που σου μένει είναι λίγος και ποιος ξέρει αν δεν αξίζει περισσότερο να ζεις έτσι, γυμνός από κάθε ιδιοκτησία, έτοιμος πάντα για αναχώρηση» (μτφ. Αντώνης Κουτσουραδής).
Αναφέραμε προηγουμένως ότι η πλειοψηφία των ποιητών της Γενιάς του ’27 είχε γίνει γνωστή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τις μεταφράσεις του Καζαντζάκη ήδη από το 1933. Δυστυχώς η πρώτη ολοκληρωμένη παρουσίαση του έργου του Θερνούδα στα ελληνικά άργησε… πενήντα χρόνια: έγινε μόλις το 1982. Αλλά και η Ευρώπη άργησε αρκετά να τον «ανακαλύψει». Γράφει σχετικά με αυτό το ζήτημα ο Νίκος Δαββέτας: «Για πολιτικούς κυρίως λόγους, η συνολική προσφορά του στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία δεν έγινε ευρύτατα γνωστή όσο ζούσε, η μεταθανάτια όμως φήμη του μόνο με αυτή του Λόρκα, του Πεσσόα και του Καβάφη θα μπορούσε να συγκριθεί. Δυστυχώς, στη χώρα μας άργησε πολύ να μεταφρασθεί το έργο του. […] Η πρώτη ολοκληρωμένη παρουσίασή του γίνεται μόλις το 1982 σε ένα ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού Εκηβόλος με την επιμέλεια του Β. Διοσκουρίδη» (Δαββέτας, 2001). Ακολούθησε, πολλά χρόνια αργότερα, το 2004, ένα αφιέρωμα του Βασίλη Αλεξίου στο περιοδικό Ουτοπία. Ενδιάμεσα, ο Αντώνης Κουτσουραδής είχε βγάλει στις εκδόσεις Ίκαρος τις δύο μοναδικές ποιητικές συλλογές του Θερνούδα που κυκλοφορούν στα ελληνικά: Παραλλαγές πάνω σε μεξικάνικο θέμα το 1994 και Όκνος το 2001. Με αφορμή αυτήν την τελευταία έκδοση έγραφε η Μαρία Τσάτσου τον Ιανουάριο του 2002 στην Καθημερινή: «δεν λείπει ποτέ από τον Θερνούδα η γαιώδης υπόσταση του κορμιού και η ακατανίκητη έλξη του. […] Έζησε τον εμφύλιο και οραματίστηκε τον σοσιαλισμό, αυτοεξόριστος, πλάνης, ιδιόρρυθμος και φλογερός, λεπτός και απόμακρος, αλλά και πολύ μέσα στη βιαιότητα της εποχής του, ο Θερνούδα στέκεται δίπλα στον Λόρκα, σαν η άλλη πλευρά αυτού του φανταστικού νομίσματος, που αν εξαργυρώνεται κάπου, είναι στην ονειρική χώρα της πάντα ερωτευμένης και αναρχικής ψυχής».
Της ερωτευμένης, αναρχικής, μοναχικής ψυχής… Ο ερωτισμός και η ερημία είναι χαρακτηριστικά εμφανή δια «γυμνού οφθαλμού» σε όλο το έργο του Θερνούδα. Εμείς επιλέξαμε να παρουσιάσουμε εδώ απόψε μια μικρή «ελεγεία της μοναξιάς», έξι ποιήματα (μεταφρασμένα από έξι διαφορετικούς μεταφραστές) που αντανακλούν κατά τρόπο σπαρακτικό το λόγο αυτού του κατατρεγμένου Ισπανού που περιπλανήθηκε άπατρις στον κόσμο με μοναδικό καταφύγιο τη μητρική του γλώσσα.

Ο νωθρός

Με ανθρώπους σαν εσένα το εμπόριο θα ήταν
Πράγμα ελάχιστο και τόσο καθαρό που, αγορασμένο
Χωρίς ιδρώτα ούτε αίμα κανενός, θα άφηνε στη γη
Ανέγγιχτες τις φλέβες της. Αλλά στη φτώχεια σου
Το εμπόριο θα μπορούσε να ανοίξει ένα δρόμο.

Τα νότια μεσημέρια του καλοκαιριού,
Μέσα από μια πόλη ολόφωτη, άδειοι οι δρόμοι,
Θα κρατούσες σε καλάθι στεφάνια από γιασεμιά,
Και μανόλιες, από μια ευωδιαστή φωλιά πράσινων φύλλων
Κρυμμένη η λευκότητά τους, σαν φτερά περιστεριού.

Πίσω από τα χαμηλά κάγκελα, αν μια γυναίκα ήθελε
Ίσως για τη σκοτεινή της χάρη το δροσερό στολίδι
Ενός λουλουδιού, να το πιάσει στα μαλλιά ή στο στήθος της,
Όπου θα ’μοιαζε χιόνι πάνω στο χώμα,
Ένα νόμισμα για αντάλλαγμα θα άφηνε στα χέρια σου.   

Έτσι, πέφτοντας το σούρουπο, θα μπορούσες εσύ
Από ένα διάφανο κρασί να πιεις τη χρυσαφένια ζέστη,
Δαγκώνοντας την απόλαυση ενός ψωμιού κι ενός φρούτου,
Και μετά σιωπηλός, ξαπλωμένος δίπλα στο ποτάμι,
Να βλέπεις να πάλλονται στη βαθιά νύχτα τα αστέρια

μετάφραση Χρήστος Σιορίκης  

El indolente (Como quien espera el alba, 1941/44)

Con hombres como tú el comercio sería
Cosa leve y tan pura que, sin pudor ni sangre
De ninguno comprada, dejaría a la tierra
Intactos sus veneros. Pero a tu pobreza
El comercio podría allanarle un camino.

Durante las tardes meridionales del verano,
A través de una clara ciudad, solas las calles,
Llevarías en cestillo guirnaldas de jazmines,
Y magnolias, por un nido fragante de hojas verdes
Oculto su blancor, como alas de paloma.

Tras de las rejas bajas, si una mujer quisiera
Para su gracia oscura tal vez la fresca gala
De una flor, y prenderla en su pelo o en su pecho,
Donde ha de parecer nieve sobre la tierra,
Una moneda a cambio dejaría en sus manos.

Así, al ponerse la tarde, tú podrías
De un vino trasparente beber el calor rubio,
Mordiendo la delicia de un pan y de una fruta,
Y luego silencioso, tendido junto al río,
Ver latir en la honda noche las estrellas.

Άστε με μόνο

Η μια αλήθεια έχει το χρώμα της στάχτης,
η άλλη αυτό του πλανήτη.
Όμως όλες οι αλήθειες από τη γη ως τη γη
δεν αξίζουν όσο εκείνη η αλήθεια
που δεν έχει το χρώμα τους,
που αγνοεί πώς ο άνθρωπος γίνεται χιόνι.

Κι όσο για το ψέμα, αρκεί να πεις «αγαπώ»
και ήδη φυτρώνει μέσα στις πέτρες
και ανθίζει, και αντί για φύλλα φέρνει φιλιά,
αντί για αγκάθια αγκάθια.

Η αλήθεια, το ψεύδος
μοιάζουν χείλη γαλάζια,
το ένα μιλά, το άλλο μιλά.
Αλλά ποτέ δεν προδίδουν, αλήθειες ή ψεύδη,
το φρικτό μυστικό τους.

Αλήθειες και ψεύδη είναι πουλιά
που αποδημούν όταν τα μάτια πεθαίνουν.

μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης

Dejadme solo (Un río, un amor, 1929)

Una verdad es color de ceniza
Otra verdad es color de planeta;
Más todas las verdades, desde el suelo hasta el suelo,
No valen la verdad sin color de verdades,
La verdad ignorante de cómo el hombre suele encamarse en la nieve.

En cuanto a la mentira, basta decirle “quiero”
Para que brote entre las piedras
Su flor, que en vez de hojas luce besos,
Espinas en lugar de espinas.

La verdad, la mentira,
Como labios azules,
Una dice, otra dice;
Pero nunca pronuncian verdades o mentiras su secreto torcido;
Verdades o mentiras
Son pájaros que emigran cuando los ojos mueren.

Η μοναξιά

Η μοναξιά βρίσκεται σε όλα για σένα, και όλα για σένα βρίσκονται στη μοναξιά. Νησί της Ευτυχίας όπου τόσες φορές κατέφυγες, συμφιλιωμένος μάλλον με τη ζωή και τις προθέσεις της, κουβαλώντας εκεί, όπως εκείνος που κουβαλά από την αγορά κάποια λουλούδια που τα πέταλά τους θα ανοίξουν κατόπιν με φρόνιμη πληρότητα, την αναταραχή που σιγά σιγά θα κάνει να κατακάτσουν οι εικόνες, οι ιδέες.
Υπάρχουν εκείνοι που όντας μέσα στη ζωή την αντιλαμβάνονται βιαστικά και είναι οι αυτοσχεδιαστές αλλά υπάρχουν επίσης κι εκείνοι που χρειάζονται να αποστασιοποιηθούν από εκείνη για να τη δουν περισσότερο και καλύτερα και είναι οι παρατηρητές. Το παρόν είναι υπερβολικά τραχύ, όχι σπάνια γεμάτο ειρωνικό σολοικισμό, και πρέπει να αποστασιοποιηθεί κανείς απ’ αυτό για να καταλάβει την έκπληξη και την επανάληψή του.
Ανάμεσα στους άλλους κι εσένα, ανάμεσα στον έρωτα κι εσένα, ανάμεσα στη ζωή κι εσένα, βρίσκεται η μοναξιά. Όμως αυτή η μοναξιά που σε χωρίζει απ’ όλα δεν σε θλίβει. Γιατί θα έπρεπε να σε θλίβει; Αν λογαριαστείς με όλα, με τη γη, την παράδοση, τους ανθρώπους, σε κανέναν δεν οφείλεις τόσα όσα στη μοναξιά. Λίγο ή πολύ, ό,τι κι αν είσαι σ’ εκείνη το οφείλεις. Παιδί, όταν τη νύχτα κοίταζες τον ουρανό, που τα αστέρια του έμοιαζαν φιλικές ματιές που γέμιζαν τη σκοτεινιά με μυστηριώδη συμπάθεια, η ευρύτητα των χώρων δεν σε φόβιζε αλλά απεναντίας, σε κρατούσε μετέωρο σε καλοδεχούμενη σαγήνη. Εκεί, ανάμεσα στους αστερισμούς έλαμπε ο δικός σου, διαυγής σαν το νερό, φωτοβόλος σαν τον άνθρακα που είναι το διαμάντι: ο αστερισμός της μοναξιάς, αόρατος στους πολλούς, προφανής και αγαθοποιός για μερικούς, ανάμεσα στους οποίους είχες την τύχη να συγκαταλέγεσαι.

μετάφραση Αντώνης Κουτσουραδής

La soledad (Ocnos, 1942)

La soledad está en todo para ti, y todo para ti está en la soledad. Isla feliz adonde tantas veces te acogiste, compenetrado mejor con la vida y con sus designios, trayendo allá, como quien trae del mercado unas flores cuyos pétalos luego abrirán en plenitud recatada, la turbulencia que poco a poco ha de sedimentar en imágenes, las ideas.
Hay quienes en medio de la vida perciben apresuradamente, y son improvisadores; pero hay también quienes necesitan distanciarse de ella para verla más y mejor, y son los contempladores. El presente es demasiado brusco, no pocas veces lleno de incongruencia irónica, y conviene distanciarse de él para comprender su sorpresa y reiteración.
Entre los otros y tú, entre el amor y tú, entre la vida y tú, está la soledad. Mas la soledad, que de todo te separa, no te apena. ¿Por qué habría de apenarte? Cuenta hecha con todo, con la tierra, con la tradición, con los hombres, a ninguno debes tanto como a la soledad. Poco o mucho, lo que tú seas, a ella se lo debes.
De niño, cuando a la noche veías el cielo, cuyas estrellas semejaban miradas amigas llenando la oscuridad de misteriosa simpatía: la vastedad de los espacios no te arredraba, sino al contrario, te suspendía en embeleso confiado. Allá entre las constelaciones brillaba la tuya, clara como el agua, luciente como el carbón que es el diamante: la constelación de la soledad, invisible para tantos, evidente y benéfica para algunos, entre los cuales has tenido la suerte de contarte.

Η αιτία των δακρύων

Η νύχτα επειδή είναι μελαγχολική στερείται συνόρων.
Η σκιά της, εξεγερμένη όπως ο αφρός,
Σπάει τους ευκολοσύντριφτους τοίχους
Που ντρέπονται για τη λευκότητά τους∙
Νύχτα που δεν μπορεί να είναι τίποτ’ άλλο παρά νύχτα.

Μπορεί οι εραστές να μαχαιρώνουν αστέρια,
Μπορεί η περιπέτεια να σβήνει μια μελαγχολία.
Αλλά εσύ, νύχτα, σπρωγμένη από την επιθυμία
Μέχρι την ωχρότητα του νερού,
Προσμένεις πάντα όρθια ένας θεός ξέρει τι αηδόνια.

Πιο πέρα ριγούν οι άβυσσοι
Κατοικημένες από φτερωτά ερπετά,
Προσκεφάλι ασθενών
Που δεν κοιτούν τίποτα πέρα από τη νύχτα
Καθώς φυλακίζουν τον αέρα μέσα στα χείλη.

Η νύχτα, η εκτυφλωτική νύχτα,
Που στις γωνιές σιμά λικνίζει τους γοφούς,
Προσμένοντας ένας θεός ξέρει ποιον,
Όπως εγώ, όπως όλοι.

μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Razón de las lágrimas (Un río, un amor, 1929)

La noche por ser triste carece de fronteras.
Su sombra, en rebelión como la espuma,
Rompe los muros débiles
Avergonzados de blancura;
Noche que no puede ser otra cosa sino noche.

Acaso los amantes acuchillan estrellas,
Acaso la aventura apague una tristeza.
Mas tú, noche, impulsada por deseos
Hasta la palidez del agua,
Aguardas siempre en pie quién sabe a cuáles ruiseñores.

Más allá se estremecen los abismos
Poblados de serpientes entre pluma,
Cabecera de enfermos
No mirando otra cosa que la noche
Mientras cierran el aire entre los labios.

La noche, la noche deslumbrante
Que junto a las esquinas retuerce sus caderas,
Aguardando quién sabe,
Como yo, como todos.

Άνοιξη παλιά

Τώρα, στην πορφυρή δύση του απογεύματος
Με άνθη πια οι μανόλιες μουσκεμένες στη δροσιά,
Το να περνάς αυτούς τους δρόμους, όταν βγαίνει
Το φεγγάρι στον αέρα, θα ’ναι σαν ξυπνητός να ονειρεύεσαι.

Τον ουρανό με το παράπονό του θα κάνουν πιο απέραντο
Σμήνη χελιδονιών, το νερό σε μια πηγή
Καθαρά θα ελευθερώνει τη βαθιά φωνή της γης
Σε λίγο ο ουρανός κι η γη θα μείνουν σιωπηλά.

Σε μια γωνιά κάποιου προαύλειου, μονάχος
Με το χέρι στο μέτωπο, ένα φάντασμα
Που επιστρέφει, θα έκλαιγες σκεπτόμενος
Πόσο ωραία υπήρξε η ζωή και πόσο ανώφελη.

μετάφραση Βασίλης Λαλιώτης

Primavera vieja (Como quien espera el alba, 1941/44)

Ahora, al poniente morado de la tarde,
En flor ya los magnolios mojados de rocío,
Pasar aquellas calles, mientras crece
La luna por el aire, será soñar despierto.

El cielo con su queja harán más vasto
Bandos de golondrinas: el agua en una fuente
Librará puramente la honda voz de la tierra;
Luego el cielo y la tierra quedarán silenciosos.

En el rincón de algún compás, a solas
Con la frente en la mano, un fantasma
Que vuelve, ¿llorarías pensando
Cuán bella fue la vida y cuán inútil?

Δεν είναι η αγάπη που πεθαίνει

Δεν είναι η αγάπη που πεθαίνει,
Είμαστε εμείς οι ίδιοι.

Πρώτη αθωότητα
Ακυρωμένη στον πόθο,
Λησμονιά του εαυτού μας σε μιαν άλλη λησμονιά,
Κλαδιά μπλεγμένα
Γιατί να ζείτε αν μια μέρα χαθείτε;

Ζει μονάχα αυτός που κοιτάει
Πάντα μπροστά του τα μάτια της αυγής του,
Ζει μονάχα αυτός που φιλάει
Εκείνο το κορμί του αγγέλου που η αγάπη θα σήκωνε.

Φαντάσματα καημού,
Μακριά, οι άλλοι,
Αυτοί που τούτη την αγάπη χάσανε,
Σαν μιαν ανάμνηση μέσα σε όνειρα,
Διατρέχοντας τους τάφους
Σφίγγουν άλλο κενό.

Προς τα εκεί πάνε και στενάζουν,
Όρθιοι νεκροί, ζωές πίσω από την πέτρα,
Χτυπώντας αδυναμία,
Γρατσουνίζοντας τη σκιά
Με άχρηστη τρυφερότητα.

Όχι, δεν είναι η αγάπη που πεθαίνει.

μετάφραση Βασίλης Αλεξίου

No es el amor quien muere (Donde habite el olvido, 1934)

No es el amor quien muere,
Somos nosotros mismos.

Inocencia primera
Abolida en deseo,
Olvido de sí mismo en otro olvido,
Ramas entrelazadas,
¿Por qué vivir si desaparecéis un día?

Sólo vive quien mira
Siempre ante sí los ojos de su aurora,
Sólo vive quien besa
Aquel cuerpo de ángel que el amor levantara.

Fantasmas de la pena,
A lo lejos, los otros,
Los que ese amor perdieron,
Como un recuerdo en sueños,
Recorriendo las tumbas
Otro vacío estrechan.

Por allá van y gimen,
Muertos en pie, vidas tras de la piedra,
Golpeando la impotencia,
Arañando la sombra
Con inútil ternura.

No, no es el amor quien muere.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

García de la Concha, Víctor (2005). «Introducción» στην Antología comentada de la generación del 27. Μαδρίτη, Colección Austral, σελ. 15-89.
Garrote Bernal, Gaspar (1996). Trayectorias poéticas del Veintisiete. Μαδρίτη, Magisterio Español.
Mainer, José Carlos (1999). La edad de plata. Μαδρίτη, Cátedra.
Mateo Gombarte, Eduardo (1996). El concepto de generación literaria. Μαδρίτη, Síntesis.
Mora, Vicente Luis (2006). Singularidades, ética y poética de la literatura española actual. Μαδρίτη, Bartleby Editores.
Pedraza, Felipe B. και Rodríguez, Milagros (2000). Historia esencial de la literatura española e hispanoamericana. Μαδρίτη, Πόλη του Μεξικού, Μπουένος Άιρες, EDAF.
Real Ramos, César (1998). «Luis Cernuda» στο Διάφοροι Συγγραφείς Antología comentada de la generación del 27. Μαδρίτη, Espasa Calpe, σελ. 425-471.
Αλεξίου, Βασίλης (2004). «Luis Cernuda: Εννιά ποιήματα». Ουτοπία, τεύχος 62, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2004, σελ. 153-172.
Δαββέτας, Νίκος (2001). «Χωρίς πατρίδα, χωρίς θεό…». Το Βήμα, 27 Μαΐου 2001.
Τσάτσου, Μαρία (2002). «Χρόνος το ανίκητο τέρας». Η Καθημερινή, 13 Ιανουαρίου 2002.


Το παρόν κείμενο παρουσιάσθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2014, στο Κολλέγιο Αθηνών, σε εκπαιδευτικό σεμινάριο με τίτλο «Το αθλητικό ιδεώδες στην ποίηση»



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου