Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

La bombilla fiada του Αntonio Pereira στα ελληνικά

 

Αντόνιο Περέιρα 




 

Η λάμπα βερεσέ

 

Απ’ όλη την άχρηστη πια χαρτούρα που άφησε πίσω του ο πατέρας μου, έχω σε μεγαλύτερη εκτίμηση το τεφτέρι με τα βερεσέδια· είναι σαν μια ιστορία που ξαναζωντανεύει όταν ανατρέχει κανείς σε αντικείμενα, τιμές, ονόματα ανθρώπων. Η κυρία Μαρία η Γκαϊντατζού ήταν ιδιαιτέρως ζημιάρα το 1926, έφτασε να χρωστάει σχεδόν δεκαπέντε πεσέτες μόνο για εσπαντρίγιες από σχοινί, πέντε ζευγάρια, εκείνες που αγόρασε την ημέρα της Παναγίας τον Αύγουστο διευκρινίζεται ότι ήταν λευκές. Άνθρωποι διαφόρων επαγγελμάτων έφυγαν απ’ αυτόν τον κόσμο αφήνοντας πίσω τους χρέη για μυστριά, παλέτες, συρματοκόπτες κι άλλα εργαλεία. Ήταν και κάποιοι κύριοι που δεν τολμώ να κατονομάσω· αυτοί έστελναν τον υπηρέτη τους μ’ ένα κομψό μπιλιέτο: «Θα σου ήμουν ευγνώμων αν του έδινες δύο κουτιά από τα φυσίγγια που παίρνω, διαμετρήματος 16 κεντρικού πυρός, θα σου τα πληρώσω την Τρίτη». Ο πατέρας μου –να τα λέμε κι αυτά– λησμονούσε μερικές φορές να σβήσει τα χρέη όταν τον ξοφλούσαν, όπως μπορούσε να ξεχάσει να σημειώσει όταν έπαιρναν κάτι.

Τσαντιζόταν. Έψελνε τα εξ αμάξης για το κακό συνήθειο τού «Γραψ’ τα, θα σ’ τα πληρώσω αύριο μεθαύριο». Ποτέ του όμως δεν έκανε τη χοντράδα να βάλει μια δήθεν χιουμοριστική ταμπέλα, όπως αυτές που βλέπουμε σ’ άλλες επιχειρήσεις: ΣΗΜΕΡΑ ΜΟΝΟ ΤΟΙΣ ΜΕΤΡΗΤΟΙΣ, ΕΠΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙ ΙΣΩΣ ΚΑΠΟΙΑ ΜΕΡΑ. Αυτό που έκανε ήταν μεγαλόσχημα σχέδια ότι θα το περιόριζε, όρκους ότι αυτό δεν ήταν κανένα χάρβαλο κι ότι το τζάμπα είχε πεθάνει.

Εγώ δεν είχα κανέναν λόγο να αμφισβητήσω τη θέληση του πατέρα μου.

Μια Κυριακή του χειμώνα είχα μείνει μόνος στο σπίτι, χαρούμενος που δεν θα μ’ ενοχλούσε κανείς καθώς θα χρωμάτιζα με ξυλομπογιές τους άγραφους χάρτες που μας είχαν δώσει στο σχολείο. Οι γονείς μου είχαν πάει σινεμά, εκείνο το απόγευμα παιζόταν Το σημάδι του σταυρού. Ο αδελφός μου και οι αδερφές μου, είχαν τις δικές τους ασχολίες. Εγώ ήμουν στον έβδομο ουρανό, με τα πόδια μου στο μαγκάλι κάτω από το τραπέζι και τη σιγουριά ότι κανείς δεν θα μου έλεγε κλείσε τα παραθυρόφυλλα στο σαλόνι ή πήγαινε στο ψιλικατζίδικο για γραμματόσημα. Με πολλή προσοχή είχα χρωματίσει την Παλιά Καστίλλη και τώρα είχα μπροστά μου το περίγραμμα της περιφερειακής ενότητας στην οποία ανήκαμε, της Λεόν, με τις πέντε επαρχίες της που τις μαθαίναμε και τις αποστηθίζαμε με αμετάβλητη σειρά: Λεόν, Θαμόρα, Σαλαμάνκα, Βαγιαδολίδ και Παλένθια. Χτύπησαν δειλά το ρόπτρο του σπιτιού μας κι εγώ έκανα ότι δεν άκουσα. Χτύπησαν ξανά και πήγα δίχως φόβο, εκείνη την εποχή όλες οι εξώπορτες ήταν ανοιχτές και τα κλειδιά απέξω.

«Είναι εδώ η μητέρα σου;», θέλησε να μάθει η Πάκα η Υφάντρα.

«Είμαι μονάχος και μελετάω, από σύμπτωση σου ανοίγω».

«Για δες τότε, αγόρι μου, αν μπορείς ΕΣΎ να μου δώσεις μια λάμπα λίγων βατ, γιατί η καταραμένη μόλις κάηκε και δεν βλέπω ούτε την προσευχή μου να κάνω», μιλούσε με μεγάλη ταπεινότητα αυτή η γυναίκα που ήταν η μεγαλύτερη καβγατζού της γειτονιάς.

«Δεν είναι ώρες αυτές, κι επιπλέον είναι Κυριακή, δεν είμαστε φαρμακείο», διασκέδαζα με το να κάνω δύσκολη τη ζωή στους ανθρώπους.

«Αν ήταν εδώ η μητέρα σου!», αναστέναξε η Πάκα που δεν έπιανε στο στόμα της τον πατέρα μου.

Πήρα το κλειδί του μαγαζιού και κατεβήκαμε· εγώ ήξερα πού ήταν όλα τα ηλεκτρολογικά και επιπλέον μου άρεσε κι ο δοκιμαστής λαμπτήρων, έπρεπε να τους τσεκάρεις μπροστά στον πελάτη για να μην επιστρέψει κανείς αργότερα παραπονούμενος. Το κύκλωμα, όπως συνέβαινε πάντα, λειτούργησε. Η Πάκα μου είπε να γράψω τη λάμπα και ότι θα πλήρωνε τη Δευτέρα ή την Τρίτη, κι εγώ της είπα ότι αυτό με την καμία, ότι το σπίτι μας δεν ήταν κανένα χάρβαλο, ότι οι τιμές ήταν καθορισμένες και οι πωλήσεις γίνονταν τοις μετρητοίς.

Το είπα στους γονείς μου όταν επέστρεψαν από το σινεμά. Καλά, είπε ο πατέρας μου, το είπε αφηρημένος, γιατί ήταν ακόμη εντυπωσιασμένος από την ταινία για τους μάρτυρες της πίστεως. Αλλά, με το που άρχισε να τρώει τη σούπα του με τον φιδέ, σήκωσε το κεφάλι του, με κοίταξε και χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι. Οι οργισμένες αντιδράσεις του πατέρα μου ήταν απρόβλεπτες. Και τρομακτικές. Μια λάμπα δεν είναι είδος πολυτελείας, είπε. Το φως είναι του Θεού και δεν επιτρέπεται να το στερήσεις από έναν χριστιανό. (Έναν χριστιανό, αυτό είπε, στις ταινίες τα λιοντάρια έτρωγαν τους χριστιανούς). Εγώ κοκκίνησα όχι τόσο από τον φόβο μου όσο από αγανάκτηση, δεν καταλάβαινα γιατί ο πατέρας μου, ο νομοθέτης, ήταν ο πρώτος που παραβίαζε τους δικούς του νόμους.

Αναγκάστηκα να προβώ σε άμεση επανόρθωση, κι αυτή την τελευταία πράξη την εκτέλεσα κλαίγοντας από οργή. Αλλά τώρα χαίρομαι που το αφηγούμαι, χαίρομαι που πήγα με μια λάμπα Osram 110 volt, 25 βατ, βιδωτή, τύπου Edison, στην ανηφόρα των υφαντάδων, στις έντεκα το βράδυ μιας χειμωνιάτικης Κυριακής του χίλια εννιακόσια τριάντα κάτι.


Ο Antonio Pereira González (Βιγιαφράνκα δελ Μπιέρθο 1923 - Λεόν 2009) θεωρείται από τους μεγαλύτερους ισπανούς διηγηματογράφους. Το παρόν διήγημα είναι από τη συλλογή Cuentos de la Cábila (2000) που θα κυκλοφορήσεις σε συλλογική μετάφραση (Μαρία Αθανασιάδου, Θεώνη Κάμπρα, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος) από τις εκδόσεις Opera το 2025.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου