Πέμπτη 17 Αυγούστου 2023

Μικρές κόκκινες γυναίκες [Pequeñas mujeres rojas] της Μάρτα Σανθ [Marta Sanz], απόσπασμα

 

Σουφράν, καλοκαίρι, 2012

 

Αγαπητή Λουθ:

Σου γράφω για να δω. Είσαι o διακόπτης του πορτατίφ μου τη νύχτα ή ο φακός μου στη σοφίτα. Mες στο σκοτάδι, όταν όλο το σπίτι αναπνέει υπό τους θορύβους της άπνοιας του Σαμουέλ, ο Νταβίδ μπαίνει στην κρεβατοκάμαρά μου, σηκώνει την κουβερτούλα και ψάχνει το ανομολόγητο που κρύβω κάτω από τα σκεπάσματα. Σε διαβεβαιώνω ότι δεν κάνουμε καθόλου θόρυβο. Έπειτα με φιλάει με το στόμα του που θυμίζει επιδόρπιο και το δωμάτιο γίνεται κόκκινο από την πυράκτωση βολφραμίου στα κόκκινα μάτια του. Τότε εγώ τον ρωτάω πράγματα με το πρόσωπό μου στραμμένο προς τον τοίχο: «Και δεν έχετε κανέναν νεκρό, κανέναν αγνοούμενο, κανένα πολεμικό ανδραγάθημα, κάποιον εξόριστο θείο;». Ο Νταβίδ γελάει μαζί μου: «Ακούγεται σαν ψέμα, Πάουλι, ακούγεται σαν ψέμα».

Δεν ξέρω γιατί οι άντρες αρχίζουν και με αποκαλούν Πάουλι απ’ όταν πάω στο κρεβάτι μαζί τους. Ίσως το σεξ να με συρρικνώνει και τότε αρχίζουν να με βλέπουν σαν τον μικρό τους σκίουρο ή σαν το δίχως ουρά σαμιαμίδι τους. «Τι είναι αυτό που ακούγεται σαν ψέμα;». Ο Νταβίδ κάπως με αγχώνει: «Το ότι δεν ξέρεις να μετράς με τα δάχτυλά σου. Να κοιτάς γύρω σου». Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω: ένα σπίτι που χρειάζεται ένα χέρι βάψιμο και μυρίζει σαν σπηλιά και σαν κλουβί με κουνέλια. Ένα μπαρ που μυρίζει αλκοόλ. Άσχημα καλύμματα πάνω σε κρεβάτια μονάστερου ξενοδοχείου. Έπιπλα περασμένα –λαδωμένα, γυαλισμένα, κολλώδη– με μια απροσδιόριστη λιπαντική ουσία. Βλέπω τη βαθιά βρομιά και την προσπάθεια να δείχνουν τα πάντα απαστράπτοντα. Καδράκια με φωτογραφίες από φαινομενικά ευτυχισμένους καιρούς. Το πάγωμα της ζωής στα τριάντα. Η Αναλία κρατάει τον γιο της από τους ώμους και τον τραβάει προς το σώμα της, σαν να θέλει να τον κυοφορήσει ξανά. Βλέπω πιατικά Duralex και μια κουζίνα εξοπλισμένη με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Η μηχανή άλεσης κρέατος με τρομάζει. Βλέπω στρογγυλά τραπέζια με ηλεκτρικές σόμπες από κάτω, καλυμμένα μέχρι το πάτωμα με χράμια. Βλέπω, βλέπω μια λερή επιφάνεια σαν κρούστα, όχι εντελώς βρόμικη, που κρύβει πράγματα που δεν μπορώ να καταλάβω. «Είμαι κελεπούρι». Τώρα μου φαίνεται ότι ο εραστής μου έχει συρρικνωθεί τόσο που έχει μετατραπεί σε ένα μικροσκοπικό ον. Εκείνος μου δίνεται κι εγώ σκέφτομαι σαν να κάνω μια διαίρεση: «Ένα το κρατούμενο».




«Αυτή είναι η σπηλιά του Αλί Μπαμπά, Πάουλα. Αλλά χωρίς κλέφτες». Ο Νταβίδ εκφράζεται σχεδόν με υπερηφάνεια. Μου λέει ότι είναι η πιο πλούσια οικογένεια στο χωριό κι εγώ θέλω να αποφύγω να του πω δυνατά ότι ο πλούτος δεν προέρχεται μόνο από την ικανότητα στην εργασία. Εγώ έχω έρθει εδώ για να θυμηθώ και να ξεχάσω. Να ξεχάσω ενώ αναπλάθω αναμνήσεις που δεν είναι ακριβώς δικές μου, αλλά που, κατά κάποιον τρόπο, ανήκουν και σ’ εμένα. Έχω έρθει να καταγράψω τα λείψανα σε τάφους, να αναπλάσω ιστορίες που διακόπηκαν άξαφνα, να εντοπίσω νέους ενταφιασμούς κρυμμένους ανάμεσα στις κρυμμένες μνήμες μισοπεθαμένων ανθρώπων. Εξαντλημένων. Η υποχρέωση της σούπας από γογγύλια και τα παιδιά που δεν ψηλώνουν γιατί σταματάει απότομα η ανάπτυξή τους. Ήρθα εδώ για να συνδέσω τη φτώχεια που επιμένει, πίσω από τη φανταχτερή βιτρίνα, με τα μυθιστορήματα για τον εμφύλιο, που εξακολουθούν να έχουν διφορούμενους πρωταγωνιστές.

Οραματίζομαι πολύ καθαρά μια εικόνα που είναι μια ιδέα: κάτω από τα θεμέλια των σπιτιών, αποτελώντας το λίπασμα για τους κήπους με τα κόκκινα τριαντάφυλλα σαν στάμπα σε φλοράλ σπανιόλικο φόρεμα –ποτέ το φλοράλ δεν συνδυάστηκε καλύτερα με άλλο επίθετο– κείτονται τα νεκροταφεία των Ινδιάνων. Οι Ινδιάνοι είναι πολύ, μα πάρα πολύ τσαντισμένοι, κι έτσι, είναι πολύ πιθανό αύριο, όταν σκουπίσω τον αχνό που θολώνει τον καθρέφτη μου και αναγνωρίσω το προφίλ του προσώπου μου, το δέρμα μου να αποσυντεθεί ξαφνικά και να γεμίσει σκουλήκια όπως τα δέρματα που κάποτε κάλυπταν τις νεκροκεφαλές που κάθε μέρα μού χαμογελούν όταν τελικά βλέπουν το φως της μέρας. Λέω: «Μερικές φορές τα πλούτη είναι η πληρωμή για υπηρεσίες που έχουν προσφερθεί. Μπορεί κάποτε οι πλούσιοι να ήταν οι υπάκουοι». Ο Νταβίδ μου πάει λίγο κόντρα. Όσο πρέπει ώστε να μην θέσει σε κίνδυνο τον εκκολαπτόμενο έρωτά μας: Η Αναλία σηκώνεται στις πέντε το πρωί, κάθε μέρα, φροντίζει τον πεθερό της, ανοίγει το μπαρ, πλένει τα πιάτα, κάνει τα ψώνια, ετοιμάζει τα φαγητά, τακτοποιεί τα δωμάτια του μονάστερου ξενοδοχείου της με τη βοήθεια μιας κοπέλας που έρχεται για τρεις ώρες, μέρα παρά μέρα, μόνο κατά την υψηλή περίοδο, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι οποιαδήποτε περίοδος σε τούτο το χωριό. Η Αναλία έχει αναλάβει όλη τη διαχείριση του σπιτιού. Σιδερώνει τα κορσάζ. Εξακολουθεί ακόμη να υποστηρίζει ότι οι φακές έχουν πετρούλες και τις καθαρίζει σαν να μην έχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια από τότε που τα όσπρια συσκευάζονται χωρίς πετραδάκια και μαμούνια. Η Αναλία μερικές φορές έχει λεκέδες στα πουλόβερ της. Είναι ξεχτένιστη. Δεν φοράει γάντια για να πλύνει τα ψηλά λεπτά ποτήρια και τα χέρια της είναι σαν δύο σαλάμια μπύρας. «Κι αν η μητέρα μου απλώς υποκρίνεται, Πάουλι;». Δεν ξέρω αν ο εραστής μου αστειεύεται ή αν σοβαρολογεί. Αν με προειδοποιεί ή αν με κοροϊδεύει. «Δεν ξέρεις, άγγελε του έρωτα, ότι πολλοί πλούσιοι άνθρωποι προσποιούνται για να μην τρυπώσει κανείς στο σπίτι τους, για να μην χρειάζεται να δίνουν εξηγήσεις; Ο πλούτος σπάνια έχει σχέση με την επίδειξη» λέει και αμέσως μετά ξελέει: «Μερικές φορές ούτε εγώ την καταλαβαίνω πολύ καλά». Ενόσω της Αναλία της βγαίνει ο πάτος, ο εραστής μου κι εγώ ψιθυρίζουμε. Η πιθανότητα να μας ακούσει κάνει το έντερό μου να συσπάται. Να συστρέφεται.


Το μυθιστόρημα Μικρές κόκκινες γυναίκες της Μάρτα Σανθ θα κυκλοφορήσει τον Δεκέμβριο του 2023 από τις εκδόσεις Carnívora, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου