Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Αλφρέδο Μπράις Ετσενίκε: Πριν από το ραντεβού με τους Λινάρες


Αλφρέδο Μπράις Ετσενίκε

Πριν από το ραντεβού με τους Λινάρες

Στη Μερσέδες και τον Αντόνιο, πάντα

«Όχι, όχι, γιατρέ ψυχίατρε, δεν μπορείτε να με εννοήσετε· δεν πρόκειται περί αυτού, γιατρέ ψυχίατρε, θα έλεγα πως πρόκειται περισσότερο για αϋπνίες, για παράξενα όνειρα… πολύ παράξενα…»
            «Εφιάλτες…»
            «Μην με διακόπτετε, γιατρέ ψυχίατρε, πρόκειται για πολύ παράξενα όνειρα, αλλά δεν είναι εφιάλτες. Οι εφιάλτες προκαλούν φόβο και εγώ δεν νιώθω φόβο, ή μάλλον, νιώθω λίγο φόβο αλλά περισσότερο πριν πέσω στο κρεβάτι μου και όση ώρα κάνει να με πάρει ο ύπνος, μετά έρχονται τα όνειρα, αυτά που εσείς αποκαλείτε εφιάλτες, γιατρέ ψυχίατρε, αλλά σας λέω πως δεν είναι εφιάλτες γιατί δεν με τρομάζουν, θα έλεγα ότι είναι χαριτωμένα, γιατρέ ψυχίατρε…»
            «Σεμπαστιάν, μην με αποκαλείς γιατρέ ψυχίατρε, είναι σαν να με αποκαλούσες κύριε μίστερ Χουάν Λούνα. Να με φωνάζεις γιατρέ ή Χουάν αν σε βολεύει περισσότερο…»
            «Ναι, γιατρέ ψυχίατρε, είναι κάτι όνειρα πραγματικά χαριτωμένα, η πιο μεγάλη από τις θείες μου με τις κυλόττες, η γιαγιούλα μου με πατίνι και το περασμένο βράδυ εσείς να χέζετε, σχεδόν σίγουρα, γιατρέ ψυχίατρε… δεν μπορώ να αποφύγω τη λέξη ψυχίατρε, γιατρέ… ψυχίατρε… το βλέπω μπροστά μου, εσείς να χέζ…»
            «Έλα, έλα, Σεμπαστιάν. Βάλε σε κάποια τάξη τις ιδέες σου, έχε λίγο τον έλεγχο, πάμε στο θέμα, πιάσε την ιστορία από την αρχή, από όταν ξεκινάει το ταξίδι…»
            «Ναι, γιατρέ ψυχίατρε… να χέζετε…»
            «Στο είχα πει: ένα καφέ δεν είναι το κατάλληλο μέρος για να έχουμε μια συνεδρία, κάθε τρεις και λίγο γυρνάς για να δεις ποιος μπαίνει. Θα έπρεπε να έχουμε συναντηθεί στο ιατρείο μου…»
            «Όχι, όχι, όχι, με τίποτα στο ιατρείο σας. Δεν είναι ανάγκη να πάρουμε αυτή την ιστορία στα σοβαρά, καταλάβετέ με: ένα ραντεβού με τον ψυχίατρο στο ιατρείο του και αμέσως φοβάμαι τι θα πω· εδώ, στο καφέ, όλα φαίνονται λιγότερο σημαντικά, εδώ δεν μπορείτε να κατεβάσετε τις περσίδες ούτε να με υποχρεώσετε να ξαπλώσω στον καναπέ, εδώ, πίνοντας τον καφέ μας, γιατρέ ψυχίατρε, γιατί αν δεν μου το σταματήσετε, γιατρέ ψυχίατρε, συγγνώμη, δεν μπορώ να πάψω να σας αποκαλώ έτσι, αν δεν μου το σταματήσετε, είναι καλύτερα να εξακολουθήσω να σας βλέπω να χέζετε, συγγνώμη… αλλά έτσι είναι, τα πάντα έτσι είναι, τις προάλλες, για παράδειγμα, θα σας πω ένα όνειρο από τα πιο χαριτωμένα, τις προάλλες ένας τεράστιος στρατός πήγαινε να εισβάλει σε μια χώρα, δεν ξέρω ποια, θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε, και ακριβώς πριν φτάσουν στα σύνορα άρχισαν όλοι να κάνουν πατίνι, σαν τη γιαγιούλα μου, και να πετάνε μπουγέλα νερού όπως γίνεται στο καρναβάλι, και μετά ξεκίνησε, στο όνειρο, το καρναβάλι του Ρίο μέχρι που ξύπνησα σχεδόν ευτυχισμένος… Το μόνο κακό είναι ότι ήταν ακόμα χαράματα, πέντε η ώρα… Κατά πως βλέπετε δεν πρόκειται για εφιάλτες ή τι να σας πω…»
            «Λίγη τάξη, Σεμπαστιάν. Άρχισε την ιστορία από τη στιγμή που αφήνεις το Παρίσι».

            Είχε φτιάξει τη βαλίτσα του τρεις μέρες πριν το ταξίδι γιατί ήταν προνοητικός, μανιακός και μεθοδικός. Είχε νοικιάσει σε άλλον το δωμάτιό του στο Καρτιέ Λατέν για τους τρεις μήνες του καλοκαιριού γιατί ήταν ένας φοιτητής μάλλον φτωχός. Είχε αποφασίσει να περάσει το καλοκαίρι στην Ισπανία γιατί είχε φίλους εκεί, γιατί λάτρευε τον Δον Κιχότε και γιατί ήθελε να δει τον Βίτι να ταυρομαχεί· ίσως επίσης για όλα όσα επρόκειτο να του συμβούν εκεί.
            Είχε νοικιάσει το δωμάτιό του σε έναν Ισπανό που ερχόταν να γράψει τη διατριβή του στη διάρκεια του καλοκαιριού. Ο Ισπανός κατέφθασε δύο μέρες νωρίτερα από την ημερομηνία που είχαν συμφωνήσει και χρειάστηκε να κοιμηθούν μαζί. Συζήτησαν. Καθώς ο Ισπανός δεν τον γνώριζε ακόμα πολύ καλά, του μίλησε για ανώδυνα πράγματα, δίχως ιδιαίτερη σημασία, ή μήπως όχι;
            «Αν λες ότι έχεις χάσει έξι κιλά, θα δεις πως θα τα ξαναπάρεις στην Ισπανία. Εκεί μπορείς να φας καλά και φθηνά».
            «Μισώ τα τρένα. Θέλω ως δια μαγείας να βρεθώ στη Βαρκελώνη».
            «Άνθρωπέ μου, ένα ταξίδι με τρένο στην εποχή μας μπορεί να είναι πολύ διασκεδαστικό. Θα δεις: ή θα συνταξιδέψεις με κάποιες Σουηδέζες ή Γερμανίδες και σε αυτή την περίπτωση, καθώς εσύ μιλάς Ισπανικά, τίποτα πιο εύκολο από το να επωφεληθείς από την περίσταση· ή, αντίθετα, θα βρεθείς με ισπανούς εργάτες που επιστρέφουν στη χώρα τους για διακοπές και τότε ψωμί, κρασί, τσορίθο, τρανζιστοράκια, σαν να ’ταν γιορτή, ούτε που θα καταλάβεις πώς πέρασε η ώρα, μην το συζητάς».
            Ο Ισπανός δεν τον συνόδευσε να πάρει το καταραμένο τρένο. Ο Σεμπαστιάν απεχθανόταν τα τρένα και είχε σηκωθεί πολύ νωρίς για να βρει το κάθισμά του στα βαγόνια δεύτερης θέσης, και για να μην καθίσει κάποιος άλλος στο μέρος του, αλλά και γιατί, μανιακός καθώς ήταν, ήταν πεπεισμένος ότι ο οδηγός του τρένου τον μισούσε και, προκειμένου να του τη σπάσει, θα ξεκινούσε, μόνο εκείνη τη μέρα, πριν την προκαθορισμένη ώρα. Ήταν ο πρώτος που ανέβηκε στο τρένο. Ο πρώτος που εντόπισε τη θέση του, που τοποθέτησε τις βαλίτσες του. Καθώς, τρία λεπτά αργότερα, το βαγόνι εξακολουθούσε να είναι άδειο, ο Σεμπαστιάν σηκώθηκε και βγήκε να διαπιστώσει ότι δεν υπήρχε στο ίδιο τρένο κάποιο άλλο βαγόνι με το ίδιο νούμερο ούτε, όταν πλέον είχε επιστρέψει στο βαγόνι του, κάποια άλλη θέση με το νούμερό του. Αυτό το τελευταίο το έκανε τρέχοντας, γιατί φοβήθηκε ότι κάποιος άλλος μπορεί να είχε καθίσει στη θέση του και τότε θα έπρεπε να έχει χρόνο για να πάει να αναζητήσει τον άνθρωπο του Οργανισμού ‒δεν ξέρει κανείς με ποιον θα χρειαστεί να τα βάλει‒ ώστε εκείνος να υποχρεώσει τον σφετεριστή να σηκωθεί. Άδεια. Η θέση του ήταν άδεια και ο Σεμπαστιάν την έβρισε επειδή δεν ήταν δίπλα στο παράθυρο, επειδή ήταν στη μέση και επειδή τώρα στο ταξίδι, όπως και στο σινεμά, κανείς δεν θα ’χει την παραμικρή ιδέα σε ποιο από τα δύο μπράτσα της θέσης θα πρέπει να στηρίξει τον αγκώνα του και αυτό μπορεί να προκαλέσει μίση στο κουπέ. Αλλά μπορεί και όχι γιατί δεν θα αργούσαν να εμφανιστούν δύο ανδαλουσιανοί εργάτες, μαζί με εκείνον τρεις άντρες, με κρασί, τσορίθο και τα τρανζιστοράκια τους, και αμέσως μετά τρεις Σουηδέζες, τρεις με τρεις, με τα μακριά τους πόδια, τα ξανθά τους μαλλιά, έτοιμες να πεθάνουν από ηλίαση σε κάποια παραλία της Μάλαγας. Εκείνος θα άρχιζε να μιλάει για τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, οι Ισπανοί θα κέρναγαν κρασί· στα δέκα λεπτά όλοι θα μιλούσαν με όλους, αλλά μισή ώρα αργότερα εκείνος θα μιλούσε πια μόνο με τη Σουηδεζούλα με την οποία επρόκειτο να παντρευτεί, δεν θα επιστρέψω πλέον στη χώρα μου, με την οποία επρόκειτο να εγκατασταθεί στη Στοκχόλμη και η οποία ήταν τόσο αταίριαστη με τη γλυκιά μικρούλα Βάσκα που θα τον υποχρέωνε να ριζώσει στην Γκιπούθκοα, ένα σπίτι στο βουνό και ποιήματα ποιήματα ποιήματα, τόσο αταίριαστη με τα πελώρια ερωτευμένα μαύρα μάτια της Σολεδάδ, της όμορφης Ανδαλουσιανής που τον πήγε στους ταύρους, τόσο αταίριαστη με την, που τον λάτρεψε τη στιγμή που ο Βίτι τούς αφιέρωσε τον ταύρο, τόσο αταίριαστη με την, Σαντιάγο Μαρτίν, Ελ Βίτι, θριαμβευτής… Όλα αυτά, όλα επρόκειτο να του συμβούν, αλλά πριν, πριν, γιατί μετά, μετά θα επέστρεφε στο Παρίσι για τις σπουδές του.
            Και οι πέντε έβγαλαν το ροζάριο και άρχισαν να προσεύχονται. Και οι πέντε. Δεν είχε αναχωρήσει καλά καλά το τρένο και οι πέντε έβγαλαν το ροζάριο και άρχισαν να προσεύχονται. Εκείνος δεν είχε ένα ρεβόλβερ να τις σκοτώσει και, επιπλέον, δεν του ήταν δυνατόν να τις μισήσει. Ήταν πεντακάθαρες οι πέντε καλογριούλες και τον είχαν χαιρετήσει μόλις μπήκαν στο κουπέ. Τότε το ταξίδι άρχισε να διαρκεί οκτώ ώρες μέχρι τα σύνορα· εξήντα λεπτά κάθε ώρα μέχρι τα σύνορα· οκτώ χιλιάδες ώρες μέχρι τα σύνορα και οι πέντε καλογριούλες θα ταξίδευαν ακούνητες μέχρι τα σύνορα και εκείνος πώς θα τα κατάφερνε να μην κατουρήσει μέχρι τα σύνορα γιατί υπήρχε μια άσπιλη ανάμεσα σε εκείνον και την πόρτα και δεν μπορούσε να της πει: «Μητέρα, σας παρακαλώ θέλω να πάω στην τουαλέτα», την ώρα που εκείνη ίσως προσευχόταν για εκείνον. Ούτε τους αγκώνες του μπορούσε να στηρίξει, ούτε το βιβλίο του να διαβάσει, πώς ήταν δυνατόν να διαβάζει τον Μαρκήσιο ντε Σαντ που είχε στην τσέπη του μπροστά σε εκείνες, πώς να έλεγε σε εκείνη που είχε βάλει τη βαλίτσα της πάνω στη δικιά του: «Μητέρα, σας παρακαλώ, θα μπορούσατε να πάρετε τη βαλίτσα σας πάνω από τη δική μου; Θα ήθελα να βρω ένα βιβλίο που έχω εκεί μέσα». Αισθανόταν τόσο κακός, τόσο κολασμένος ανάμεσα στις καλογριούλες. «Μητερούλα, χαρίστε μου μια εικονίτσα», σκέφτηκε, και εκείνη τη στιγμή τού ήρθε στο μυαλό αυτή η τόσο παράλογη εικόνα, οι καλογριούλες να μετράνε μαύρα φασόλια, μετά άλλη, οι καλογριούλες με πατίνι μέχρι τα σύνορα, και τότε ανακάθισε κάπως στη θέση του για να καθαρίσει το μυαλό του από τέτοιες ιδέες και για να δει αν κάποιο υγρό κουνιόταν στα νεφρά του και να διαπιστώσει αν είχε όρεξη να κατουρήσει ώστε να αρχίσει να κρατιέται μέχρι τα σύνορα.

«Και όταν αποκοιμήθηκα, γιατρέ ψυχίατρε, όχι για πάνω από μισή ώρα, γιατρέ ψυχίατρε, είμαι βέβαιος, σημειώστε το γιατί αυτή ήταν η πρώτη φορά που ονειρεύτηκα περίεργα πράγματα, αυτά τα χαριτωμένα όνειρα: οι καλογριούλες με πατίνι, σε μάχη σώμα με σώμα, να πετούν φασόλια η μία στο πρόσωπο της άλλης. Πιστεύω δε πως ξύπνησα γιατί μου ήρθε ένα φασόλι στο μάτι».
«Είσαι σίγουρος, Σεμπαστιάν, ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά;»
«Ναι, ναι, σίγουρος, σιγουρότατος. Και η δεύτερη φορά ήταν όταν λαγοκοιμόμουν σε εκείνο το παγκάκι στο Ιρούν, περιμένοντας το τρένο για Βαρκελώνη. Έριχνε καταρράκτες και είχαν βραχεί τα πόδια μου, γι’ αυτό άρπαξα εκείνο το καταραμένο το κρυολόγημα… Καταραμένη βροχή».
«Και οι μοναχές;»
«Οι καλογριούλες πήραν άλλο τρένο με κατεύθυνση προς Μαδρίτη. Εγώ τις βοήθησα να φορτωθούν και να ανεβάσουν τις βαλίτσες τους. Αν βλέπατε πόση ευγνωμοσύνη μού έδειξαν. Όταν τις αποχαιρέτησα πίστεψα ότι θα βάλω τα κλάματα, δηλαδή, ότι θα γέμιζαν τα μάτια μου με δάκρυα. Έφυγαν η κάθε μία με το ροζάριό της… άσπιλες… Αν βλέπατε το κατούρημα που έριξα στο Ιρούν…»
«Τα όνειρα στο Ιρούν ήταν τα ίδια με τα όνειρα στο τρένο;»
«Ναι, γιατρέ ψυχίατρε, ακριβώς, καμία διαφορά, μόνο που στο τέλος τις βοήθησα να πάρουν τα πατίνια τους και να τα ανεβάσουν στο άλλο τρένο. Στο τρένο για Βαρκελώνη ονειρεύτηκα και εκεί το ίδιο στην αρχή, αλλά αυτή τη φορά ήταν επίσης οι Σουηδέζες και οι ανδαλουσιανοί εργάτες και δεν τολμούσαμε να τους μιλήσουμε γιατί δεν κάνει να πιάνει κάποιος την κουβέντα με μια Σουηδέζα μπροστά σε μια καλόγρια την ώρα της προσευχής της…

Έφτασε στη Βαρκελώνη το βράδυ της 27ης Ιουλίου και έβρεχε. Κατέβηκε από το τρένο και όταν είδε στο ρολόι του ότι ήταν έντεκα το βράδυ, το πήρε απόφαση ότι θα έπρεπε να κοιμηθεί στο δρόμο. Όταν βγήκε από το σταθμό, άρχισαν να εμφανίζονται μπροστά στα μάτια του οι επιγραφές που διαφήμιζαν τις πανσιόν, τα πανδοχεία και τους ξενώνες. Μονολόγησε: «Δεν υπάρχει δωμάτιο για εσάς», στις πόρτες τεσσάρων πανσιόν, αλλά δεν δίστασε να ανέβει με θάρρος τις σκάλες της πέμπτης πανσιόν που βρήκε μπροστά του. Έχασε και ξαναβρήκε το διαβατήριό του πριν μπει και στη συνέχεια προχώρησε προς ένα είδος ρεσεψιόν όπου ένας υπάλληλος μπορεί και να τον είχε μπερδέψει με κάποιον λαθρέμπορο. Ήθελε, γονατιστός, ένα δωμάτιο για αρκετές ημέρες γιατί στη Βαρκελώνη επρόκειτο να συναντηθεί με τους Λινάρες, γιατί ήταν πολύ κρυωμένος και γιατί έπρεπε να κοιμηθεί καλά εκείνη τη νύχτα. Ο υπάλληλος της ρεσεψιόν τού απάντησε πως ο ίδιος ήταν ο ιδιοκτήτης αυτής της πανσιόν, ο ιδιοκτήτης όλων των δωματίων αυτής της πανσιόν, όλων των τραπεζιών της τραπεζαρίας αυτής της πανσιόν και μετά του είπε πως δεν υπήρχε τίποτα για εκείνον, πως υπήρχε μόνο ένα δωμάτιο με δύο κρεβάτια για δύο άτομα. Ο Σεμπαστιάν άρχισε το πιο μακρύ κατηγορώ εναντίον όλων των πανσιόν του κόσμου: σε εκείνον που ήταν ένας ξένος φοιτητής, σε εκείνον που ήταν άρρωστος, κρυωμένος, κουρασμένος μετά από τόσο ταξίδι, σε εκείνον που είχε το νόμιμο διαβατήριό του (το έχασε και το ξαναβρήκε), σε εκείνον που είχε έρθει αναζητώντας ξεκούραση, ήλιο και τον Δον Κιχότε, του επεφύλασσαν υποδοχή με βροχή και τον υποχρέωναν να κοιμηθεί στο έλεος των καιρικών συνθηκών. «Ηρεμήστε, ηρεμήστε, κύριε», είπε ο ιδιοκτήτης-ρεσεψιονίστ, «μην απελπίζεστε, αφήστε με να ολοκληρώσω: θα τηλεφωνήσω σε άλλη πανσιόν και θα σας βρω δωμάτιο». Όμως κάποιος ανέβαινε τις σκάλες· μερικά βήματα στα σκαλιά, βήματα δυνατά, αισιόδοξα, αποφασιστικά, απέτρεψαν τον ιδιοκτήτη-ρεσεψιονίστ από το να πάρει τηλέφωνο στην άλλη πανσιόν και έστρεψαν το βλέμμα του Σεμπαστιάν προς την πόρτα της ρεσεψιόν. Εκεί είχε κοντοσταθεί και εκείνοι λίγο ακόμα και θα τον χειροκροτούσαν γιατί αντιπροσώπευε όλες τις αρετές της παγκόσμιας νιότης. Ήταν υγιής, υγιέστατος, και όταν χαμογέλασε, ο Σεμπαστιάν διάβασε πεντακάθαρα τα γράμματα που σχηματίζονταν σε κάθε ένα από τα δόντια του. «Τα πλένω κάθε μέρα, τρεις φορές τη μέρα». Φορούσε τεράστια μποτάκια, με λάστιχα τρακτέρ για σόλες, στα οποία ο Σεμπαστιάν θα κατάφερνε να βάλει τα πόδια του μόνο με ψεύτικα χαϊδολογήματα και μικροαπατεωνιές και αποχαιρετώντας τα για πάντα. Κουβαλούσε επίσης, κρεμασμένο στην πλάτη, ένα τεράστιο λαδί σακίδιο και ήταν διατεθειμένος, έτσι και του το ζητούσε κάποιος, να βγάλει από μέσα ένα αγροτόσπιτο και να το συναρμολογήσει μέσα στην πανσιόν (ή όπου αλλού) μέσα σε τριάμισι δευτερόλεπτα ακριβώς. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα εικοσιτέσσερα και φορούσε κοντοπαντέλονο και στρατιωτικό πουκάμισο. Ήταν ξανθός και κοκκινοπρόσωπος και τα πόδια του, καλυμμένα με ξανθιές, βοστρυχωτές τριχούλες, θα μπορούσαν να του προκαλέσουν σύμπλεγμα κατωτερότητας λόγω ανωτερότητας.
Έκανε μια υπόκλιση και μίλησε: «Haben Sie ein Zimmer?». Ο ιδιοκτήτης-ρεσεψιονίστ χαμογέλασε κοροϊδευτικά και είπε: «Nein». Αλλά τότε ο Σεμπαστιάν αποφάσισε ότι ο θεός Tορ και εκείνος μπορούσαν να καταλάβουν το δωμάτιο με τα δύο κρεβάτια εκείνο το βράδυ. Ήταν μια μεγάλη ιδέα γιατί ο ιδιοκτήτης-ρεσεψιονίστ δέχτηκε και τους ζήτησε να του δείξουν τα διαβατήριά τους και να συμπληρώσουν τα νομότυπα δελτία άφιξης. Ο Σεμπαστιάν δεν έβρισκε το μολύβι του, αλλά ο Θωρ, χαμογελαστός, έβγαλε δύο, υποχρεώνοντάς τον να εφεύρει ένα προσωπείο αδελφοσύνης και να αποφασίσει, μετά από εσωτερικό μονόλογο, να του δείξει στο χάρτη που ο Θωρ θα έβγαζε από το αγροτόσπιτο το οποίο κουβαλούσε στο σακίδιο, πού ακριβώς βρισκόταν η χώρα του, μπορεί και να τον ενδιέφερε και να πήγαινε αύριο περπατώντας μέχρι εκεί.
Λεγόταν Σιγκφρίδο, όχι Θωρ, και ο Σεμπαστιάν, ήδη με πνευμονία, του έδωσε το χέρι του για να το κάνει κομμάτια, υποχρεώνοντάς τον να κουβαλήσει τη βαλίτσα του με το αριστερό χέρι και να τον ακολουθήσει καθώς κατευθυνόταν τεράστιος μέχρι το αρκετά καλό δωμάτιο, με ντους και απ’ όλα. Ο Σεμπαστιάν φτερνίστηκε τρεις φορές την ώρα που έβαζε την πιζάμα του και όταν, μετά από μερικά λεπτά, είδε τον Θωρ να χώνεται γυμνός στο κρύο ντους και μετά τον άκουσε να τραγουδάει και να χτυπάει με δύναμη (τον τοίχο ή το στήθος του που θύμιζε Βίκινγκ;), αποφάσισε να σκεπαστεί καλά με την κουβέρτα γιατί εκείνο το βράδυ θα πέθαινε από πνευμονία. «Ταρα-λα-λα-λα-λα-λα-λα, ταρα-λα-λα-λα-λα-λα-λα, Χοανίτο Πανάνο, Χοανίτο Πανάνο…»

«Είμαι σίγουρος, γιατρέ ψυχίατρε, ότι επέστρεφε από το γύρο του κόσμου με το σακίδιο στην πλάτη και εκείνες τις παπουτσάρες που ήταν ένας κίνδυνος για την ασφάλεια, για τα δημόσια πόδια. Και επίσης μπορούσε να τραγουδήσει με φωνή σαν της χορωδίας του ρωσικού πολεμικού ναυτικού και να κάνει μπάνιο με κρύο νερό, μόνο κρύο νερό είχαμε και δεν υπήρξε η παραμικρή αλλαγή στον τόνο της φωνής του όταν άνοιξε τη βρύση, τίποτα, απολύτως τίποτα: εξακολούθησε να τραγουδάει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα και εγώ εκεί, να πεθαίνω από κρύο και πνευμονία στο κρεβάτι…»
«Σεμπαστιάν, εγώ πιστεύω πως υπερβάλλεις κάπως… Πώς είναι δυνατόν ένα απλό κρυολόγημα να μετατραπεί σε πνευμονία μέσα σε λίγα λεπτά; Ένιωθες άσχημα, κουρασμένος, στεναχωρημένος…»
«Αυτό πήγαινα να πω, γιατρέ ψυχίατρε, αυτό πήγαινα να πω πριν λίγο όταν άρχισα να σας βλέπω να χέζ…»
«Στο είπα εγώ πως είναι λάθος που έχουμε ραντεβού σε ένα καφέ, συνέχεια στρέφεις το κεφάλι σου να δεις τον κόσμο που μπαίνει».
«Όχι, γιατρέ ψυχίατρε, δεν είναι αυτό, τα πέρα-δώθε που κάνω με το κεφάλι μου προς κάθε κατεύθυνση είναι γιατί θέλω να σβήσω από το μυαλό μου την εικόνα σας να χέζ…»
«Άκου, Σεμπαστιάν…»
«Ακούστε εσείς, γιατρέ ψυχίατρε, και μην στεναχωριέστε που σας βλέπω σε αυτή τη στάση γιατί αν εσείς δεν είστε ικανός να αντιληφθείτε ότι ένα κρύωμα μπορεί να εξελιχθεί σε πνευμονία σ’ ένα δευτερόλεπτο εξαιτίας ενός τύπου σαν τον Θωρ, τότε είναι καλύτερα να σας βλέπω πάντα να χέζετε, γιατρέ ψυχίατρε…»
«………»
«Δεν καταλαβαίνετε; Δεν αντιλαμβάνεστε ότι επέστρεφε από το γύρο του κόσμου σαν να μην έτρεχε τίποτα; Δεν μπορείτε να τον φανταστείτε με το αγροτόσπιτο στην πλάτη και μετά γυμνό και κατακόκκινο κάτω από το κρύο ντους, έτοιμο να κοιμηθεί δίχως χάπια και προβλήματα τις ώρες που χρειαζόταν ώστε να φύγει ξανά για ένα νέο γύρο του κόσμου;»
«Πώς τελειώνει όλο αυτό, Σεμπαστιάν;»
«Ήταν απαίσια, γιατρέ, μια νύχτα απαίσια, κοιμήθηκε αμέσως και είμαι σίγουρος πως δεν ροχάλισε από ευγένεια. Εγώ πέρασα ώρες περιμένοντας να τον ακούσω να ροχαλίζει, αλλά τίποτα: δεν άρχισε ποτέ, κοιμόταν σαν μωρό την ώρα που εγώ μούσκευα τα πάντα με τον ιδρώτα μου και ζητούσα απεγνωσμένα ένα θερμόμετρο. Ποτέ πριν δεν είχα ιδρώσει τόσο στη ζωή μου και πώς έκαιγε ο λαιμός μου! Άρχισα να κατεβάζω όλα τα δισκία της πενικιλίνης. Δηλητηριάστηκα παίρνοντας όλα όσα υπήρχαν στο μπουκαλάκι. Ήταν απαίσια, γιατρέ ψυχίατρε. Ο Θωρ σηκώθηκε τα ξημερώματα για να ξυριστεί, να πλύνει τα δόντια του και για να ξεκινήσει για άλλο ένα γύρο του κόσμου. Με τα πόδια, γιατρέ ψυχίατρε, τους γύρους του κόσμου τούς έκανε με τα πόδια. Δεν έκανε θόρυβο για να μην με ξυπνήσει και εγώ ούτε που είχα κοιμηθεί ακόμα… Δεν ίδρωνα πλέον, αλλά τώρα ήταν όλα μούσκεμα στο κρύο κρεβάτι και είχα αρχίσει να νιώθω ναυτία από την πολλή πενικιλίνη. Ο Θωρ ήταν τέλειος, γιατρέ ψυχίατρε, ήταν υγιέστατος, και εγώ δεν ξέρω γιατί στην ευχή κουνήθηκα. Κατάλαβε ότι δεν κοιμόμουν και δευτερόλεπτα πριν φύγει πλησίασε στο κρεβάτι μου να με αποχαιρετήσει, είπε πράγματα στα Γερμανικά και εγώ μάλλον θα πήρα το ύφος ζαλάδας και αδελφοσύνης όταν έβγαλα το υγρό χέρι μου από την κουβέρτα και του το έδωσα για να το πάρει μαζί του στο γύρο του κόσμου. Μου το άφησε να κρέμεται, γιατρέ ψυχίατρε…»
«Δεν κατάφερες να κοιμηθείς μετά που έφυγε;»
«Ναι, γιατρέ ψυχίατρε, βεβαίως κατάφερα να κοιμηθώ αλλά μόνο για λίγο και ήταν αρκετό για να αρχίσουν ξανά τα χαριτωμένα όνειρα. Ήταν απίστευτο γιατί ονειρεύτηκα ακόμα και τις κατάλληλες λέξεις ώστε το ζήτημα να γίνει κωμικό· ναι, ναι, τη λέξη θυσία. Ονειρεύτηκα ότι ο ιδιοκτήτης-ρεσεψιονίστ και εγώ προσφέραμε μια θυσία στον Θωρ, εκεί, στην είσοδο της πανσιόν, οι δυο μας με το ερίφιο, και ο άλλος δώσ’ του να λέει “Haben Sie ein Zimmer?” και μετά άρχισε να μου χαρίζει δισκία πενικιλίνης που έβγαλε από μια αριθμημένη τσέπη του πουκάμισού του…»

Ήταν Κυριακή και απέμεναν δύο μέρες για τη μέρα του ραντεβού. Ο Σεμπαστιάν πήγε στην τραπεζαρία και έφαγε πρωινό χωρίς κέφι. Είχε κάνει εμετό αρκετές φορές αλλά ήταν καλύτερα να αρχίσει τη μέρα του τρώγοντας πρωινό, όπως όλος ο κόσμος, και έτσι να αισθανθεί επίσης όπως όλος ο κόσμος. Είχε ανάγκη να αισθανθεί όπως όλος ο κόσμος.
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και το απόγευμα θα πήγαινε στην ταυρομαχία. Για την ώρα έκανε βόλτα κοντά στη θάλασσα και πλησίαζε προς το λιμάνι. Αισθανόταν ανακουφισμένος. Ένιωθε ότι η πενικιλίνη τον είχε σώσει από ένα σοβαρό κρύωμα και ο εμετός τον είχε σώσει από την πενικιλίνη. Αισθανόταν καλά. Αισιόδοξος. Περπατούσε προς το λιμάνι και άρχιζε να απολαμβάνει μια ατμόσφαιρα ανέμελη και γαλήνια στην οποία ο ήλιος έδινε ένα τόνο χαράς. Χαμογελούσε όταν σκεφτόταν τον Σιγκφρίδο που εκείνος τον είχε αποκαλέσει Θωρ και τον φανταζόταν ευτυχισμένο να διατρέχει τους δρόμους της Ισπανίας. Στο λιμάνι ενώθηκε με μια παρέα ανθρώπων και όλοι μαζί περπάτησαν μέχρι να φτάσουν σε δύο πολεμικά πλοία. Ήταν δύο αμερικανικά πολεμικά πλοία και είχαν αγκυροβολήσει εκεί, μπροστά του. Ο Σεμπαστιάν τα παρατηρούσε. Δεν ήξερε τι τύπος καραβιού ήταν, αλλά τα ονόμασε destroyers γιατί εκείνα τα κανόνια μπορούσαν να καταστρέψουν ό,τι γούσταραν. Ο κόσμος έκανε ουρά. Ανέβαινε και επισκεπτόταν τα destroyers ενώ οι ναύτες σουλάτσαραν στο κατάστρωμα και, από κάτω, ο Σεμπαστιάν τους έβλεπε μικροσκοπικούς. Τότε αποφάσισε να φύγει για να μην τον έβλεπαν και εκείνον μικροσκοπικό οι ναύτες που τον κοίταζαν. Ήταν κάτι τεράστια πλοία και ο Σεμπαστιάν είχε αρχίσει να τα ξεχνάει, αλλά τότε είδε την καραβέλα.
Ήταν εκεί, ολοκαίνουργη, άψογη, επιπλέοντας αγκυροβολημένη τριακόσια μέτρα πιο πέρα από τα destrοyers, δεν συμβαίνει στον καθένα, η καραβέλα, και ο Σεμπαστιάν έπαψε να καταλαβαίνει. Θέλησε, αλλά πλέον δεν μπορούσε να αισθανθεί όπως μετά το πρωινό και τώρα του πάγωναν τα χέρια. Τώρα πλέον δεν βολτάριζε στη Βαρκελώνη όπως όλος ο κόσμος και τώρα πια δεν μπορούσε να δώσει μια καλή εξήγηση για το τι στο διάολο συνέβαινε τριγύρω· ίσως να μην ήταν δικό του το φταίξιμο, αλλά της πραγματικότητας· διαισθανόταν μια θεωρία, θα ήταν καταπληκτικό να την εξηγούσε σε κάποιον ψυχίατρο, μια συνεισφορά στην αλληλοκατανόηση, αλλά όχι, δεν γουστάρω όλα όσα σου είπα πριν, όλα τα «ξαπλώστε εκεί, νεαρέ» ή τις περσίδες του ιατρείου.
Η καραβέλα του εξακολουθούσε να πλέει σαν ένα πλοίο-παιχνίδι μέσα σε μια μπανιέρα, αλλά πελώρια, αληθινή και πολύ καλά λουστραρισμένη. Ο Σεμπαστιάν έφυγε από εκεί και πήγε εκατό μέτρα πιο πέρα μέχρι τα «χελιδόνια». Έτσι αποκαλούσαν κάτι λευκά βαρκάκια που πήγαιναν, κάθε μισή ώρα, βόλτα τους τουρίστες, όχι πολύ μακριά από το λιμάνι. Εκεί μπροστά του πουλούσαν τα εισιτήρια, μπορούσε να ανέβει και να περιμένει να σαλπάρει το επόμενο, μπορούσε να κάτσει και να περιμένει στην καφετέρια. Δεν αγόρασε εισιτήριο, προτίμησε να μπει στην καφετέρια και να βάλει σε κάποια τάξη όλα εκείνα που θα του άρεσε να διηγηθεί σε κάποιον ψυχίατρο, οποιονδήποτε.
Δεν μπόρεσε, ο καημένος, γιατί με το που κάθισε στο τραπέζι τού κατέβηκε στο κεφάλι η ιδέα με τα επίπεδα. Μόλις την είχε συλλάβει όταν τον πλησίασε εκείνος ο άντρας και τον υποχρέωσε να παραδεχτεί πως τα παπούτσια του ήταν βρόμικα, εκείνος δεν θα ήθελε να τον δει να σκύβει, θα τα καθαρίσω εγώ, αλλά ήταν βρόμικα και ο άντρας εξακολουθούσε να στέκεται δίπλα του, έτοιμος να κάνει τον κόπο και εκείνος του έκανε «ναι» με το κεφάλι και το δάχτυλο γιατί ήθελε να τελειώνει και τώρα ο άντρας καθόταν ήδη στις φτέρνες του και πλέον όλη η ιδέα με τα επίπεδα είχε συμπληρωθεί: κάποιος εκεί κάτω να του πιάνει τα πόδια και οι ναύτες των destroyers επάνω, πάνω στα σκαμπό, μπροστά στην μπάρα, παραγγέλνοντας και πίνοντας συνέχεια μπίρες. «Και εγώ θέλω μια μπίρα», είπε, όταν ήρθαν να τον εξυπηρετήσουν. Το γκαρσόνι ήταν και εκείνο σε άλλο επίπεδο.
Έπειτα σκέφτηκε ότι ο λούστρος δεν είχε ένα πρόσωπο. Είχε πρόσωπο αλλά δεν είχε ένα πρόσωπο, και όταν κοιτούσε προς τα κάτω για να το διαπιστώσει έβλεπε μόνο τα σπαστά μαλλιά, που πολεμούσαν να γεμίσουν μπούκλες, και ένα μέτωπο δίχως τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά ποτέ το πρόσωπο· δεν είχε ένα πρόσωπο ακόμα και όταν το παράκανε σε τελειομανίες και ζογκλερικά πετώντας τη βούρτσα, τσαφ τσαφ, σαν με ελαφρά χαστουκάκια, από την μια παλάμη στην άλλη, όλο και πιο γρήγορα, βάφοντας, τρίβοντας, γυαλίζοντας με μαεστρία, τεχνική, επιδεξιότητα, σχεδόν τέχνη, ένας καλλιτέχνης, αλλά όχι, όχι γιατί δεν ήταν σημαντικός, ήταν μόνο τσαφ τσαφ, γονατιστός, και τα βαρκάκια, τα «χελιδόνια», εξακολουθούσαν να σαλπάρουν, κάθε μισή ώρα, γεμάτα τουρίστες, για να κάνουν μια θαλάσσια βόλτα, μια περατζάδα, όχι πολύ μακριά από το λιμάνι.
Ο λούστρος τού είπε πως το παπούτσι του είχε ένα σκίσιμο, εκείνος το ήξερε ήδη και δεν κοίταξε· τότε ο άντρας χωρίς ένα πρόσωπο του είπε πως δεν είναι βαθύ και πως το είχε φτιάξει, του είχε φτιάξει το παπούτσι, το ζευγάρι παπούτσια· τότε εκείνος κοίταξε και να ’σου εκεί πάντα το σκίσιμο, μόνο που τώρα επιπλέον έλαμπε, υποχρεώνοντάς τον να πάρει το βλέμμα του από εκεί και να ευχαριστήσει, να ευχαριστήσει ευγνώμων, να ανάψει τσιγάρο, να πιει μια τεράστια γουλιά μπίρα, να κοιτάξει την μπάρα, να ξανασκεφτεί τα επίπεδα, να μιλήσει για το αξιαγάπητο παπούτσι του, του είχε στοιχήσει μια περιουσία, υποχρεώνοντάς τον να σκεφτεί πλέον το φιλοδώρημα, τι του είχε πει ο Ισπανός για τα φιλοδωρήματα, τι σκέφτονται οι Λινάρες για τους λούστρους, πόσα κέρματα είχε, τσαφ τσαφ τσαφ, σαν απαλά χαστουκάκια, χάδια σχεδόν, τι είναι η γενναιοδωρία;
Το απόγευμα πήγε στην αρένα.

«Η χειρότερη ταυρομαχία του κόσμου, γιατρέ ψυχίατρε, δεν μπορείτε να φανταστείτε, ήταν η χειρότερη ταυρομαχία του κόσμου, είχε μέχρι και βροχή. Όλο αμερικάνοι ναύτες και τουρίστες. Μόνο λίγοι Ισπανοί και όλοι τους έξω φρενών, όλοι να στέλνουν στο διάολο τους ταυρομάχους, αλλά στο τέλος άλλαξαν συμπεριφορά, γιατρέ ψυχίατρε, άλλαξαν συμπεριφορά και άρχισαν να κάνουν πλάκα, γιατρέ ψυχίατρε: κοροϊδίες, βρισιές, χαχανητά, πεταμένα μαξιλαράκια. Μόνο η καημένη η Σουηδέζα υπέφερε, η καημένη δεν άντεχε το αίμα των ταύρων, έκλεινε τα μάτια, φανταζόταν ταύρους να ξεκοιλιάζουν ταυρομάχους, έκλαιγε, σου ερχόταν να την παντρευτείς, γιατρέ ψυχίατρε, αλλά έκλαιγε στον ώμο του αγαπημένου της, γιατρέ ψυχίατρε, χανόταν στο λαιμό ενός γίγαντα σαν τον Θωρ, γιατρέ ψυχίατρε, ενός γίγαντα σαν τον Θωρ αν και ετούτος δεν ήταν τόσο υγιής…
«Και είδες και άλλα όνειρα, Σεμπαστιάν;»
«Όχι τόσα πολλά πλέον, γιατρέ ψυχίατρε, όχι τόσα πολλά. Ονειρεύτηκα μόνο την ταυρομαχία: ήταν παράξενο γιατί ο γίγαντας της Σουηδέζας ήταν και δεν ήταν ο Θωρ ταυτόχρονα… Ναι, ναι, γιατρέ ψυχίατρε, ήταν και δεν ήταν γιατί μετά είδα τον Θωρ να καταφτάνει σε μια πανσιόν στην Αίγυπτο και να ρωτάει “Haben Sie ein Zimmer?” αν και αυτό θα πρέπει να ήταν πιο αργά, στην πραγματικότητα δεν θυμάμαι καλά, θυμάμαι μόνο ότι φοβήθηκα πολύ γιατί η αρένα άρχισε να λικνίζεται αργά, να λικνίζεται σαν να επέπλεε και μου έφυγε ο φόβος μόνο όταν ανακάλυψα ότι οι κερκίδες είχαν συντονιστεί στο ρυθμό που είχαν τα σαγόνια των ναυτών: ήταν Αμερικάνοι, γιατρέ ψυχίατρε, και μασούσαν τσίχλα… Έμοιαζαν ευχαριστημένοι…

Δεν του άρεσε να παίζει χαρτιά, δεν ήξερε να ρίχνει πασιέντζες, αλλά πιστεύει πως μπορεί να μιλήσει για το τι αισθάνεται ένας άνθρωπος που ρίχνει πασιέντζες, το πιστεύει εξαιτίας όσων έκανε εκείνο το πρωί, μια μέρα πριν από το ραντεβού με τους Λινάρες.
Πήρε πρωινό, όπως όλος ο κόσμος στην πανσιόν, στις εννιά το πρωί. Ύστερα κάθισε στη ρεσεψιόν, κουβέντιασε με τον ιδιοκτήτη-ρεσεψιονίστ, απέφυγε τις βόλτες δίπλα στη θάλασσα και κάπνισε μέχρι τις έντεκα το πρωί. Και τότε μια ιδέα καρφώθηκε στο μυαλό του Σεμπαστιάν: γιατί να μην έχει κάνει λάθος σχετικά με τη μέρα του ραντεβού; Είχαν κανονίσει να συναντηθούν την Τρίτη 30 Ιουλίου, στη μία το μεσημέρι, αλλά το είχαν κανονίσει ένα μήνα πιο μπροστά και, με τόσο καιρό που είχε μεσολαβήσει, οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει μια μέρα λάθος. Επιπλέον τον ανησυχούσε το γεγονός ότι δεν γνώριζε τη Βαρκελώνη. Κι αν έπαιρνε λάθος δρόμο και έφτανε κατόπιν εορτής; Κι αν χανόταν και έφτανε με μεγάλη καθυστέρηση; Κι αν εκείνοι κουραζόντουσαν να τον περιμένουν και αποφάσιζαν να φύγουν; Κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα της πανσιόν και ρίχτηκε στο δρόμο αναζητώντας το καφέ Τέρμινους, στη γωνία του Πασέο δε Γκράθια με την οδό Αραγόν. Και τώρα περπατούσε ανοίγοντας τον καταραμένο χάρτη της πόλης που του κολλούσε στο σώμα και χωνόταν ανάμεσα στα πόδια του εξαιτίας του ανέμου. «Από εδώ, στα δεξιά· από εκεί, στα αριστερά», μονολογούσε και νόμιζε πως ήδη θα τον περίμεναν σε εκείνο το καταραμένο καφέ στο οποίο δεν θα έφτανε ποτέ. Ο ήλιος, η ζέστη, ο αέρας, ο πελώριος χάρτης που άνοιγε με δυσκολία και που ποτέ δεν θα ξαναδιπλωνόταν σωστά, που μπορεί να ήταν λάθος, να ήταν πολύ παλιός… Όχι, με τίποτα· σταματημένος σε εκείνη τη γωνία, την πιο ζεστή γωνία του κόσμου, δίχως κάποιο παγωτατζίδικο κάπου κοντά, δεν επρόκειτο να ξαναδεί τους Λινάρες με τίποτα.
Και ύστερα δεν μπόρεσε να ρωτήσει εκείνο τον αστυνομικό γιατί ο ιδιοκτήτης-ρεσεψιονίστ είχε κρατήσει το διαβατήριό του, το μοναδικό αποδεικτικό της ταυτότητάς του. Κι αν του είχε έρθει πλέον η βεβαίωση του εμβολιασμού του; Μπορούσε όμως να ρωτήσει εκείνον τον άλλο: πεζέ, περαστικέ, κάντε μου μια χάρη, κύριε, και μετά τον μίσησε όταν του είπε ότι το Τέρμινους ήταν εκεί δίπλα, στην επόμενη γωνία, και εκείνος διαπίστωσε πως το ραντεβού ήταν σε μία ώρα, και επιπλέον ήταν αύριο.
Πράγματι, το γκαρσόνι του Τέρμινους είχε μεγάλη υπομονή, δεν τον ρωτούσε αν ήθελε κάτι, αν και μάλλον τον παρακολουθούσε με το βλέμμα. Μα τι γύρευε αυτός ο κύριος; Γιατί κάθισε πρώτα μέσα και μετά στα τραπεζάκια έξω; Γιατί μετακινήθηκε από την αριστερή πλευρά στη δεξιά; Τι ψάχνει αυτός ο κύριος; Είναι τρελός; Γιατί δεν σταματάει να με κοιτάζει; Θα με τρελάνει, δεν το καταλαβαίνει; Έτσι, λοιπόν, ο Σεμπαστιάν εξέταζε όλες τις πιθανότητες, καθόταν σε όλες τις γωνιές, πρόσεχε όλες τις εισόδους του καφέ, προκειμένου να μην του διαφύγουν οι Λινάρες. Ακόμα και τώρα τους περίμενε για αρκετή ώρα, μην τυχόν και…
Το βράδυ πριν το ραντεβού είδε πάλι όνειρα, αλλά ήταν διαφορετικά. Το πρωί ξύπνησε πολύ νωρίς, αλλά ξύπνησε χαρούμενος και πήρε πρωινό νιώθοντας καλύτερα από όλο τον κόσμο. Περπάτησε πάλι μέχρι το καφέ Τέρμινους, αλλά τώρα πλέον γνώριζε το δρόμο και δεν είχε μαζί του το χάρτη της πόλης. Φορούσε ελαφριά ρούχα και γυαλιά ηλίου, αλλά ο ήλιος ήταν ευχάριστος και δεν έκαιγε πάρα πολύ. Όταν βρέθηκε στο καφέ, βρήκε άδειο το τραπέζι του και το γκαρσόνι δεν τον κοίταζε πλέον απελπισμένο. Περιορίστηκε στο να του φέρει την μπίρα που ζήτησε και μετά τον άφησε ήσυχο με το τετράδιο και το μολύβι που είχε φέρει για να γράψει, γιατί απέμεναν ακόμα αρκετές ώρες για το ραντεβού. Και έγραφε, έγραφε γρήγορα και στη διάρκεια των δύο πρώτων ωρών σήκωνε το κεφάλι μόνο κάθε δέκα λεπτά για να δει αν είχαν καταφτάσει οι Λινάρες. Μετά, απέμενε μόνο μια ώρα, και τότε άρχισε να σηκώνει το κεφάλι κάθε πέντε λεπτά, κάθε τρία, κάθε δύο λεπτά γιατί πλέον δεν θα αργούσαν να καταφτάσουν, αλλά εξακολουθούσε να γράφει, έγραφε και σήκωνε το κεφάλι, έγραφε και κοιτούσε…

«Λες ότι ήταν διαφορετικά τα όνειρα, Σεμπαστιάν;»
«Ναι, γιατρέ, εντελώς διαφορετικά, ήταν χαρούμενα, ήταν εκεί όλοι μου οι φίλοι, μου μιλούσαν. Οι Λινάρες κατέφθαναν διαρκώς, δεν κουραζόντουσαν να καταφτάνουν, ξανά και ξανά, ήταν υπέροχα όνειρα και αν επρόκειτο να μου δώσετε χάπια, θα ήθελα μόνο χάπια εναντίον των άλλων ονείρων, τίποτα για αυτά τα όνειρα, γιατρέ, τίποτα για αυτά τα όνειρα με τους φίλους και τους Λινάρες να καταφτάνουν…»

Ποιος από τους δύο είναι πιο μαυρισμένος; Εκείνος ή εκείνη; Ποιος φοράει τα γυαλιά ηλίου; Ποιος χαμογελάει περισσότερο; Καταραμένο φορτηγό που δεν τους αφήνει να διασχίσουν το δρόμο. Ακόμα το φανάρι. Σήκω να τους αγκαλιάσεις. Μην χύσεις την μπίρα. Μην λερώσεις το διήγημα. Μην κλωτσήσεις το τραπέζι. Πράσινο φως. Ποιος από τους δύο είναι πιο μαυρισμένος; Ποιον να αγκαλιάσω πρώτον; Τα χαμόγελα. Οι Λινάρες. Οι πρώτες ερωτήσεις. Τα πρώτα σχόλια στις πρώτες απαντήσεις.
«Σεμπαστιάν! Είσαι υπέροχος!»
«Ναι, ναι, Και εσείς κατάμαυροι. Έχει περάσει ένας μήνας που…»
«Ενάμισης μήνας κάτω από τον ήλιο, φτάνει πια. Δεν βλέπεις πόσο όμορφη έγινε εκείνη;»
«Και τώρα, Σεμπαστιάν, στη Χερόνα μαζί μας».
«Τρεις μπίρες;»
«Ναι, ναι, συμφωνώ, συμφωνώ».
«Τι είναι αυτό, Σεμπαστιάν;»
«Α, ένα διήγημα. Άρχισα να γράφω όσο σας περίμενα, θα πρέπει να σας το διαβάσω».
«Έλα, λοιπόν, ξεκίνα!»
«Όχι τώρα, πρέπει πρώτα να κάνω διορθώσεις».
«Και ο τίτλος του;»
«Δεν έχω βάλει ακόμα, είχα σκεφτεί να το ονομάσω «Γιατρέ ψυχίατρε», αλλά δεδομένων των συνθηκών, νομίζω ότι θα το πω: «Πριν από το ραντεβού με εσάς, με τους Λινάρες».  



Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


Ο Alfredo Bryce Echenique [Αλφρέδο Μπράις Ετσενίκε] γεννήθηκε στη Λίμα του Περού το 1939. Γόνος ευκατάστατης οικογενείας, φοίτησε σε ιδιωτικό αγγλόφωνο κολέγιο και σπούδασε νομικά και φιλολογία στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Σαν Μάρκος της Λίμα. Το 1964 ταξίδεψε στην Ευρώπη και παρέμεινε επί μακρά σειρά ετών στο Παρίσι όπου πραγματοποίησε διδακτορικές σπουδές στη γαλλική λογοτεχνία, στη Σορβόννη. Έζησε, επίσης, στο Μονπελιέ, τη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη καθώς και για σύντομα διαστήματα στην Ελλάδα, τη Γερμανία και την Ιταλία. Υπήρξε καθηγητής στα πανεπιστήμια της Ναντέρ στο Παρίσι, του Μονπελιέ, του Γέιλ, του Όστιν κ.ά. Το 1972 του απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας του Περού για το μυθιστόρημα Un mundo para Julius και το 1998 το Εθνικό Βραβείο Πεζογραφίας της Ισπανίας για το μυθιστόρημα Reo de nocturnidad. Σήμερα ζει στο Περού όπου το 2012 παρουσίασε το, κατά δήλωσή του, τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο Dándole pena a la tristeza.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου