Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Raúl Brasca: El pozo / Ραούλ Μπράσκα: Η τρύπα

 

Raúl Brasca

 

El pozo

 

Hacía tres minutos que cavaba en la arena cuando el pozo le tragó la palita. Desconcertado, el chico miró a la madre. La mujer lo vio hundirse, corrió, alcanzó a tomarle las manos aterrada, y se hundió con él. Los otros bañistas aún no habían reaccionado y el pozo ya devoraba una sombrilla. Se miraron con estupor, vieron que ellos mismos convergían hacia allí, y por un instinto soterrado desde siempre que se acababa de revelar, intuyeron que no podían salvarse. Era tan natural como el ocaso: el mundo se revertía. Muchos trataron de huir, despacio, con la misma aprensión sin esperanza de los animales que buscan esconderse de la tormenta. Pero la arena se deslizaba más rápido y todos terminaron cayendo mansamente. A su turno, se derrumbaron en el pozo casas, ciudades, montañas. Del mismo modo que la mano invisible da vuelta la manga de una camisa, una fuerza poderosa arrastraba hacia dentro la piel del mundo poniéndolo del revés. Y cuando los últimos retazos desflecados de mares y tierras fueron engullidos, el pozo se consumió a sí mismo. No dejó siquiera un hueco fugaz en el espacio, tan sólo quedó el vacío, homogéneo y silencioso, la inapelable evidencia de que el mundo había sido el revés de la nada.

 

Raúl Brasca (1948) es argentino. Narrador, antólogo, crítico y ensayista. "El pozo" proviene de la colección de microrrelatos Las aguas madres (Ed. Sudamericana, Buenos Aires, 1994). 


 >.<>.<


Ραούλ Μπράσκα 

 

Η τρύπα

 

Δεν είχαν περάσει τρία λεπτά που έσκαβε στην άμμο, όταν η τρύπα κατάπιε το φτυαράκι του. Σαστισμένο, το παιδί κοίταξε τη μητέρα του. Η γυναίκα το είδε να βυθίζεται, έτρεξε, πρόφτασε τρομοκρατημένη να το αρπάξει από τα χέρια και βυθίστηκε μαζί του. Οι άλλοι λουόμενοι δεν είχαν προλάβει καν να αντιδράσουν, και η τρύπα καταβρόχθιζε ήδη μια ομπρέλα θαλάσσης. Κοιτάχτηκαν εμβρόντητοι, είδαν ότι και οι ίδιοι παρασύρονταν προς τα εκεί και μ’ ένα προαιώνια θαμμένο ένστικτο που μόλις είχε εκδηλωθεί, διαισθάνθηκαν ότι δεν υπήρχε τρόπος να σωθούν. Ήταν τόσο φυσικό όσο ένα ηλιοβασίλεμα: ο κόσμος αναστρεφόταν. Πολλοί προσπάθησαν να ξεφύγουν, σαν σε αργή κίνηση, με την ίδια αγωνία που κυριεύει τα ζώα όταν μάταια προσπαθούν να προφυλαχθούν από μια καταιγίδα. Αλλά η άμμος κυλούσε όλο και πιο γρήγορα, και όλοι στο τέλος έπεσαν χωρίς να προβάλουν αντίσταση. Με τη σειρά τους, γκρεμίστηκαν στην τρύπα σπίτια, πόλεις, βουνά. Με τον ίδιο τρόπο που ένα αόρατο χέρι γυρίζει ανάποδα το μανίκι ενός πουκαμίσου, μια ισχυρή δύναμη τραβούσε προς τα μέσα το δέρμα του κόσμου, αντιστρέφοντάς τον. Και όταν τα τελευταία κουρελιασμένα ξέφτια των θαλασσών και των στεριών καταποντίστηκαν, η τρύπα ρούφηξε τον εαυτό της. Δεν άφησε καν μια ανεπαίσθητη οπή στον χώρο, μόνο το απόλυτο κενό, ομοιογενές και σιωπηλό, την αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι ο κόσμος ήταν το αντίστροφο του τίποτα.

 

Ο Ραούλ Μπράσκα (1948) είναι αργεντινός μυθιστοριογράφος, ανθολόγος, κριτικός και δοκιμιογράφος. To παρόν μικροδιήγημα είναι από τη συλλογή Las aguas madres (Ed. Sudamericana, Μπουένος Άιρες, 1994).

 

Η μετάφραση του μικροδιηγήματος του Ραούλ Μπράσκα είναι προϊόν εργαστηρίου συλλογικής μετάφρασης και επιμέλειας που συντόνισε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, την περίοδο Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2025, στο πλαίσιο των σεμιναρίων του Κέντρου Ισπανικής Γλώσσας «Βίκυ Γιανναρά». Συμμετείχαν οι σπουδάστριες: Βαρβάρα Γεμελιάρη, Κάτια Γιαννίτσα, Ζωή Κατσίλα, Κατερίνα Λάμπρου, Κατερίνα Μαρκουλάκη, Μαριάμ Μερτζάνη, Αιμιλία Μπέλμπα, Όλια Παπουτσή, Θεοδώρα Πρασοπούλου, Δανάη Τέλιου, Μαρία Αντωνία Τερλέγκα, Αντιγόνη Τσιμπούρη.

 

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Βιβλιοκριτική του Κώστα Αθανασίου για το Χθες του Juan Emar

 Χουάν Εμάρ «Χθες», μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκδόσεις: Αλεξάνδρεια, 2025

Ο Χουάν Εμάρ (ψευδώνυμο του Άλβαρο Γιάνιες Μπιάντσι) γεννήθηκε (1893) και πέθανε (1964) στο Σαντιάγο της Χιλής. Ταξιδεύοντας στη Γαλλία, ήρθε σε επαφή με τα κινήματα πρωτοπορίας, με τους ντανταϊστές και τους υπερρεαλιστές. Πήρε το ψευδώνυμο Juan Emar – Jean Emar, που παραπέμπει στη φράση j’ en ai marreέχω μπουχτίσει. Επιστρέφοντας στη Χιλή, εξέδωσε τέσσερα βιβλία που δεν γνώρισαν επιτυχία. Η πειραματική λογοτεχνία του δεν ταίριαζε πολύ με ένα λογοτεχνικό κλίμα όπου κυριαρχούσε το πνεύμα του κοινωνικού ρεαλισμού. Το έργο του, τα «παράξενα» βιβλία του, επανανακαλύφθηκαν μετά τον θάνατό του, σχολιάστηκαν από συγγραφείς όπως ο Σέσαρ Άιρα και ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας. Σύμφωνα με τον χιλιανό συγγραφέα Αλεχάνδρο Σάμπρα, στον οποίο ανήκει ο πρόλογος σε αυτή την έκδοση, «ο προχωρημένος για την εποχή του Χουάν Εμάρ έγραφε αναμφίβολα για τους αναγνώστες του μέλλοντος […] βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε ότι το έργο του θα διαβαστεί και περισσότερο και καλύτερα, ότι θα το απολαύσουν και θα το κατανοήσουν οι αναγνώστες ενός μέλλοντος που δεν έχει έρθει ακόμη».

Το ιδιότυπο αυτό βιβλίο αφηγείται τη –διαρκείας μίας ημέρας– περιπλάνηση ενός ζευγαριού στη (φανταστική) πόλη Σαν Αγουστίν δε Τάνγκο, όπου έρχονται αντιμέτωποι με μάλλον απρόσμενες ή και απίστευτες, μόνο για τον αναγνώστη και την αναγνώστρια βέβαια, καταστάσεις: «χθες το πρωί, είδα επιτέλους το θέαμα που τόσο πολύ επιθυμούσα να δω: την εκτέλεση ενός ατόμου στη λαιμητόμο»: έτσι ξεκινάει αυτή η μέρα, αυτή η περιήγηση… (Πίσω βέβαια από αυτό το πρώτο επεισόδιο της ημέρας διαφαίνεται, π.χ., η σύγκρουση κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας, καθώς ανακαλύπτουμε ότι στο Σαν Αγουστίν, μαζί με τις Δικαστικές Φυλακές, υπάρχουν και Θρησκευτικές Φυλακές.)

Η περιπλάνηση και τα παράξενα συμβάντα συνεχίζονται, στον ζωολογικό κήπο, σε ένα εστιατόριο, στο οικογενειακό σπίτι ή αλλού, ενώ στο πέρας, στην «άκρη» όλων των γεγονότων της ημέρας και των «συναντήσεών» τους ελλοχεύει διαρκώς ένα επαναλαμβανόμενο «φτάνει πια!». Πού οδηγούν άραγε αυτοί οι κύκλοι, αυτά τα σπιράλ; Συναντιούνται άραγε ποτέ; Και με ποιον τρόπο; Η «απάντηση» που δίνεται στο τέλος της ημέρας προσθέτει τη δική της γοητευτική πινελιά σε αυτό το τόσο ιδιαίτερο βιβλίο.


Η Εποχή, 7/12/2025

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

Βιβλιοκριτική της Ήλια Λούτα για το Σας αφιερώνω τη σιωπή μου του Mario Vargas Llosa

 Ήλια Λούτα

Στίγμα Λόγου02 Δεκεμβρίου 2025



Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και της χώρας του, του Περού, έφυγε πρόσφατα από τη ζωή (1936-2025). Πολύ νέος απέκτησε παγκόσμια φήμη με την έκδοση και τη βράβευση του μυθιστορήματος Η πόλη και τα σκυλιά. Με το πρώτο του εκείνο μυθιστόρημα τη δεκαετία του ’60, χάραξε μια νέα εποχή στη λατινοαμερικανική λογοτεχνία φέρνοντας  καινούριους αφηγηματικούς και υφολογικούς τρόπους.

 

Το βιβλίο αναφερόταν στις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα  από τη στρατιωτική σχολή που είχε φοιτήσει για δύο χρόνια. Η παρουσία της βίας σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας ήταν το βασικό θέμα που τον προβλημάτισε εξαρχής τόσο σε αυτό όσο και σε άλλα βιβλία του. Το συγκεκριμένο βιβλίο θεωρήθηκε βλάσφημο από τους στρατιωτικούς ιθύνοντες, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίστηκε αρρωστημένο μυαλό και εχθρός της πατρίδας. Ωστόσο η επιθετική αυτή κριτική εκτόξευσε τη φήμη του και τον έκανε παγκόσμια γνωστό σε ηλικία μόλις 26 χρόνων. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου το 2010 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ. Σύμφωνα με το σκεπτικό της Σουηδικής Βασιλικής Ακαδημίας των Επιστημών, το βραβείο απονεμήθηκε στον Λιόσα «για τη χαρτογράφησή του των δομών της εξουσίας και τις διεισδυτικές του εικόνες της ατομικής αντίστασης, εξέγερσης και ήττας».

 

Η βία της εξουσίας  μέσα σε μια κοινωνία διεφθαρμένη που δημιουργεί θύματα αθώους πολίτες μοιάζει να είναι κοινός τόπος στα θέματά του, αφού σε αυτήν επανέρχεται σε ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματά του στη Γιορτή του Τράγου.

 

Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα σχολιάστηκε, ωστόσο, για τις πολιτικές του τοποθετήσεις σε βάθος χρόνου, καθώς τα τελευταία χρόνια έκανε στροφή προς το συντηρητισμό και παρά τους πολλούς φανατικούς αναγνώστες απέκτησε και πολλούς επικριτές κυρίως λόγω των πρόσφατων  πολιτικών του επιλογών. Γι’ αυτό και στο τελευταίο του βιβλίο (εκδόσεις Καστανιώτη, 2025, μτφρ: Κων/νος Παλαιολόγος) μας αφιερώνει τη σιωπή του και μας αποχαιρετά, καθώς αυτό είναι το βιβλίο που σηματοδοτεί το τέλος της συγγραφικής του πορείας μετά από προσωπική  επιλογή.

 

Ο κοινός θεματικός του τόπος, ωστόσο, η παρουσία της βίας στη ζωή του περουβιανού λαού εξακολουθεί να διαποτίζει την έμπνευσή του, μονάχα που τώρα είναι αφανής, υπονοείται, χωρίς  να κραυγάζει. Ο κεντρικός ήρωας αναζητά  έναν ισχυρό τρόπο αντίστασης σε αυτήν μέσω της παραδοσιακής μουσικής της χώρας του. Είναι άραγε ικανή η μουσική να ενώσει μια βαθιά ταλαιπωρημένη χώρα; Στο κύκνειο άσμα του ο συγγραφέας αναζητά την αδελφοσύνη, μα μοιάζει να μπλέκεται εντέλει στα δίχτυα της ουτοπίας.

 

Ο κεντρικός ήρωας είναι ο Τόνιο Ασπιλκουέτα που μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα σε δουλειά, οικογένεια και το μεγάλο πάθος του, την κρεολική μουσική. Μια απρόσμενη πρόσκληση για να ακούσει έναν άγνωστο, μα εξαιρετικά ταλαντούχο κιθαρίστα, τον Λάλο Μολφίνο, θα τον αναστατώσει και θα είναι η αιτία για να αλλάξει η ζωή του. Πολύ γρήγορα ο Τόνιο θα αποφασίσει να γράψει ένα βιβλίο για εκείνον, ταξιδεύοντας στον τόπο καταγωγής του, αναζητώντας τις ρίζες του, τη δική του προσωπική ιστορία, ζητώντας να ανακαλύψει τι ήταν εκείνο που τον έκανε να αγαπήσει τόσο την κρεολική μουσική. Καθώς αναζητά τα ίχνη του και γράφει το βιβλίο, σε έναν κυκεώνα  αναζήτησης και  προσπάθειας για μια ακριβή, αληθινή και εμπεριστατωμένη έρευνα, εμπλέκεται και η δική του ζωή.  Θα αναζητήσει τις ρίζες της περουβιανής μουσικής και πέρα από την τέρψη που εμφανώς προκαλεί, θα ψάξει να βρει και να φωτίσει  μέσω αυτού του ανθρώπου την κρυφή δύναμή της στη σύζευξη του λαού και στην καλλιέργεια της συλλογικής συνείδησης. Αυτό που θέλει να αναδείξει περισσότερο είναι πάνω απ’ όλα η δύναμη της  κρεολικής μουσικής να δημιουργεί ενότητα, μέσα από μια μορφή συλλογικότητας και γνήσιας φιλίας ενάντια σε κάθε μορφή ατομικισμού. Ωστόσο η έρευνά του φέρνει στο φως μια δυναμική διαφορετική από αυτήν που είχε φανταστεί. Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας γράφει, το βιβλίο αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που ονειρεύτηκε μια χώρα ενωμένη μέσω της μουσικής και τρελάθηκε στην προσπάθειά του να γράψει το τέλειο βιβλίο.

 

Με την αφηγηματική τεχνική που ο συγγραφέας αγαπά, εγκιβωτίζει την ιστορία της ζωής του κιθαρίστα μέσα στη μεγαλύτερη ιστορία που αφορά τη ζωή του ίδιου του Τόνιο. Οι δυο ιστορίες αλληλοτροφοδοτούνται, η μια πραγματικότητα διεισδύει μέσα στην άλλη και το αποτέλεσμα είναι συγκρουσιακό.

 

Παράλληλα ο συγγραφέας δίνει μεγάλη προβολή στην ιστορικότητα της κρεολικής μουσικής, αναλύοντας σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις του και παραθέτοντας πολλές πληροφορίες με μορφή δοκιμίου.

 

«Το κρεολικό βαλς αναπτυσσόταν, κέρδιζε όλο και μεγαλύτερο μερίδιο ενδιαφέροντος των Περουβιανών, αφού δεν επρόκειτο για ένα φαινόμενο πρωτευουσιάνικο, αλλά πανεθνικό. Δεν υπάρχει αμφιβολία, λοιπόν, ότι μιλάμε για μια πανεθνικής εμβέλειας μουσική με βαθιές λαϊκές ρίζες, εξαιτίας, κυρίως, της κοινωνικής θέσης των ανθρώπων που την καλλιεργούσαν: ανθρώπων ταπεινών, ορισμένες φορές πολύ φτωχών, εργατών, μαρμαράδων, κτιστών, οδοκαθαριστών, υπευθύνων ανάμματος των φανοστατών, λιθοξόων, που έκαναν οικονομία και αγόραζαν την κιθάρα τους ή την έκαναν δώρο ο ένας στον άλλο».

 

Με έναν εμπνευσμένο συνδυασμό αφηγηματικού λόγου που κινείται ανάμεσα στο δοκίμιο και τη μυθοπλασία, με αυτόνομες ενότητες που λειτουργούν παράλληλα και συμπληρωματικά, ο συγγραφέας γράφει σε πρώτο επίπεδο έναν «ύμνο» για την κρεολική μουσική.

 

Το γεγονός πως άνθρωποι φτωχοί διαμόρφωσαν και καλλιέργησαν τη λαϊκή περουβιανή μουσική σε συνθήκες οικονομικής ανέχειας, με τρικούβερτα γλέντια και καρδιά ανοιχτή στη φιλία, την αδελφοσύνη και τη συλλογικότητα φαίνεται πως συγκινεί βαθύτατα το συγγραφέα.

 

Με αφετηρία την περουβιανή  μουσική λοιπόν, και κυρίως το βαλς που γεννήθηκε στα στενοσόκακα της Λίμα, σε μια χώρα ισοπεδωμένη από τη βία του Φωτεινού Μονοπατιού, ο Τόνιο ευελπιστεί  σε μια κοινωνική επανάσταση που θα ανατρέψει τις προκαταλήψεις και θα ενώσει τη χώρα του σε μια κοινωνία αδελφοσύνης. Μπορεί να είναι η κρεολική μουσική το όχημα ενάντια σε κάθε μορφή βίας και κάθε μορφή ταξικού διαχωρισμού; Είναι άραγε αυτό δυνατόν ή πρόκειται για ουτοπία; Ασφαλώς και ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με την αποκάλυψη της αλήθειας, όπου η σχέση ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδεατό είναι μάλλον πιο περίπλοκη απ’ ό,τι φαντάζει εξαρχής. Σε δεύτερο επίπεδο, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στη σύγκρουση ανάμεσα στο εφικτό και το ανέφικτο, ανάμεσα στο όραμα και την πραγματικότητα, ανάμεσα στο αληθινό και το ιδεατό. Και ποια είναι εντέλει η δυναμική του ιδανικού σε έναν κόσμο που μοιάζει κατακερματισμένος;

 

Όπως και να ’χει, φαίνεται πως ο συγγραφέας αναγνωρίζει το ρόλο της κρεολικής μουσικής στη δημιουργία μιας κοινής πολιτιστικής ταυτότητας που συνέβαλε στην ενοποίηση του Περού, στην προβολή της εικόνας του σε παγκόσμιο επίπεδο, εξυψώνοντας τον περουβιανό λαό, πέρα από  το διαχωρισμό των κοινωνικών τάξεων.

 

Πρόκειται για ένα δύσκολο μυθιστόρημα που τα μηνύματά του μας αποκαλύπτονται σταδιακά και χρειάζεται μια σχεδόν εμμονική προσήλωση από τον αναγνώστη για να καταφέρει να τα ανακαλύψει και να τα ιεραρχήσει.

 

«Σας αφιερώνω τη σιωπή μου, μου είπε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. – Δεν ξέρω τι ήθελε να μου πει με αυτό: Εσύ καταλαβαίνεις κάτι;». Μια φράση που τη λέει ο Λάλο, ο ταλαντούχος κιθαρίστας, δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο.

 

Σας αφιερώνω τη σιωπή μου: ένας αποχαιρετισμός στη συγγραφή, ένας αποχαιρετισμός στην ίδια τη ζωή, μια διαρκής σιωπή, μια σιωπή ωστόσο που αφιερώνεται στην κοινή εθνική ταυτότητα, την κοινή κληρονομιά, την αγάπη για την παράδοση, την αγάπη για τη μουσική, το πάθος για ενότητα του περουβιανού λαού. Μια σιωπή που μας αναστατώνει!

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

Juan José Millás: Πηγαίνουμε ή ερχόμαστε;

 

Πηγαίνουμε ή ερχόμαστε;

 

Τρεις γυναίκες που κεντούν χαμάκ στην Κανταχάρ του Αφγανιστάν, στις 17 Σεπτεμβρίου 2025


ΧΟΥΑΝ ΧΟΣΕ ΜΙΓΙΑΣ, El País, 12 Οκτωβρίου 2025

Προσπαθεί κανείς να είναι αισιόδοξος για το μέλλον του είδους. Ξυπνάει νωρίς το πρωί (όσο ωραία κι αν είναι κάτω από τα σεντόνια) με σκοπό να συμβάλει στο κοινό καλό. Θυμάμαι τότε εκείνο το κολιμπρί που πετούσε πάνω από μια πυρκαγιά για να της ρίξει μια σταγόνα νερό που κουβαλούσε στο ράμφος του. Όταν ένα κοράκι γέλασε με την άχρηστη συνεισφορά του, το πουλάκι απάντησε:

«Εγώ έκανα το χρέος μου».

Λοιπόν, αυτό… ξυπνάω νωρίς για να κάνω το χρέος μου, αλλά υπάρχει μέσα μου ένα κοράκι που γελάει. Ένα κοράκι που μου δείχνει αυτή τη φωτογραφία στην οποία βλέπουμε (τρόπος του λέγειν, δεν μπορούμε να τις δούμε) τρεις Αφγανές γυναίκες κλεισμένες μέσα στα υφασμάτινα φέρετρά τους ενόσω ράβουν ίσως ένα ακόμα φέρετρο για τις κόρες τους, ή για τις ίδιες, για να έχουν να συναλλάζουν, όπως συνήθως λέμε. Είναι πιθανόν τα παράθυρα του δωματίου όπου βρίσκονται να είναι χτισμένα, έτσι όπως διέταξαν οι Ταλιμπάν τον περασμένο Δεκέμβριο να γίνει στα σπίτια όπου κατοικούν γυναίκες.

Είναι τρομερό να σηκώνεσαι νωρίς από το κρεβάτι με την ιδέα να συμβάλεις με το δικό σου λιθαράκι στην καλή λειτουργία του κόσμου, και με το που ανοίγεις την εφημερίδα, να πέφτεις πάνω σ’ αυτές τις μαρτυρίες που το κοράκι (ή ό,τι συμβολίζει, το καημένο) ξέρει να χρησιμοποιεί για να σε αποθαρρύνει.

«Δεν βλέπεις ότι είστε αδιόρθωτοι;» λέει, προσκαλώντας σε να επιστρέψεις στο κρεβάτι και να κουκουλωθείς μέχρι πάνω σαν τρομαγμένο παιδί.

Γιατί ο κόσμος τελευταία έχει γίνει πολύ τρομακτικός. Έχουν περισσότερο μέλλον τα κοράκια από εμάς. Αυτές οι γυναίκες δεν μπορούν καν να σιγοτραγουδήσουν ενώ κάνουν τις δουλειές τους γιατί η φωνή τους, όπως διαβεβαιώνουν οι αρχές, διεγείρει τους άντρες. Το ερώτημα είναι αν ερχόμαστε από εκεί ή αν πηγαίνουμε προς τα εκεί.



Χουάν Χοσέ Μιγιάς

 

Συγγραφέας και δημοσιογράφος (1946), το έργο του έχει μεταφραστεί σε 25 γλώσσες και έχει λάβει, μεταξύ άλλων, τα βραβεία Nadal, El Planeta και το Εθνικό Βραβείο Διηγήματος, εκτός του βραβείου Δημοσιογραφίας Miguel Delibes. Κυριότερα μυθιστορήματά του El desorden de tu nombre, El mundo και Que nadie duerma. Συνεργάζεται με διάφορα έντυπα μέσα ενημέρωσης, καθώς και με την εκπομπή A vivir του ραδιοφωνικού σταθμού SER.


Η μετάφραση είναι προϊόν του Εργαστηρίου Λογοτεχνικής Μετάφρασης Ισπανικά > Ελληνικά που συντονίζει ο καθηγητής και μεταφραστής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Συμμετείχαν οι: Όλγα Αναστασιάδου, Αικατερίνη Γιασιράνη, Χριστίνα Δημητρίου, Βάλλια Εμμανουηλίδου, Παντελής Κουτσιανάς, Μαρία Μανωλοπούλου, Χριστίνα Μπατσίλα, Χρύσα Παπανικολάου, Ζαχαρίας Χιονίδης, Marcela Fernández Márquez, Daniel Jiménez Martín.


Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

23 aforismos de Rafael Pérez Estrada / 23 αφορισμοί του Ραφαέλ Πέρεθ Εστράδα

 


από το Breverías completas

εκδ. Galaxia Gutenberg, Βαρκελώνη, 2025

 

 

Rafael Pérez Estrada (Málaga, 1934-2000) fue un poeta, escritor y artista plástico español.

Ο Ραφαέλ Πέρεθ Εστράδα (Μάλαγα, 1934-2000) ήταν Ισπανός ποιητής, συγγραφέας και εικαστικός.

 

 

La muerte, pececillo de plata del olvido.

Θάνατος, ασημόψαρο της λήθης.

 

 

Lo bueno, si breve, catastrófico o telegráfico.

Το καλό, αν σύντομο, καταστροφικό ή τηλεγραφικό.

 

 

Dice el moralista acérrimo: Pensar es vicio solitario.

Λέει ο ορκισμένος ηθικολόγος: Το σκέπτεσθαι είναι μοναχικό κουσούρι.

 

 

Le pregunté y me dijo: Me pesa mucho la realidad para ser poeta.

Τον ρώτησα και μου είπε: Με βαραίνει πολύ η πραγματικότητα για να ’μαι ποιητής.

 

 

El espejo acaba por obligarnos a parecernos a nosotros mismos.

Στο τέλος ο καθρέφτης μάς αναγκάζει να μοιάσουμε στον εαυτό μας.

 

 

La manía persecutoria me persigue.

Με καταδιώκει μανία καταδίωξης.

 

 

Nadie puede bañarse dos veces en el mismo recuerdo.

Κανείς δεν μπορεί να βουτήξει δύο φορές στην ίδια ανάμνηση.

 

 

El espejo es la presentación diaria del desconocido íntimo.

Ο καθρέφτης είναι η καθημερινή εμφάνιση του οικείου ξένου.

 

 

El origen de la niebla está en el pensamiento.

Η προέλευση της ομίχλης είναι στη σκέψη.

 

 

El sueño perfecto es el que participa de la realidad y la consume.

Το τέλειο όνειρο είναι εκείνο που αντλεί από την πραγματικότητα και την αναλώνει.

 

 

Volar es el resultado de una intensa pasión, nunca de su práctica.

Το πέταγμα είναι αποτέλεσμα έντονου πάθους, ποτέ της εξάσκησής του.

 

 

El pájaro es un estado de necesidad, el principio de toda creencia.

Το πουλί είναι μια κατάσταση ανάγκης, η απαρχή κάθε πιστεύω.

 

 

Se desprende el pájaro de la sombra y vuela, pues la sombra es el ancla del cuerpo.

Αποτινάσσει το πουλί τη σκιά του και πετάει, γιατί η σκιά είναι η άγκυρα του σώματος.

 

 

Dibuja el pájaro en su huida lo inexplicable.

Σχεδιάζει το πουλί στη φυγή του το ανεξήγητο.

 

 

El pájaro es un punto sin referencia alguna con el plano.

Το πουλί είναι ένα σημείο χωρίς καμία αναφορά στον χάρτη.

 

 

Muere el pájaro en la prisión de sus alas, en su propia ficción.

Πεθαίνει το πουλί στη φυλακή των φτερών του, στο δικό του παραμύθι.

 

 

Al planear se hace místico el pájaro.

Αιωρούμενο το πουλί αγγίζει το θείο.

 

 

Vuela el pájaro su soledad en busca de otro pájaro.

Φτερουγίζει το πουλί τη μοναξιά του αναζητώντας άλλο πουλί.

 

 

El pájaro es el sueño del movimiento.

Το πουλί είναι το όνειρο της κίνησης.

 

 

En el vuelo tangencia el pájaro con la nada.

Στο πέταγμά του το πουλί εφάπτεται με το τίποτα.

 

 

Es el amor al aire el que convierte al pez en pájaro.

Είναι η αγάπη του για τον αέρα που μετατρέπει το ψάρι σε πουλί.

 

 

Se alzó tanto el lenguaje entre nosotros que tuve que besarla.

Τόσο υψώθηκαν τα λόγια ανάμεσά μας που χρειάστηκε να τη φιλήσω.

 

 

Nos niegan los dioses la posibilidad de repetir los sueños amables.

Μας αρνούνται οι θεοί τη δυνατότητα να επαναλάβουμε τα ευχάριστα όνειρα.

 

                                            Κολιμπρί με συμπαγές γέμισμα



H συλλογική απόδοση των αφορισμών του Ραφαέλ Πέρεθ Εστράδα είναι προϊόν εργαστηρίου μετάφρασης που οργάνωσαν και συντόνισαν ο Εδουάρδο Λουθένα και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος τον Νοέμβριο του 2025. Συμμετείχαν οι: Δέσποινα Γιαβάση, Χρυσάνθη Γιαννιά, Χριστίνα Δημητρίου, Κωνσταντίνα Ελμαλόγλου, Αλίκη Μανωλά, Σεμίνα Μπάφα, Ματίνα Μπίλλια, Χρυσούλα Ξένου, Χριστίνα Ουσταμπασίδου, Γιώτα Ρόμπολα, Τζίνα Ρουμπέα, Ειρήνη Τζαμαλή, Γεώργιος Τζιρίτης, Σοφία Φερτάκη.

 

 

La traducción colectiva de los aforismos de  Rafael  Pérez Estrada  procede del taller de traducción que organizaron y coordinaron Eduardo Lucena y Constantinos Paleologos en noviembre de 2025. Participaron: Déspina Yavasi, Jrisanci Yañá, Jristina Dimitríu, Constantina Elmaloglu, Aliqui Manolá, Semina Bafa, Matina Bilia, Jrisula Xenu, Jristina Ustambasidu, Yota Rombola, Tzina Rumbea, Irini Tzamalí, Yorgos Tziritis, Sofía Fertaki.